Ὁ Ἀρίονας
Συγγραφέας:
Γ'. Έρωτας και Χάρος


Γελοῦσαν ὅλοι τῆς Κορίνθου οἱ δρόμοι
ἀπὸ μυρτιαὶς καὶ ἀνθόπλοκάδια ὡραῖοι·
μόλις μία μέρα εἶχε νὰ φέξῃ ἀκόμη
γιὰ νὰ στεφτοῦν οἱ δύο σιασμένοι νέοι.
Στὴν ἀγορά, στὸ θέατρο, στὸ ἱπποδρόμι
πλῆθος λαὸ θωροῦσες νὰ συρρέῃ,
τὶ ἐπῆαν ἐκεῖ νὰ γυμναστοῦν τ' ἀγώρια
στὴ μία στὴν ἄλλη τέχνη, ἀντάμα ἢ χώρια.

Τοῦτος πηδοῦσε ἀντίπερα μὲ χάρη,
σὰν τὸ πουλάκι ὁποῦ κλαρὶ θ' ἀλλάξῃ·
ἔκανε αὐτὸς ἄλογο νέο νὰ πάρῃ
μακρυὰ μακρυὰ τὸ δίτροχό του ἁμάξι·
ἐδῶ στενεύαν κἄποιοι ἕνα λιθάρι
σὰ φτερωτὴ σαΐτα νὰ πετάξῃ·
μὲ σῶμα γυμνωμένο ἀρχίζαν ἄλλοι
τρέξιμο ἐκεῖ, γροθομαχία καὶ πάλη.

Γιομάτα ὡστόσο ἀνθρώπινα ποτάμια
ὁρμητικὰ τὸ ρέμα τους κυλοῦσαν
ἐκεῖ ποῦ τοῦ Χερσία τὰ ἐπιθαλάμια
χίλιαις κόραις ἀντάμα ἐτραγουδοῦσαν·
στὸ μέρος ὅπου, ὡς τρυφερὰ καλάμια,
περίσσιαις ἄλλαις τὸ σῶμα λυγοῦσαν,
μὲ τοῦ χοροῦ ταὶς γύραις καὶ τὴν τάξη
ποὖχε, πρὶν φύγῃ, ὁ Μεθυμναῖος διδάξῃ.

Μὴν ἐμίσεψε πάλε; Ἀπὸ τὴν ὥρα
ποῦ στὴν Αὐλὴ τοῦ Περιάνδρου ἐφάνη
κ' ἔλαβε, κάλλιο ἀπ' ἄλλα πλούσια δῶρα,
τῆς ἀξίας του σημάδι, ἕνα στεφάνι,
δὲν τὸν εἶδε ψυχὴ 'ς ὅλη τὴ χώρα·
καὶ ἀναρίθμητοι ἀκόμα εἶναι στὴν πλάνη
ποῦ ὁ νοῦς του περιτρέχει οὐράνια μέρη,
ὅθε στὴ γῆ τραγούδια νέα θὰ φέρῃ.

Ὢ συφορά του! - ἕνα κρυμμένο πάθος,
μεγάλο σὰν τὴ θάλασσα, εἶχε σύρῃ
τὸ θεῖο του πνεῦμα εἰς τέτοιο μαῦρο βάθος,
ποῦ ἀδύνατο ψηλὰ νὰ ξαναγύρῃ.
Μόλις νογάει ποῦ θερμασμένου λάθος
τὸ βροντερὸ δὲν εἶναι πανηγύρι:
Ἔλα, Θάνατε! - λέει – καὶ τί προσμένεις;
Δελφίνι ἐσὺ γιὰ τὴν ψυχή μου ἂς γένῃς! -

Σβυέται ὅσο πάει, κ' ἐνῷ τὸν κλαῖνε οἱ φίλοι,
τοῦ κάκου πάντα ἡ δύστυχη μητέρα
πλησιάζει ἕνα νερὸ στ' ἀχνά του χείλη,
ποῦ δίνει, ὡς λέει, 'ς ἄψυχα στήθη ἀέρα·
νὰ τῆς τὸ φέρουν εἶχε παραγγείλῃ
ἀπὸ μία ξένη, ὁποῦ κατοίκαε πέρα,
μία ποῦ μὲ χόρτα ἐγνώριζε νὰ φτιάκῃ
πότε οὐράνιο πιοτό, πότε φαρμάκι.

Γέρος ἐκεῖ δὲν ἔλειπε καὶ ἀγῶρι
ἕνα νὰ μὴ γυρεύῃ ἄλλο βοτάνι,
ποῦ, μαγεμένο ἀπὸ τὴν ἴδια ἠμπόρει
τ' ἄρρωστο σῶμα τὴν καρδιὰ νὰ γιάνῃ·
ἐκεῖ τοῦ Περιάνδρου ἐπῆε κ' ἡ κόρη,
σὰν εἶπαν κἄποιοι: ὁ Ἀρίονας θὰ πεθάνῃ -
χωρὶς νὰ τὴ γνωρίσῃ ἀνθρώπου μάτι,
ἄχ! κ' ἡ θλιμμένη ἐπῆε ζητῶντας κἄτι.

