Ὁ Ἀρίονας
Συγγραφέας:
Α'. Ο Δελφίνας


Πυκνὸ σκοτάδι ἐσκέπαζε τ' ἄστρα, τὴ γῆ, καὶ ἀπάνου
στ' ἄγρια νερὰ τῆς θάλασσας, βαθὺ ὡς τὸν ἅδη, ἁπλώθη.
Ἕνα καράβι μοναχό, τ' ἄμετρο χάος περνῶντας,
ἐκυβερνιώτουν μὲ ἀστραπαίς, ποῦ μακρυσμένη, πέρα
συχνὰ στὰ μάτια ἐδείχνανε τὴν ἄκρη τοῦ Ταινάρου.
Μαύρη, χειρότερη ψυχὴ καὶ ἀπὸ μία τέτοια νύχτα
εἶχε τοῦ ξύλου ὁ ναύκληρος, εἶχαν οἱ ναύταις ὅλοι,
καὶ ξάφνου ἰδέα φιλάρπαγη ν' ἀστράψῃ ὀμπρός τους εἶδαν.
Ποιὸς νοῦς τὴν πρωτογέννησε; - Σὰν ἤχου σῶμα ἐπῆρε,
σὰν ἄγρια γίνηκε φωνὴ στοῦ ναύκληρου τὰ χείλη,
τοῦ κοινοῦ πόθου ἀντίλαλος ἡ πρότασή του ἐφάνη.
Στιγμὴ δὲν ἄργησαν. Ἰδές! - μοιράζονται οἱ ληστάδες
ὅσα καλὰ θησαύρισε στῆς Ἰταλίας τὰ μέρη,
μὲ διθυράμβους φλογεροὺς καὶ μ' ἐπιδέξια λύρα,
ὁ ξακουστὸς Ἀριονας, ἡ δόξα τῆς Μεθύμνης.

Γλυκοκοιμᾶται ὁ Ποιητὴς δίχως φροντίδα ὡστόσο,
καί, μὲ τοῦ ὀνείρου τὰ φτερά, στὸ περιγιάλι ἀράζει.
Πετιέται ὁλόγοργα· φιλεῖ τὸ χῶμα τῆς Κορίνθου,
καὶ πέρα, στὴ φιλόξενην Αὐλὴ τοῦ Περιάνδρου,
μὲ καρδιοχτύπι μυστικό, σὲ λατρεμένα μάτια
νὰ δείξῃ πάει τῆς Μούσας του τ' ἀθῷα καὶ πλούσια κέρδη.
Ἄχ! φεύγει τ' ὄνειρο μὲ μιᾶς· ξυπνάει, καὶ 'ς ἄλλα χέρια
ὅλα τὰ βλέπει ὁ δύστυχος. Ἀγνάντια του μὲ φρίκη
ξανοίγει τ' ἄπονα θεριά, ποῦ ἀπόφαση ἔχουν πάρῃ
νὰ πνίξουν μὲς τὸ αἷμα του τῆς ἁρπαγῆς τὸ κρῖμα.

Πάρτε τα, λέει· δὲ θλίβομαι. Τ' ἀληθινὰ μου πλούτη
στὰ φυλλοκάρδια καὶ στὸ νοῦ τὴ θεία πηγή τους ἔχουν·
μὴ τὴ στερέψετε σκληρά, καὶ τί συνέβη ἀπόψε
κἀνεὶς ἀπὸ τὰ χείλη μου στὸν κόσμο δὲ θὰ μάθῃ.
Ὄχι· - φωνάζει ὁ ναύκληρος – ἀδύνατο νὰ κλείσῃ
τὸ φλύαρο στόμα ποιητής, ὅσο νεκρὸς δὲν εἶναι.
Προτοῦ μαχαίρια καὶ σπαθιὰ κομματιασμένη σάρκα
θροφὴ σὲ δώσουν στ' ἄφωνα κοπάδια τοῦ πελάγου,
ρίξουν ἐκεῖ κάτου! Εῖν' εὔκολο τ' ἀκέρῃο λείψανό σου
νὰ λάβῃ, ἀράζοντας μακρυά, καὶ μυρολόϊ καὶ μνῆμα. -

