Ὁ κάτω κόσμος
Συγγραφέας:
Λόγια τῆς πλώρης (1924)


ΑΓΝΩΣΤΟΣ μένει ὁ ναύτης ποῦ μᾶς ἔκαμε τὸ μεγάλο καλό. Ἄγνωστος καὶ ἀδοξολόγητος, ὅπως γίνεται καὶ μὲ τοὺς φτωχοὺς ἁγίους. Παντοῦ ἡ τύχη ποῦ ἀνάθεμά τη! παντοῦ ἡ τύχη! Μὰ ἐγὼ ἂν ἤξερα τ’ ὄνομά του θὰ τοῦ ἄναβα περισσότερα κεριὰ ἀπ’ ὅσα ἀνάβω κάθε χρόνο στὸν Ἅϊ Νικόλα. Τοῦτος μᾶς σώνει — ὄχι καὶ τόσο συχνὰ — ἀπὸ τὶς φουρτοῦνες. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ μιά του μαστοριὰ μᾶς ἀπάλλαξε σύγκαιρα ἀπὸ τοὺς διαβόλους τῆς Κόλασης καὶ ἀπὸ τοὺς ἅγιους τοῦ Παράδεισου, ποῦ θαρρῶ δὲν ἔχει καὶ μεγάλι διαφορά. Δὲ λέω πῶς μοῦ ἀρέσει νὰ βλέπω τοὺς διαβόλους μὲ τὰ στριμμένα κέρατα, τὶς μακριὲς οὐρὲς καὶ τὰ σπαθωτὰ νυχοπόδαρά τους. Οὔτε τὰ λυσσασμένα οὐρλιάσματά τους θέλω ν’ ἀκούω, σὰν καμακίζουν ἄγρια καμμιὰ ψυχή, οὔτε τὸ χόχλο τοῦ κατραμιοῦ ποῦ βράζει στὰ Ἑφτὰ Καζάνια, οὔτε τοὺς δαρμοὺς καὶ τοὺς θρήνους τῶν κολασμένων. Μὰ κι’ ἡ συντροφιὰ τῶν Πατέρων — τὴν εὐχή τους νἄχω — μὲ τὰ κομπολόγια καὶ τὰ λιβάνια, καθὼς κι ἡ ἀσύγκριτη ξαστεριὰ τοῦ Παράδεισου, δὲ μοῦ πολυαρέσει. Τὶ θὲς — τὶ γυρεύεις; Καλύτερα ὅπως τὰ κατάφερε ὁ μακαρίτης. Ἔστησε χωριστὰ τὸ τσαντῆρί μας κι ἔτσι ἔχουμε τὸ μυαλό μας ἥσυχο — ἂν ἔχουν μυαλὸ κι’ οἱ πεθαμένοι!

Μόλις ἄραξε τὸ καΐκι στὸ νησὶ — στὴ Σέρφο ἂς ποῦμε — ὁ ναύκληρος πῆρε τὸ μισοκοῖλι καὶ τράβηξε στὸ χωριὸ γιὰ νὰ μετρήσῃ τὸ σιτάρι. Λιανοψιχάλιζε κάπως, ὅταν κίνησε, μὰ δὲ δυσκολεύτηκε. Πρωτοβρόχια, σοῦ λέει, θὰ περάσῃ. Μὰ καθὼς ἔφτασε τὸν ἀνήφορο πιάνει μιὰ δαρτὴ βροχή· νεροποντὴ σωστή! Ποῦ νὰ χωθῇ; Οὔτε δέντρο, οὔτε καλύβα, οὔτε σπηλιὰ βλέπει γύρω. Νὰ τρέξῃ γιὰ τὸ χωριὸ ἔλειπε ὁ μισὸς δρόμος ἀκόμη· νὰ κατέβῃ πάλι στὸ καΐκι, τὸ ἴδιο. Στέκει δίβουλος καὶ ἄξαφνα τὸν παίρνουν τὰ γέλια. Κοιτάζει μήπως τὸν βλέπει κανένας στρατολάτης· — ψυχή! Πιάνει γοργὰ καὶ γδύνεται σὰν τὸν Ἀδάμ. Ὀμορφοδιπλώνει τὰ ροῦχά του, χώνει τα στὸ μισοκοῖλι, φορεῖ τὸ μισοκοῖλι στὸ κεφάλι καὶ παίρνει δρόμο. Νὰ βραχῇ δὲν τὸν ἔμελλε. Τὸ δικό μας τομάρι βροχὲς καὶ μπόρες δὲ φοβᾶται· εἶνε ἀργασμένο. Τὸν ἔμελλε γιὰ τὰ ροῦχα του ποῦ τὰ εἶχε πρωτόβαλτα ὁ φουκαρᾶς.

