Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΤΟ ΜΠΑΛΟΥΚΛΙ.


(Τὰ ’ψάρια τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.)

Σαράντα ’μέραις πολεμᾷ ὁ Μωχαμὲτ νὰ πάρῃ
τὴν Πόλη τὴν μεγάλη.
Σαράντα ’μέραις ἔκαμεν ὁ ’γούμενος τὸ ’ψάρι
στὰ χείλη του νὰ βάλῃ.

Ἀπ’ ταὶς σαράντα κ’ ὕστερα, ’πεθύμησε νὰ φάγῃ
τηγανισμένο ’ψάρι.
—Ἂν μᾶς φυλάγ’ ἡ Παναγιὰ καθὼς μᾶσε φυλάγει,
τὴν Πόλη ποιὸς θὰ πάρῃ;—

Ῥίχτει τὰ δίχτια στὸν γιαλό, τρία ’ψαράκια πιάνει,
—Θεός νὰ τὰ ’βλογήσῃ!—
Τὸ λάδι βάλλει στὴν φωτιὰ μὲσ’ στ’ ἀργυρὸ τηγάνι,
γιὰ νὰ τὰ τηγανίσῃ.

Τὰ τηγανίζ’ ἀπὸ τὴν μιά, καὶ πᾷ νὰ τὰ γυρίσῃ
κι’ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος.
Ὁ παραγυιός του βιαστικὰ πετᾷ νὰ τοῦ ’μιλήσῃ,
καὶ τἄχασεν ὁ γέρος!

—Μὴν τηγανίζεις, γέροντα, καὶ ’μόσχισε τὸ ’ψάρι
στὴν Πόλη τὴν μεγάλη!
Τὴν Πόλη τὴν ἐξακουστὴ οἱ Τοῦρκοι ἔχουν πάρει,
μᾶς κόβουν τὸ κεφάλι!

—Στὴν Πόλη Τούρκου δὲν πατοῦν κι’ Ἀγαρηνοῦ ποδάρια!
Μὲ φαίνεται σὰν ψεῦμα!
Μ’ ἂν ἦν’ ἀλήθεια τὸ κακό, νὰ σηκωθοῦν τὰ ’ψάρια
νὰ πέσουν μέσ᾿ στὸ ῥεῦμα!—

Ἀκόμ’ ὁ λόγος ’βάσταγε, τὰ ’ψάρι’ ἀπ’ τὸ τηγάνι,
τὴν μία μεριὰ ’ψημένα,
’πηδήξανε κ’ ἐπέσανε στῆς λίμνης τὴν λεκάνη,
γερά, ζωντανεμμένα.

Ἀκόμ’ ’ως τώρα πλέουνε, κόκκιν’ ἀπὸ τὸ μέρος,
ὅπου τὰ εἶχε ’ψήσει.
Φυλάγουν τὸ Βυζάντιο ν’ ἀναστηθῇ κι’ ὁ γέρος—
νὰ τ’ ἀποτηγανίσῃ.