Μία μόνη χάρη ἐζήτησε, καὶ τέλος ἐδυνήθη
λευκὸ καὶ πλούσιο φόρεμα, σὰ θῦμα, ὁ νέος νὰ βάλῃ.
Τότες, ὁλόγυρτος ἐκεῖ ποῦ μὲ τὸ θεῖο δοξάρι
στὴ Νύχτα ὁ Φοῖβος ἄνοιγε πληγαὶς αἱματωμέναις,
ἔρριξε πέρα μία ματιά· στὰ πικραμένα στήθη
τὴν ἄξια λύρα ἐζύγωσε, καί, τραγουδῶντας, εἶπε:

Πρὶν ἡ θάλασσα μὲ πάρῃ,
πρὶν στὸν Ἅδη κατεβῶ,
δός μου, Ἀπόλλωνα, τη χάρη
λίγο ἀκόμα νὰ σὲ ἰδῶ.

Σβύσε γύρω ἐκεῖθε πάνω
τὰ μαυράδια τῆς νυχτός·
νὰ βυθήσω, νὰ πεθάνω
μὲ τὰ μάτια μου στὸ φῶς.

Μὴ κ' ἡ ἀχτῖνα, ποὖχες κλείσῃ
μὲς τὸ νοῦ μου ἀπὸ ψηλά,
δὲν ἐγύρευε νὰ σβύσῃ
πάθη ἀνθρώπινα τυφλά;

Άχ! νὰ ἠμπόρειε ἀπ' ταῖς ἀγκάλαις
τοῦ ψυχροῦ πελάγου αὐτὴ
νἄβγῃ ἀπείραχτη, ὡς ταὶς ἄλλαις,
ποῦ προβαίνουν κάθε αὐγή!

Τρόμο αἰσθάνομαι καὶ φρίκη
τὰ φαντάσματα νὰ ἰδῶ,
τί μία δεύτερη Εὐρυδίκη
δὲ ζητάω στὸν Ἅδη ἐγώ.

Βοήθησέ με τοῦ θανάτου
νὰ ξεφύγω τὴν ἐρμιά·
σταὶς ἀχτίναις σου ἀποκάτου
εἶναι ἡ μόνη μου εὐτυχιά.

Δός μου τ' ἄχαρου βοήθεια,
τέκνο ἀθάνατο καὶ σύ,
ὁποῦ μ' ἄναψες τὰ στὴθια
μὲ μία φλόγα οὐρανική!

Ἄν στ' ἀθῷο πνιμένο θῦμα
γύρῃς μάτι σπλαχνικό,
δίχως ἄλλο ἀπὸ τὸ κῦμα
σὰν τὴ Μάννα σου θὰ βγῶ.

Ἔσκασαν γέλια βροντερὰ στὰ λόγια του οἱ φονιάδες,
καὶ τότε, ἀλλάζοντας χορδή, μὲ νέο σκοπὸ τῆς λύρας,
τραγοῦδι νεό συνάρμοσε τὸ φωτισμένο ἀγῶρι:

Μία κρυμμένη θανάτου ἁμαρτία
οἱ Θεοὶ τὴν ἀφίνουν συχνὰ
μοναχή της νὰ γένῃ Ἐρρινύα
στοῦ κακούργου τὸ στῆθος βαθυά.

Δὲν κινῶνται· ξανοίγουν τὴν ἴδια
ἐκεῖ μέσα καὶ βράδυ καὶ αὐγὴ
νὰ φουχτόνῃ θανάσιμα φίδια,
καὶ νὰ δέρνῃ μ' ἀκούραστη ὁρμή.

Ἀλλ' ἀνίσως κ' ἐκεῖνα συντρίβει
λιθωμένη τ' ἀνθρώπου ἡ καρδιά,
μὲς τὴ νύχτα, ποῦ τ' ἄδικο κρύβει,
φῶς οὐράνιο ξαστράφτει μὲ μία.

Δὲν εἶν' ἄλλο στὰ μάτια σκοτάδι·
φαίνοντ' ὅλα, κ' οἱ Νόμοι ἀπ' τὴ γῆ
δὲν ἀργοῦν τρομασμένη στὸν Ἅδη
νὰ πετάξουν τὴν ἄγρια ψυχή.