Ἔπειτ’ ἀπὸ κάποια ὥρα στάθηκε ἡ βροχή. Στάθηκε ἡ βροχή, ντύνεται πάλι, παίρνει τὸ μισοκοῖλι στὸ χέρι καὶ πάλι δρόμο. Πρὶν φτάσῃ στὸ χωριὸ τὸν ἀπαντάει ὁ διάβολος.

— Γειά σου, πατριώτη.

— Γειὰ τῆς ἀφεντιᾶς σου, κὺρ διάολε.

— Ποῦθεν ἔρχεσαι;

— Ἀπὸ τὸ γιαλό.

— Καὶ ἡ βροχὴ ποῦ σ’ ἀπάντησε;

— Στὸ δρόμο.

— Ἔλα δά!…

— Μὰ τὰ κέρατά σου, στὸ δρόμο.

— Καὶ δὲ βράχηκες; Ἐγὼ ἔγινα μουσκίδι.

Ὁ ναύκληρος γέλασε.

— Ἄ, λέει πονηρά! Ξέρω μιὰ τέχνη καὶ δὲ βρέχουμε.

— Μωρὲ τὶ λὲς! κάνει ὁ διάβολος, σὰν τὶ τέχνη ξέρεις;

— Ξέρω μιά…

— Γιὰ ν’ ἀκούσω.

— Δὲ στὴ λέω.

— Μωρὲ ἀμάν, πές τη μου καὶ ὅ,τι θές. Θὲς καράβια, θὲς χρυσάφι, καλούδια· τί θὲς νὰ σοῦ δώσω; Πές τη μου…

Ὁ ναύκληρος ἔρριξε κάτω τὸ κεφάλι, τάχα πῶς συλλογιόταν τί νὰ ζητήσῃ γιὰ πληρωμή.

— Νὰ σὲ βουλώσω θέλω· τοῦ λέει. Ἄμα σταθῇς καὶ σὲ βουλώσω σοῦ τὴ λέω.

Ὁ διάβολος ἄρχισε νὰ ξυῇ τὸ αὐτί του. Μωρὲ, κι’ ἄλλο μασκαραλίκι νὰ πάθω, συλλογιέται. Γιατί ἀλήθεια πειράζει τοὺς ἀνθρώπους συχνά· μὰ καὶ κεῖνοι τοῦ σκαρώνουν δουλειές, ποῦ κλειέται γιά μῆνες καταντροπιασμένος στὴ φωλιά του. Μιὰ φορὰ ἔρριξαν στὸ δρόμο μιὰ σκούφια Κεφαλλωνίτικη κι’ ἔσπασε τὸ κεφάλι του γιὰ νὰ καταλάβῃ τί εἶνε. Τὴν ἔβανε γιά κάλτσα, δὲν ἔκανε· τὴν ἔβανε καπνοσακούλα, οὔτε· τὴν τραβοῦσε ἀπὸ πάνω, ἀπὸ κάτω· τὴ μάζωνε, τὴν ἅπλωνε, τίποτα! Τέλος τὴν πέταξε ἀπελπισμένος, ἔφυγε κι ἀκόμη τὴ νομίζει μυστήριο!

