Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Ὁ Μάρτιος ἐν Κρήτῃ


Τὸν Μάρτη τὸν ἐρώτησαν στὴν κρητικὴ τὴν χώρα.
—Κὺρ Μάρτη, δὲν μᾶς λέγεις,
γιὰ ποιὰ ἀφορμὴ τάχα γελᾷς μέσα στὴν ἴδιαν ὥρα,
καὶ μέσ’ στὴν ἴδια κλαίγεις;—

Ὁ Μάρτης ἀπ’ τὰ μάτια του δυὸ δάκρυα σφουγγίζει,
καὶ ξεροκαταπίνει.
Καὶ ὕστερα μὲ πονηρὸ χαμόγελο γυρίζει
κι’ ἀπάντηση τοὺς δίνει.

—Εἴμεθα δώδεκ’ ἀδελφοί, κ’ εἴχαμ’ ἕνα πατέρα,
—Θεὸς νὰ τόν σχωρέσῃ!—
Ἀπέθανεν ἐξαφνικά κ’ ἐμείναμε μιὰ ’μέρα
τρισόρφανοι στὴν μέση.

Ἀπ’ ὅλη τὴν ἀρχόντεια του δὲν τοῦ ’περίσσευσ’ ἄλλο,
στῶν γηρατειῶν τὰ τέλη,
παρὰ τὸ πιὸ παλῃὸ κρασί, μέσα στὸ πιὸ μεγάλο
κι’ ἀνέγγυχτο βαρέλι.

Αὐτὸ ’κληρονομήσαμεν. Αὐτὸ νὰ μοιρασθοῦνε
οἱ ἕνδεκα ’θελῆσαν.
Μὰ μήτε τήναις δώδεκα, ποῦ τόσο νὰ χωροῦνε,
μήτε βαρέλαις ἦσαν.

Τότ’ ἐσυμβούλεψα ἐγώ, καὶ εἰς αὐτὸ ποῦ εἶπα
’συμφώνησαν ἐκεῖνοι.
Ν’ ἀνοίξουνε κατὰ σειρὰν καθένας των μιὰ τρύπα
καὶ ἀπ’ ἐκεῖ νὰ πίνῃ.

Κ’ εὐθὺς ’σηκώθ’ ὁ πιὸ τρανός. “Συμπάθιο, εἶπε, κάνω,
“σὰν πρῶτος μεταξύ σας,
“μιὰ τρύπ’ ἀπ' ὅλους πιὸ τρανή, κι’ ἀπ’ ὅλους πάνω πάνω—
“Κάμετε τὴν ’δική σας.”

Κατόπιν ἦλθ’ ὁ δεύτερος. “Κ’ ἐγὼ σειρὰ φυλάττω,
“ἂν ἦναι προσταγή σου,
“κι’ ἀνοίγω ’λίγο πιὸ μικρή, καὶ ’λίγο παρακάτω
“ἀπὸ τὴν ἐδική σου.

Κι’ ὁ τρίτος καὶ ὁ τέταρτος καὶ ὅλ’ ἡ συντροφία
ἐκάμανε στὸν γύρο,
ὅσο ’μποροῦσαν πιὸ ’ψηλά, ἀπὸ πλεονεξία,
τὸν ἐδικό τους πύρο.

Ἐγώ, ἀπ’ ὅλους πιὸ μικρός, πιὸ ὕστερα ἀνοίγω
μιὰ τρύπα κάτω κάτω,

κι’ ἀπ’ ὅλους πιὸ λεπτότερο τὸν πύρο μου ἐμπήγω
στοῦ βαρελιοῦ τὸν πάτο.

Γιατί; Ὅποιος δὲν τὤνοιωσε, μὰ τὰ καλὰ τοῦ κόσμου,
πολὺ μυαλὸ δὲν ἔχει!—
Οἱ ἄνω πύροι ’στέρεψαν, καὶ μόνον ὁ δικός μου
’ως τώρ’ ἀκόμα τρέχει!

Σὰν τὸ θωροῦν τ’ ἀδέρφια μου πεισμόνουν καὶ μὲ δέρνουν,
καὶ κλαίγω κι’ ἀγριεύω.
Σὰν τὸ σβανάρω στὰ γερά, τὰ χάχανα μὲ παίρνουν,
καὶ τοὺς κοροειδεύω!