Οἱ χοροί, τὰ παιγνίδια εἶχαν σχολάσῃ,
καὶ ἀπ' τὸ γιαλὸ στ' ἀκροκορίνθια κάστρα
δὲν ἄκουες μία φωνή· στὴν ἔρμη πλάση
μ' ἄκρα ἡσυχία πανηγυρίζαν τ' ἄστρα.
Σὰ βρέφος, ὅταν ὕπνο εὔκολα πιάσῃ,
νανουρισμένο ἀπὸ καλὴ βυζάστρα,
καθένας, ποῦ γιομάτα εἶχε τὰ στήθη
χαρὰ καὶ μελῳδίαις, ἀποκοιμήθη.

Μόνον ὕπνο δὲν ηὗρε ἡ πικραμένη
δύστυχη νύφη, οὐδὲ στ' ἀθῷο κλινάρι,
ὁποῦ στερνὴ φορὰ τὴν ἀναμένει,
ἐπῆε γιὰ λίγο ἀνάπαψη νὰ πάρῃ·
κοντὰ στὸ παρεθύρι ὁλόρθη μένει,
ὄχι νὰ ἰδῇ τ' ἀστέρια ἢ τὸ φεγγάρι,
μὸν ἕνα φῶς, ποῦ ἀπὸ σπιτιοῦ θυρίδα
χλωμὴ σκορπάει τρεμουλιασμένη ἀχτίδα.

Τοῦ παλατιοῦ τὰ περιαύλια, οἱ κῆποι,
τ' ἀμέτρητα δωμάτια, ὅλα σιγᾶνε·
καί, ἂν ἀγροικιέται ἀχός, τὸ καρδιοχτύπι
καὶ οἱ φλογισμένοι στεναγμοί της θἆναι.
Θαρρεῖς ὁποῦ τὴν ἄκρα ἐκείνη λύπη
νὰ σεβαστοῦν τὰ πάντα ἐπιθυμᾶνε·
ἀλλὰ ποιὸς ξάφνου σέρνει ἐκεῖθε πέρα
σκούξιμο πόνου εἰς τὸ βουβὸν ἀέρα;

Μία θλιμμένη κραυγὴ τόσο μεγάλη,
ποὺ σχίζει τὴν καρδιά, καὶ ἂν ἦναι λίθος,
δὲ δύνεται στὴ φύση, ὄχι, νὰ βγάλῃ
παρὰ μητρὸς χαροκαϊμένο στῆθος.
Ἄν, ὅσο ἐβάσταε τοῦ θανάτου ἡ πάλη,
κλάϊματα ἡ μαύρη Ἑλένη ἔχυσε πλῆθος,
φωνάζει τότες μὲ ἀδάκρυτο πόνο:
στάσου, Ἀρίονα χρυσέ, καὶ σ' ἀνταμόνω!

Ἐνῷ γυρνάει, στοῦ δωματιοῦ τὴ μέση
βλέπει τὰ νυφικὰ ριμμένα χάμου,
καί, ἀρχινῶντας μὲ βία νὰ τὰ φορέσῃ:
Ἄργησα – λέει – κ' ἦρθε ἡ στιγμὴ τοῦ γάμου.
Θέλω νὰ μ' εὕρῃ ὡραία· θέλω νὰ πέσῃ
μαγεμένος ἐδῶ στὴν ἀγκαλιά μου·
σὲ πέλαγο εὐτυχίας θὲλω νὰ πνίξῃ
τὰ κακά, ποῦ γιὰ μένα ἔχει τραβήξῃ. -

Σὰ νύφη στολισμένη ἔπειτα πάει
καὶ ρίχνεται στὸ στρῶμα, ὅπου δειλιάζει·
ἀλλὰ ξάφνου σὲ λίγο ἀνασκιρτάει
καί, δίχως φρίκη, ἕνα ποτῆρι ἀδράζει.
Σὰν κἄτι ἀκούει· προσέχει, καὶ γελάει:
Μὲ κράζει! - μουρμουρίζοντας – μὲ κράζει!
Γλήγορα! ἂν τρέξω εἰς τὸ πλευρό του· ἂς κάμω
πικρότατη σπονδὴ γιὰ οὐράνιο γάμο!

Τ' ἄδειο ποτῆρι καταγῆς, τὸ σῶμα
πέφτει βάρος ἀναίσθητο στὴν κλίνη·
ἀλλ', ὡς γελοῦν τὰ ὡραῖα της χείλη ἀκόμα,
φαντάζεσαι πῶς κἄτι ἔχει νὰ κρίνῃ.
Ἀχτίδα φεγγαριοῦ στ' ἄψυχο στόμα
τρέμοντας πάει καὶ ἁγνὰ φιλιὰ τῆς δίνει,
κ' ἴσως νὰ πῇ μὲ τὰ φιλιά της θέλει:
ἐδῶ καὶ τὸ φαρμάκι ἔγινε μέλι.