Ἄλλη μιὰ φορὰ κίνησε νὰ πάῃ νὰ πειράξῃ τὴ γυναίκα. Ἡ Εὔα ἡ παμπόνηρη, καθὼς τὸν εἶδε, τουρλώθηκε ὁλόγυμνη, μὲ τὰ μαλλιὰ ριγμένα στὸ πρόσωπο καὶ κεῖνος πῆρε τέτοιο φόβο, ποῦ ἔκαμε τὸ σταυρό τοῦ κι ἔφυγε στὰ τέσσερα. Καὶ μὴ δὲ γράφουν τὰ χαρτιὰ πῶς ὁ Σολομῶντας μὲ τὴ βούλα του ἀνάγκασε ὅλα τους τὰ τάγματα νὰ πετροκουβαλοῦν γιὰ νὰ χτίσουν τὸν Ναὸ στὰ Γεροσόλυμα; Ἄφησε τὴν ἄλλη φορὰ ποῦ πῆγε μεταμορφωμένος σὲ γάϊδαρο νὰ πειράξῃ τὰ σχολειταρούδια καὶ κεῖνα τοῦ ἔπεσαν ἀπάνω, ποῦ εἶδε κι’ ἔπαθε νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὰ χέρια τους. Φαντάσου τὶ σοφίστηκαν τὰ διαβολόπαιδα! Ἐπειδὴ δὲν ἔφτανε νὰ τὸν καβαλήσουν ὅλα, τοῦ ἔχωσαν ἕνα δοκάρι στὸν πισινὸ καὶ καβάληκαν κι ἀπάνω στὸ δοκάρι. Γιὰ τοῦτο στεκόταν τόρα δίβουλος καὶ τρίβουλος. Μὰ πάλι ποῦ δὲν ἡσύχαζε ὥς που νὰ μάθῃ τὸ μυστικό. Καὶ μὲ τὸ δίκιο του. Τί διάβολος, σοῦ λέει, εἶμαι γώ, ἄμα δὲν ξέρω ὅσα ξέρει ἕνας παλιογεμιτζῆς!

— Ἔλα, λέει ἀποφασισμένος· βούλωσέ με καὶ πές μου.

Ἅμα τὸν βούλωσε ὁ ναύκληρος, τοῦ εἶπε τὴν τέχνη: Ἔβγαλα τὰ ροῦχά μου, τὰ ἔχωσα στὸ μισοκοῖλι, ἔβαλα τὸ μισοκοῖλι στὸ κεφάλι καὶ δρόμο. Ἔπαψε ἡ βροχή, φόρεσα τὰ ροῦχά μου, πῆρα τὸ μισοκοῖλι στὸ χέρι καὶ πάλι δρόμο.

Μωρὲ αὐτὸ ἦταν ὅλο! λέει ὁ διάβολος τραβώντας τὰ γένεια του· ἄϊντέ μου!

Πέρασε καιρός, πέθανε ὁ ναύκληρος. Ποῦ ἀλλοῦ θὰ πήγαινε παρὰ στὴν Κόλαση; Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποῦ χτίστηκε ὁ κόσμος ναύτης δὲν εἶδε τὴν πόρτα τοῦ Παράδεισου.

Ἡ Κόλαση, ἀκούς! εἶνε ἕνας ξερότοπος τρισχειρότερος κι’ ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ποτὲ δὲ βρέχει, χλόη δὲ φυτρώνει, πουλὶ πετάμενο δὲ διαβαίνει. Εἶνε τοιχογυρισμένη μὲ ψηλοὺς τοίχους κι’ ἔχει μονάχα μιὰν ἐμπατή, μιὰ μεγάλη σιδερόπορτα. Ὅταν πρωτόγινε ὁ κόσμος, ἡ πόρτα ἦταν μικρή, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν γραμμὴ στὸν Παράδεισο. Μὰ λίγο-λίγο ξύπνησαν, ἔγιναν πονηροὶ καὶ πίβουλοι κι’ ἔτρεχαν καραβιὲς στὴν Κόλαση. Γιὰ νὰ μποῦν ὅμως μέσα τοὺς ἔβγαινε ὁ θεὸς ἀνάποδα. Οἱ φύλακες καλόβολοι, γκρέμισαν τὸν τοῖχο καὶ ἄνοιξαν μιὰ πόρτα, ποῦ χιλιάδες μποροῦν νὰ περάσουν μαζί. Ἀλλὰ τόσος εἶνε ὁ λαός, ὥστε πάντα στριμωμένοι καὶ μὲ καυγάδες κατορθώνουν νὰ μποῦν. Οἱ γροθιές, οἱ κλωτσιὲς καὶ τὰ μαλλοτραβήματα πηγαίνουν καπνός! Ἂν δὲν ἦταν οἱ διαβόλοι μὲ τὰ δικριάνια νὰ τοὺς χωρίζουν, δεκαφτὰ φορὲς θὰ ξαναπέθαινε καθένας.

