(Τρυγών ἡ κατοικίδιος.)
—Πῶς τό λένε τὸ πουλάκι,
ποῦ στὰ δένδρα πεταχτὸ
κελαδεῖ κάθε ’λιγάκι—
Δεκοχτώ; Δεκοχτώ;
—Δεκοχτοῦρα τὸ λαλοῦνε
ἴσα ἴσα δι’ αὐτό,
γιατὶ ψάλλει νὰ τ’ ἀκοῦνε—
Δεκοχτώ! Δεκοχτώ!
Κι’ ὄποιος εἰς ἐμὲ προβάλῃ
τὸ αὐτί του ’ξυπνητό,
θένα μάθῃ γιατὶ ψάλλει
Δεκοχτώ! Δεκοχτώ!
Ἦταν ἄλλοτ’ ἡ καϋμένη
κοριτσάκι διαλεχτό,
—Χρόνοι τώρα περασμένοι
Δεκοχτώ, δεκοχτώ.—
Κ’ εἶχε μητρυιά, παιδιά μου,
μιὰ γρῃὰ σὰν σκελετό.
—Ζύμω, λέγει, τὰ ψωμιά μου
δεκοχτώ, δεκοχτώ.—
Τῆς ζυμόνει μέσ’ στὴν σκάφη
τὸ ζυμάρι κορδωτό·
κόφτει τὰ ψωμιὰ καὶ γράφει
δεκοχτώ, δεκοχτώ.
Τἄπλασε καὶ τὰ φουρνίζει
μέσ’ στὸν φοῦρνο τὸν ζεστό·
’ψήθηκαν, τὰ ξεφουρνίζει
δεκοχτώ, δεκοχτώ.
Μὰ ἡ στρίγγλα μητρυιά της
κράζει μὲ θυμὸ φρικτό,
πῶς δὲν ἦσαν τὰ ψωμιά της
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
—Δεκαννιά, φωνάζ’ ἐγεῖναν,
δεκαννιὰ καί τ’ ἀπαιτῶ!
Τὧνα τὤφαγες, κ’ ἐμεῖναν
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
—Εἰς τὴν Παναγιά σ’ ὀμόνω,
στέκει στὸ χαρτὶ γραφτό,
τὰ ψωμιὰ πῶς ἦσαν μόνο
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
—Δεκαννιά! φωνάζ’ ἐκείνη,
ἢ σὲ σφάζω στὸ λεπτό!
Τἄκλεψες, γι’ αὐτό ’χουν μείνει
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
—Μάνα, μὴν τὸ πάρῃς κάκια,
μά σ’ ὀμόνω στὸν Χριστό:
μοῦ παράγγειλες ψωμάκια
δεκοχτώ, δεκοχτώ!—
Μά ἡ στρίγγλα, ποῦ ζητοῦσε
ἀφορμήν εἰς τὸ κρυφτό,
’κεῖ ποῦ ἡ φτωχὴ λαλοῦσε—
Δεκοχτώ, δεκοχτώ,
Στὸ καρύδι της στηλόνει
τὸ μαχαῖρι τροχητό,
—Περασμένοι τώρα χρόνοι
δεκοχτώ, δεκοχτώ.—
Μά ὁ Θεὸς γυρνᾷ τὸ χέρι
στὸν κακό της ἑαυτό,
καὶ πληγαὶς τῆς καταφέρει
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
Καὶ τὴν κόρη μεταβάλλει
σὲ τρυγόνι φτερωτό,
π’ ’ως τὰ τώρ’ ἀκόμα ψάλλει—
Δεκοχτώ! Δεκοχτώ!
|