Ὁ Ἀρίονας
Συγγραφέας:
Β'. Ποινή και Βραβείο


Τραπέζι πλούσιο ἐστρώνανε τοῦ Περιάνδρου οἱ δοῦλοι
σὲ θολωτό, πλατύχωρο δωμάτι χρυσωμένο,
ὅπου, καὶ πύριναις βραδειαίς, ἀπὸ μεγάλη θύρα
δυνότουν αὖρα καθαρὴ τριγύρω νὰ σκορπήσῃ
μὲ τοῦ γιαλοῦ τὸ δρόσισμα ταὶς εὐωδίαις τοῦ κήπου.
Πεύκια, θρονιὰ κατάργυρα, λαμπάδαις καὶ λουλούδια
μὴν ἑτοιμάζονταν ἐκεῖ γιὰ τοὺς ἑφτὰ φωστήραις,
ποῦ καὶ τὸν ἴδιο βασιλιᾶ στὸν ἀριθμό τους εἶχαν;
Τ' ἀσῆμι καὶ τὸ μάλαμα δὲν ἅρμοζαν καθόλου
σὲ ἀνθρώπους τέτοιους, ποῦ συχνὰ μὲ τὴ σοφία τους μόνη
μὲς τὸ παλάτι ἐστόλιζαν ἕνα σεμνὸ τραπέζι.
Γιὰ ξένο βασιλόπουλο, τοῦ θρόνου του καμάρι,
δεῖπνος γενότουνε λαμπρός· οὐδὲ τ' ἀγῶρι ἀρνήθη,
μὲ τ' ἄνθι τῆς εὐγένειας καὶ τῆς ἀξίας τοῦ τόπου,
ὀλίγοι ναύταις ταπεινοὶ συντράπεζοι νὰ γένουν.
Ὁ κόσμος ἀναγάλλιαζε. Γυναίκαις, νέοι καὶ γέροι
δὲν ἄργησαν τοῦ τραπεζιοῦ τὴν πρώτη αἰτία νὰ μάθουν·
ἔδειχναν ὅμως θαυμασμὸ πῶς ἄραγε βουλήθη
καλέστρα τόσο ἀλλόκοτη νὰ κάμῃ ὁ βασιλέας.
Ὅλοι συνάχτηκαν· αὐτὸς μὲ τὴν ὡραία του κόρη
στὴ θύρα ἐφάνη, κ' ἔπειτα ποῦ ὡς φίλος καὶ πατέρας
τὸ ξένο ἀγῶρι ἀγκάλιασε καὶ νὰ καθίσῃ τοὖπε
στῆς ἀκριβῆς του τὸ πλευρό, καθένας θέση ἐπῆρε.

Τὰ θεῖα τραπέζια τ' οὐρανοῦ γιὰ λίγο παραιτῶντας,
ἐκεῖ κατέβηκε ἡ Χαρά, καὶ ἀνάλαφρα πετοῦσε
στὰ μαύρα, στὰ κατάλευκα, στὰ ὁλόξανθα κεφάλια.
Ἐγέλαε 'ς ὅλους· τὸ χρυσὸ καὶ ξέχειλο ποτῆρι
τριγύρω γύρω φέρνοντας, ἀγάπαε νὰ σκορπήσῃ
ρόδα σὲ κάθε πρόσωπο, σὲ κάθε μάτι ἀχτίναις.
Ἀλλ' ἄχ! γιὰ τὴ μονάκριβη, καλὴ Βασιλοποῦλα,
γιὰ τὴν Ἑλένη μοναχὰ δὲν εἶχε ἀχτῖνα ἢ ρόδο.
Στὴν κόμη ὡστόσο καθενοῦ τὸ θεϊκό της χέρι
στεφάνια περιβάνοντας, πλήθιαις γεννοῦσε ἰδέαις,
ποῦ ἀπὸ τὰ χείλη ἐτρέχανε, σὰ νἆχαν τὰ φτερά της.
Τὸ σέβας μόνον ἔκαμε κλειστὰ νὰ μείνουν ὅλα
τὴν ὥρα ποὖπε ὸ Βασιλιᾶς:
Χαρὰ σωστὴ δὲν εἶναι
ἐκεῖ ποῦ ἡ Μούσαις λείπουνε καὶ δὲν ἠχάει τραγοῦδι.
Γιατὶ ὁ Χερσίας νὰ μὴ φανῇ; Μὴν ἔφυγε κ' ἐκεῖνος;
Μὴ τὸν Ἀρίονα ζήλεψε καὶ πέρα πάει στὰ ξένα;
Ἄχ! πόσην ἄφηκε 'ς ἐμᾶς ἐπιθυμία καὶ λάβρα
ὁ Μεθυμναῖος τραγουδιστής! Ἀλλ' εἶναι τάχα ἐλπίδα
νὰ τὸν χαροῦμε γλήγορα; Πέστε το ἐσεῖς, παιδιά μου,
πὤχετε ἀράξῃ σὲ πολλὰ τῆς Ἰταλίας λιμάνια,
πέστε το ἐσεῖς· τὸν εἴδετε; σὰν πότε θὰ γυρίσῃ;