Ὁ μαυροναύκληρος, ὅταν ἔφτασε, κοιτάζει· τὶ νὰ ἰδῇ; Ὁ καλύτερος κόσμος πήγαινε ἐκεῖ. Οἱ ἄρχοντες μὲ τὶς ὁλόχρυσες στολὲς καὶ τὰ σοβαρά τους πρόσωπα. Οἱ παπάδες καὶ οἱ δεσποτάδες μὲ τὰ φαρδομάνικα καὶ τὰ ἱερά τους γκόλφια· οἱ καλογριὲς καὶ οἱ γουμένισες· ὅλοι τέλος ἐκεῖνοι, ποῦ στὸν κόσμο περνοῦν γιὰ κατιτί καὶ τοὺς σέβεται εἴτε τοὺς φοβᾶται ὁ χοντρὸς λαός, πήγαιναν ἐκεῖ κλαίοντας τὸν Κόσμο ποῦ ἄφησαν καὶ κλωθογυρίζοντας ἀκόμη στὸ νοῦ τὶς ἄδικες καὶ παράνομες ὑποθέσεις τους. Ὁ ναύκληρος ἀνακατώθηκε μὲ τὸ λαὸ καὶ σπρώχνοντας ζερβόδεξα ἔφτασε τέλος στὴν πόρτα. Μὰ γιὰ κακή του τύχη νὰ βρεθῇ φύλακας ὁ βουλωμένος. Καθὼς τὸν βλέπει, βάνει τὶς φωνές. Τρέχουν οἱ ἄλλοι διαβόλοι·

— Τί εἶνε, μωρέ; τί τρέχει; τὸν ρωτοῦν.

— Ἔτσι κ’ ἔτσι· τοὺς λέει. Μὴ τὸν ἀφήσουμε καὶ μπῇ γιατὶ θὰ μᾶς βουλώσῃ ὅλους.

Τὸ ἀκοὺν ἐκεῖνοι, τὸν ἀρχίζουν στὶς κλωτσιές· τὸν πετοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν Κόλαση.

— Ἀμ’ τόρα τί νὰ κάμω; συλλογιέται.

