Ὁ Ἀρίονας
Συγγραφέας:
Δ'. Αστέρια


Γεροβοσκός, ὁποῦ κοιμώτουν 'ς ἕνα
κοντὰ στὸ περιγιάλι ἔρμο λαγκάδι,
ξυπνῶντας, εἶδε ὡραῖα πράματα ξένα,
ποῦ δὲν εἶχαν φανῇ κἀνένα βράδυ.
Ψηλὰ τὰ πρόβατά του ἦταν στημένα,
μὲ τὰ σκυλλιὰ ποῦ ἐφύλααν τὸ κοπάδι,
καὶ ἀκούαν ἐκεῖθε, ὁλόγυρτα στὴ Δύση,
τοὺς ἤχους, ποῦ καὶ αὐτόνε εἶχαν ξυπνήσῃ.

Κυττάζοντας ἀπάνου, ὅθε στ' αὐτιά του
ἔρρεε γλυκὰ τῆς ἁρμονίας τὸ κῦμα,
εἶδε λύρα λαμπρή, καὶ παρακάτου
ἕν' ἄλλο φῶς, ὁποὖχε ἀνθρώπου σχῆμα·
ἔδειχνε τοῦτο ἀργὸ τ' ἀνέβασμά του,
σὰν ἕνας ποῦ κινάει, καὶ κάθε βῆμα
νὰ ἰδῇ γυρίζει ἀνίσως καὶ ξανοίγει
τὸ φίλο ποῦ μαζί του εἶπε νὰ φύγῃ.

Ἐνῷ τοῦ γέρου ἐπροξενοῦσαν ζάλη
τέτοια λαμπρὰ παράδοξα σημεῖα,
μορφή, ποῦ ἀστραποφόρα ἔδειχνε κάλλη,
τοῦ ἐδιάβη ὀμπρὸς μὲ περιστέρας βία·
δὲν ἄργησε νὰ πάῃ κοντὰ στὴν ἄλλη·
δὲν ἄργησαν ἡ δύο νὰ γένουν μία,
καθὼς δὲν εἶχε ἡ Λύρα τότε ἀργήσῃ
τερπνότερη ἁρμονία γύρω νὰ χύσῃ.

Δίχως νὰ πνέῃ στὸ λάλημά της αὖρα,
δίχως κουπιὰ τὰ κύματα νὰ σχίζουν,
στὴ μέση ἐκεῖ, ποῦ ἀτάραχα καὶ μαῦρα
ἦταν ὣς τότε, ἀνησυχοῦν καὶ ἀφρίζουν·
μέγα κορμί, θανάτου ἀκούοντας λάβρα,
τὰ δέρνει μὲ τὰ μέλη ὁποῦ λαχτίζουν,
ὣς ποῦ νεκρὸ τ' ἄθλιο κουφάρι μένει,
καὶ μία τέταρτη λάμψη ἐκεῖθε βγαίνει.

Μέσ' ἀπὸ τότε εἰς τ' οὐρανοῦ τὰ μέρη
ἄστρο εἶν' ἡ Λύρα, εἶν' ἄστρο τὸ Δελφίνι,
καὶ τοῦ Ἀρίονα λαμπρὰ φέγγει τ' ἀστέρι,
γιατὶ κ' ἡ Ἑλένη ἀχτίδα ὡραία τοῦ δίνει.
Ἂν κάμῃ αὐτὴ τὸ οὐρανικό της ταῖρι
λίγη 'ς ἐμὲ νὰ δείξῃ καλοσύνη,
μία κἄποιαν ἁρμονία θέλει ἐπιτύχω
νὰ κλείσω πάντα εἰς τὸν ἁπλό μου στίχο.