Μὲ θλίβει κοσμοαγάπητε, ποῦ τῆς καρδιᾶς σου ὁ πόθος
ποτὲ δὲ θέλει ξακουστῇ. Μέραις πολλαὶς δὲν εἶναι
ποῦ ἐγώ, μὲ τὸν ἀχάριστο συνομιλῶντας, εἶδα
ὀπὤχει ἀκλόνητη βουλὴ πάντα νὰ μείνῃ, πάντα
ἐκεῖ ποῦ τώρα βρίσκεται στὰ πλούτη βυθισμένος.
Ἂς ψάλλουν ἄλλοι πῶς αὐτός, νέα κέρδη ἀναζητῶντας,
ἀφίνει ἀκόμα ἐλεύθερο τῆς δόξας του τὸ ρέμα
νὰ τὸν ἁρπάζῃ ἐδῶ κ' ἐκεῖ· πῶς, ὅπου πάει, μαγεύει
καὶ σέρνει μὲ τὸ λάλημα τριγύρω του Κυράδες,
ποῦ, ἁρμονικὰ χορεύοντας, γι' ἀνταμοιβὴ στὰ πόδια
πλῆθος κοράλλια τοῦ πετοῦν, μαργαριτάρια πλῆθος.
Μῦθοι, τὸ βλέπεις, εἶν' αὐτοί· μόνον ὡς βέβαιο νἄχῃς
ὁπῶς ἡ Κόρινθο ποτέ, κατὰ ποῦ θρέφει ἐλπίδα,
τραγοῦδι ἀπὸ τὰ χείλη του δὲ θέλει ξανακούσῃ. -

Μὲ τέτοια λόγια ὁ ναύκληρος εἶχε ἀπὸ λίγο σώσῃ
τὸν ἀκουσμένο ποιητὴ σκληρὰ νὰ περιπαίζῃ,
ὅταν σηκώθηκε μακρυά, πέρα στὸν κῆπο, πέρα
σὰν ἕνας ἦχος τραγουδιοῦ, σὰ λύρας ἁρμονία,
ποῦ πάντα καθαρώτερα τριγύρω ἀντιλαλοῦσε.

Ἀκοῦς! - κρυφομουρμούριζαν οἱ ναύταις μεταξύ τους·
οὔτε ἄλλα λόγια εὑρίσκανε στὴν ἄκρα τους τρομάρα
μὸν ἐξανάλεγαν – ἀκοῦς! - ὁλόχλωμοι καὶ κρύοι.
Τοὺς εἶπε τότε ὁ Βασιλιᾶς:
Πολὺ ξεθωριασμένη
βλέπω τὴν ὄψη σας, καὶ αὐτὸ παράξενο δὲν εἶναι
γι' ἀνθρώπους ποῦ συνήθισαν ὁλοκαιρὶς νὰ τρέχουν
εἰς τ' ἀνοιχτὰ κ' ἐλεύθερα βασίλεια τῶν ἀνέμων.

Τὴ θύρα, δοῦλοι, ἀνοίξετε τ' ἀκρογιαλίσιου κήπου. -

Ἐκεῖ κάτου στὸ μαῦρο λογγάρι
ἄσπρο σῶμα ταράζεται ἀργά·
δὲν εἶν' ἄστρο, δὲν εἶναι φεγγάρι·
ἔχει κἄπως ἀνθρώπου θωριά.

Τὴν πνοή της ἡ Νύχτα βαστάει,
μίαν οὐράνια ν' ἀκούσῃ φωνή·
στ' ἀκρογιάλι τὸ κῦμα σιγάει·
μὲς τὸν κῆπο δὲ σειέται κλαρί.

Γιατὶ κάλλιο ἀπὸ τέτοια ἠσυχία,
τοῦ πελάου τρομασμένα θεριά,
προτιμᾶτε βρονταίς, τρικυμία
καὶ τυφλὴ σὰν τὸν Ἅδη νυχτιά;

Γιατὶ τόσο ἡ καρδιά σας παγόνει,
ὡς θωρᾶτε τὴν ἄσπρη μορφή,
ποῦ ζυγόνει, ζυγόνει, ζυγόνει,
σὰν ἀθλία τ' ἄλλου κόσμου ψυχή;

Τὸ πνιμένο ἐγνωρίσετ' ἀγῶρι;
Νά! - στὴ μέση τῆς θύρας ὀρθὸ
σταματάει, σὰ στοῦ ξύλου τὴν πλώρη,
καὶ τραγοῦδι σᾶς λέει φλογερό. -

Μία κρυμμένη θανάτου ἁμαρτία
οἱ Θεοὶ τὴν ἀφίνουν συχνὰ
μοναχή της νὰ γένη Ἐριννύα
στοῦ κακοῦργου τὸ στῆθος βαθυά.