Δεξιὰ βλέπει τὸν Παράδεισο, ἕνα περιβόλι ὡραιότατο μὲ δέντρα εὐωδέστατα καὶ βρύση κατὰ πολλὰ ὄμορφη, ὅπως λένε τὰ Συναξάρια. Μὰ βλέπει τὴν πόρτα κατακλειδωμένη κι’ ἔρημη. Κανένας δὲ ζύγωνε ἐκεῖ. Πίσω ἀπὸ τὰ κάγκελλα τῆς πόρτας βλέπει τὸν Ἅγιο Πέτρο μὲ τὰ κλειδιὰ κρεμασμένα στὸ ζωνάρι του, μὲ τὰ μάτια μισοκλεισμένα, τὴ μύτη μακρουλὴ καὶ κόκκινη σὰν πιπεριόνος. Ὁ Ἅγιος Πέτρος, ἀκούς, εἶνε ἕνας μεθύστακας ποῦ βάνει κάτω τὸν καλύτερο κρασοπατέρα τοῦ Ἀπάνω Κόσμου. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἦταν στουπί! Ἕνας κουτσοκουλόστραβος κουρελιάρης καὶ ψειριάρης—Κραβαρίτης θὰ ἦταν—δυὸ ὧρες τόρα χτυποῦσε τὴν πόρτα κι ὁ ἅγιος κλειδοκράτορας χαμπάρι δὲν εἶχε. Τέλος ἄκουσε, ἀγριοβλαστήμησε δυὸ-τρεῖς φορές, σηκώθηκε τρέκλα-δίπλα καὶ ἄνοιξε νὰ μπάσῃ τὸν κουρελιάρη. Ὁ ναύκληρος δὲ χάνει καιρό, χώνεται μέσα. Ξυστὰ πάει σὲ μιὰν ἄκρη καὶ βλέπει ψηλὰ τὸν Παντοκράτορα νὰ κάθεται στὸ θρόνο του. Ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι’ ὁ θρόνος στὸ χρυσάφι καὶ τὶς διαμαντόπετρες. Δεξιὰ μεριὰ καθόταν ὁ Χριστὸς καὶ γύρω ἡ Δωδεκάδα, οἱ Ἀπόστολοι σὲ θρόνους μαλαματένιους. Παρακάτω ξαπλωμένοι στὴ χλωροσιὰ κάθονταν κοπάδια-κοπάδια οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ὅσιοι καὶ οἱ μάρτυρες. Γλεντοῦσαν ἐκείνη τὴν ὥρα! Εἶχαν φαγιά· μὰ τί φαγιά; πεντοβολοῦσε ὁ Παράδεισος. Κ’ ἔπιναν ἕνα κρασί—ρουμπίνι! Ὁ Δαβὶδ—ὁ Προφήτης ντέ!—ἔπαιζε τὴν κιθάρα καὶ τραγουδοῦσαν οἱ ἄγγελοι, κάτι παιδιά· ψυχή μου! Νὰ τὰ ἔβλεπε ὁ Μπίρας ἀποδῶ, θὰ σηκωνόταν τὸ πετσί του μιὰ πιθαμή. Κι ἔκαναν τέτοια σαλαλοὴ ποῦ τράνταζε ὁ Κάτω Κόσμος.

Ὁ ναύκληρος τὰ ἔβλεπε καὶ στενοχωριόταν ποῦ δὲν εἶχε κανένα γιὰ νά μιλήσῃ. Ἄρχισε νὰ βλαστημάῃ τοὺς διαβόλους ποῦ δὲν τὸν ἄφησαν στὴν Κόλαση. Τέλος δὲν κρατήθηκε. Πλησιάζει ἕνα γηραλέο ἅγιο καὶ τοῦ λέει μὲ σέβας.

— Δὲ μοῦ λές, πάτερ, Ἁγιαντώνη, ποῖος εἶνε κεῖνος ποῦ κάθεται κοντὰ στὸ Χριστό;

— Οὔ, παιδί μου! ἔκαμε ὁ ἅγιος· ἐκεῖνος εἶνε ὁ πάτερ Χαράλαμπος, ποῦ στὸν καιρὸ τοῦ μισόκαλου Σεβήρου εἶδε κι’ ἔπαθε γιὰ τὸν ἀφέντη τὸ Χριστό μας!

— Μπά! εἶπε ὁ ναύκληρος· περισσότερα ἔκαμες τοῦ λόγου σου. Ἐκεῖνος ἂν πάλαιψε, πάλαιψε μὲ τοὺς ἀνθρώπους· ἀμ’ ἐσὺ ποῦ τἄβαλες μὲ τοὺς διαβόλους; Τὸ ξέρω γώ· ἐρχόντουσαν τὴ νύχτα στὸ κελλί σου σὰν πεντάμορφες παρθένες καὶ σὺ τὶς ἔδιωχνες καὶ κοιμόσουν ὁλόγυμνος στὰ χιόνια γιὰ ν’ ἀποφύγης τὸν πειρασμό. Δὲ λέω, νοικοκύρης εἶσαι· μὰ τόση περιφρόνηση, θαρρῶ δὲ σοῦ ἄξιζε.