Δὲν κινιῶναι· ξανοίγουν τὴν ἴδια
ἐκεῖ μέσα, καὶ βράδυ καὶ αὐγή,
νὰ φουχτόνῃ θανάσιμα φίδια
καὶ νὰ δέρνῃ μ' ἀκούραστη ὁρμή.

Ἀλλ' ἀνίσως κ' ἐκεῖνα συντρίβει,
λιθωμένη τ' ἀνθρώπου ἡ καρδιά,
μὲς τὴ νύχτα ποῦ τ' ἄδικο κρύβει
φῶς οὐράνιο ξαστράφτει μὲ μιά.

Δὲν εἶν' ἄλλο στὰ μάτια σκοτάδι·
φαίνοντ' ὅλα, κ' οἱ Νόμοι ἀπ' τὴ γῆ
δὲν ἀργοῦν τρομασμένη στὸν Ἅδη
νὰ πετάξουν τὴν ἄγρια ψυχή.

Κ' οἱ Νόμοι ξάφνου ἐβρόντησαν. Προτοῦ οἱ λῃστάδες μάθουν
ἂν εἶχαν ἴσκιο ἀντίκρυ τους ἢ σῶμα ποῦ ἀναπνέει,
μὲ βία συρμένοι σὲ σκληρὴ θανάτου καταδίκη,
ἀπὸ τὸ πλούσιο ἀπέρασαν βασιλικὸ τραπέζι.
Στὸν ἀκριβό του Ἀρίονα τότε ὁ Περίανδρος εἶπε:
Χαῖρε! Σὰν ἔφτασες ἐδῶ, σὰν ἄκουσα τὸν τρόπο
ποῦ ἀπὸ τὴν μαύρην ἄβυσσο πάλε στὸν ἥλιο ἐβγῆκες,
τί ἀγάπη σὤχουν οἱ Θεοί, χαρὰ γιομάτος, εἶδα.
Μόν' εἶμαι τάχα τολμηρὸς ἀνίσως καὶ πιστεύω
ποῦ, σώζοντάς σε, ἀπόδειξαν ὅτι ἀγαποῦν κ' ἐμένα;
Γροικῆστετ' ὅλοι. - Ἐζύγοναν τῆς ἀκριβῆς μου οἱ γάμοι
μὲ τ' ἄξιο βασιλόπαιδο, ποῦ στὸ πλευρό της εἶναι·
τὰ πάντα μ' ἔβιαζαν· προτοῦ λειψιάσῃ τὸ φεγγάρι,
ἐδῶ ἡ λαμπάδαις ἔπρεπε ν' ἀνάψουν τοῦ Ὑμεναίου·
κ' ἐνῷ δεόμουνα θερμὰ νὰ ξαναγύρῃ ἐκεῖνος
ποῦ, μ' ἁρμονία πρωτάκουστη καὶ μὲ τραγούδια νέα,
δυνότουν μόνος τὴ χαρὰ λαμπρότερη νὰ κάμῃ,
σχίζεται ἡ θάλασσα μὲ μιᾶς, ὁποῦ τὸν εἶχε ἁρπάξῃ,
καὶ ξάφνου ὁ πολυπόθητος πετάει στὴν ἀγκαλιά μου.
Ποιὸς δὲν ξανοίγει φανερὰ σὲ τοῦτο οὐράνια χάρη!
Στ' ἄγιο ἀκρωτῆρι ἀντάμα σας αὔριο θὰ πάω, καὶ θέλω
πολλὰ καὶ πλούσια θύματα τοῦ Ἐνοσιγαίου νὰ πάρω.
Ἀλλὰ σὺ μεῖνε, ἀγαπητέ, νὰ μελετήσῃς μεῖνε
ψηλὸ τραγοῦδι, ἀντάξιο τοῦ γάμου ὁποῦ θὰ γένῃ·
γιατί, ἂν ἀστράφτει ὁ στοχασμὸς ὁλόγοργα στὸ νοῦ σου
καὶ σοῦ φλογίζει τὴν καρδιά, μὲ τέχνη ἀργή, τὸ ξέρω,
τὴ λάμψη καὶ τὴ φλόγα του ξεφανερόνεις ὅλη.
Τοῦτο ἀναμένω θαρρετά· καὶ τέτοια πίστην ἔχω
στὴ γνωρισμένη ἀξία σου, ποῦ ἀπὸ τὰ τώρα ὡς πρέπει
νὰ σὲ τιμήσω ἐπιθυμῶ. - Στὸ μέτωπό του, Ἑλένη,
ὡραῖο στεφάνι πράσινο τ' ἁγνό σου χέρι ἂς βάλῃ. -

Χλωμὸς ὁ δύστυχος, χλωμὸς ἐπῆε κατὰ τὴν κόρη·
ὀμπρός της ἐγονάτισε, καὶ στὰ ξανθὰ μαλλιά του
ἔλαβε χάρισμα διπλὸ – μία δάφνη κ' ἕνα δάκρυ.