Ὁ Ἁγιαντώνης ἔρριξε τὸ κεφάλι κάτω, σούφρωσε τὰ φρύδια κι’ ἔφυγε χωρὶς νὰ εἰπῇ λέξη.

— Καλὰ σ’ ἔχω· συλλογίσθηκε ὁ ναύκληρος.

Καὶ μὲ τὴν ἴδια πιβουλὴ πλησιάζει τὸν Ἁγιάννη τὸν Καλυβίτη, ποῦ ἦταν ξαπλωμένος κάτω ἀπὸ μιὰ μηλιὰ κι ἔβλεπε ἀπὸ μακριὰ τὸ γλέντι.

— Δὲ μοῦ λές; τοῦ λέει· γιατί ἐσύ τέτοιο ἀρχοντόπουλο, ποῦ ἄφησες τιμὲς καὶ δόξες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νὰ κάθεσαι παραμελημένος κι’ ἄλλοι ποῦ τίποτα δὲν ἔκαμαν νά τρωγοπίνουν στὸ τραπέζι τοῦ Παντοκράτορα; Δὲν ξέρω· νοικοκύρης εἶσαι· μὰ τέτοια περιφρόνηση, θαρρῶ, δὲ σοῦ ἄξιζε.

Ὁ Ἁγιάννης σήκωσε τὰ μάτια, κοίταξε καλὰ τὸ ναύτη· ἔπειτα μὲ μιᾶς τὰ χαμήλωσε, γύρισε τὸ ἄλλο πλευρὸ καὶ ἄρχισε νὰ κλαίῃ.

— Καλὰ σ’ ἔχω καὶ σένα· σκέφτηκε ὁ δικός μας.

Καὶ τραβῶντας τὸ δρόμο του ἀπάντησε τὸν ἅγιο Τρύφωνα καὶ τὸν ἐρεθίζει καὶ κεῖνον. Ἔπειτα πηγαίνει στὸν ἅγιο Λευτέρη. Ἔτσι κέντρισε πεντέξη ἁγίους, ἀρχίζουν ἐκεῖνοι τὶς φωνές, πιάνονται στὰ χέρια. Πᾶνε ἄλλοι νὰ τοὺς χωρίσουν, πιάνονται καὶ κεῖνοι· σπᾶνε ποτήρια, πετᾶνε πιᾶτα, ἀναποδογυρίζουν τὸ τραπέζι· ἐπανάσταση στὸν Παράδεισο! Ὁ Παντοκράτορας βαρὺς ἀπὸ τὸ φαγοπότι, κοιμόταν ἐκείνη τὴν ὥρα, γειρμένος στὰ γόνατα ἑνὸς ἀγγέλου. Ἀκούει τὸν καυγᾶ, πετιέται θυμωμένος, ἁρπάζει ἕνα βούρδουλα «νά σου!» τοῦ ἑνοῦ, «νά σου!» τ’ ἀλλουνοῦ, τοὺς ἁλωνίζει ὅλους.

— Δὲ φταῖμε μεῖς, ἀφεντικό! φωνάζουν οἱ ἅγιοι· νὰ, αὐτὸς μᾶς ἔβαλε σκάνταλα.

Πιάνουν τὸ ναύκληρο· τὸν πηγαίνουν ἐμπρὸς του.

— Μωρὲ ποῦ βρέθηκες ἐδῶ μέσα! τοῦ λέει Ἐκεῖνος θυμωμένος· μπάρκο τὸν κάναμε τὸν Παράδεισο;

Μιὰ κλωτσιὰ καὶ τὸν ρίχνει μίλια ἔξω.

— Τόρα ποῦ νά πάω; κάθεται καὶ συλλογιέται. Νὰ ἦταν εὔκολο τοὐλάχιστον νὰ γυρίσω πάλι στὸν κόσμο.

Κάπως τοῦ καλοφάνηκε τοῦ φίλου. Τί καλὰ ν’ ἀρχίσῃ πάλι τὰ γλέντια καὶ τὰ ταξίδια του!

Τηράει περίγυρα νὰ εὔρῃ δρόμο γιὰ τὸν Ἀπάνω Κόσμο· τίποτα. Αὐτὸς ποῦ μὲ τὸ κερὶ καὶ τὸ κουμπάσο ἄνοιγε δρόμους στὰ πέλαγα καὶ μὲ τὸ τρισκότειδο ἔμπαινε στὰ μπουγάζια σὰν νὰ ἔμπαινε σπίτι του, γύριζε τόρα ψηλαφῶντας σὰν θεότυφλος. Ὁ Χάρος μόλις πάρῃ τὸν πεθαμένο τὸν περνάει ἀκούς! ἀπὸ τῆς Ἄρνης τὸ βουνό· ἕνα βουνὸ θεόρατο καὶ δασωμένο. Στὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ εἶνε τῆς Ἀρνησιᾶς ἡ βρύση. Τὸν ποτίζει νερὸ καὶ ἀρνιέται γιὰ μιᾶς τοὺς δικούς του. Ἔπειτα τὸν περνάει ἀπὸ τῆς Ἀρνησιᾶς τὸ λιβάδι, ποῦ εἶνε δασοφυτρωμένο τὸ λησμοβότανο. Ἅμα περάσῃ κι’ ἀπὸ κεῖ ὁ μαῦρος ἄνθρωπος, λησμονάει τὸν κόσμο καὶ τὶς στράτες καὶ τὰ διάβατά του. Γιὰ τοῦτο κι’ ὁ ναύκληρος ὅσο καὶ ἂν πάσχιζε, τίποτα δὲν ἔκανε. Γύριζε ἀριστερά, βρισκόταν στὴν πόρτα τῆς Κόλασης κι’ ἔβλεπε ἀγριεμένο τὸ διάβολο μ’ ἕνα δικριάνι σιδερένιο στὰ χέρια νὰ τὸν φοβερίζῃ. Γύριζε δεξιά, ἔβλεπε τὸν Παράδεισο καὶ τὸν ἅγιον Πέτρο μὲ τὴ θεόρατη κλεῖδα ἕτοιμον νὰ τοῦ σπάσῃ τὰ κόκκαλα.

— Μωρέ! λέει, σκοῦρα τὰ πράματα!

Ἀντὶ ὅμως ν’ ἀπελπισθῇ θύμωσε· καὶ ὁ ναυτικὸς σὰ θυμώσῃ ἀναποδογυρίζει τὶς θάλασσες.

— Ἔτσι εἶστε; λέει· νὰ σᾶς ‘μπῶ καὶ γὼ στὸ ρουθοῦνι.

Πιάνει ἀμέσως καὶ μαδάει ὅση τρίχα εἶχε ἀπάνω του καὶ τὴν πλέκει πανί. Ἔπειτα πάει κρυφὰ καὶ κόβει μιὰ κλάρα· τὴν πελεκάει καλὰ καὶ στένει ἀνάμεσα Παράδεισος καὶ Κόλασης δικό του τσαντῆρι. Κατὰ δικό του. Οὔτε θεὸ φοβᾶται, οὔτε διάβολο. Χώρια οἱ λύκοι ἀπὸ τὰ πρόβατα· χώρια καὶ οἱ στεριανοὶ ἀπὸ τοὺς ναυτικούς. Ἄλλη ζωὴ στὸν Ἀπάνω, ἄλλη στὸν Κάτω Κόσμο. Γιὰ τοῦτο σᾶς λέω πῶς, ἂν τὸν ἤξερα τὸ μακαρίτῃ, θὰ τοῦ ἄναβα περισσότερα κεριὰ ἀπὸ ὅσα ἀνάβω στὸν Ἅϊ Νικόλα. Πέθανα; δὲ σκοτίζομαι γιὰ Κόλασες καὶ γιὰ Παράδεισους.

Πάω γραμμὴ στὸ τσαντῆρι μου!…