Γύρω ἡ φωνή του ἀντιλαλοῦσε ἀκόμα,
σὰν τὸν εἶδαν ὁλόγοργα νὰ πέσῃ
μὲς τὰ νερά, ποῦ πλέον καθάριο χρῶμα,
προβαίνοντας ἡ μέρα, εἶχαν φορέσῃ.
Μ' ἀγάπη ἐκεῖ τὸ βυθισμένο σῶμα
χίλια στεφάνια ἐκλείσανε στὴ μέση,
κ' ἔδειξαν βία ν' ἀνταμωθοῦν μ' ἐκεῖνα
τὰ ρόδα τῆς Αὐγῆς καὶ ἡ πρώτη ἀχτῖνα.

Πρύμος ἄνεμος πνέει· σὲ λίγο πέρα
τὸ ξύλο ἐπῆε· καὶ τότες ἀγροικήθη
περίλυπη ἁρμονία, ποῦ στὸν ἀέρα
μέσ' ἀπ' τὰ σπλάχνα τοῦ πελάγου ἐχύθη.
Σὲ κάθε βράχο ἐκεῖ, σὲ κάθε ξέρα
δάφνης κλωνάρια ἐφύτροναν οἱ λίθοι,
ποῦ, δροσισμένα, λυγῶντας τὴν ἄκρη,
στὸ κῦμα πικραμένο ἔσταζαν δάκρυ.

Τάχα γιατί, στὴ μέση ἀπὸ τὴ θλίψη
ποῦ ἡ ξένη μελῳδία γύρω ἐπροκάλει,
ὁ χρυσόξανθος Ἥλιος νὰ μὴν κρύψῃ
ὅσα τότε στὸν κόσμο ἔδειξε κάλλη;
Ἀφοῦ τὸ σκότος ὅλο εἶχε συντρίψῃ,
καὶ τὴν ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου καταβάλῃ,
μὲς τὴν ὡραία τῆς θάλασσας γαλήνη
ξύπνησε ὁ Θεῖος ἕνα πιστὸ δελφίνι.

Τοῦτο, ποῦ ἀκούει – θαλασσινὸ πουλάρι -
ταὶς ἀχτίναις τοῦ Φοίβου εἰς τὰ πλευρά του,
μὲ μιᾶς, τὴ ράχη κὰνοντας δοξάρι,
τεντόνεται, πηδάει, καὶ πέφτει κάτου.
Πότε ἀργοπλέει, σὰ νἄθελε νὰ πάρῃ
τὸν ἦχο, ποῦ λὲς κ' εἶναι ἦχος θανάτου,
καὶ πότε, ὡς θεία ν' ἀγροίκουνε φοβέρα,
ξαναπηδάει ψηλά, καὶ πέφτει πέρα.

Ὀμπρὸς πετιέται· ἀλλὰ στὴ θέση ἐκείνη
ποῦ ἐπῆγε ταὶς Ἀσκραίαις ν' ἀφήκῃ χήραις,
ὅπου, μὲ νέο παραδαρμὸ καὶ ὀδύνη,
λευκὰ θαλασσοπούλια ἔφερναν γύραις,
ξάστερα πλέον τὸ εὐαίσθητο δελφίνι,
ἀγροικῶντας τὴν πρώτη ἀπὸ ταὶς λύραις,
βουλάει μ' ὀρμή· γιὰ λίγο κάτου ἀράζει,
καί, ἀνηφορῶντας, τὸν Ἀρίονα βγάζει.

Περήφανα τὸ δρόμο ἔπειτα παίρνει
μὲ τέτοιο βάρος ἀκριβὸ στὴ ράχη,
σὰν ἄλογο γενναῖο, ποῦ ξαναφέρνει
τὸν ἔνδοξο του ἀφέντη ἀπὸ τὴ μάχη.
Μ' ἕνα δάκρυ τὰ μάτια ἐκεῖνος γέρνει
στὴ θάλασσα, ὅπου πῆε καὶ δὲν ἐβράχῃ,
σὰ νἆχε, λές, γι' ἀνταμοιβὴ θελήσῃ
μαργαριτάρι νέο νὰ τῆς χαρίσῃ.

Ἄν, ἐκεῖ ποῦ τὰ βάθη ὅλα μετράει
τοῦ περασμένου τρομεροῦ κινδύνου,
στοῦ πελάγου τὸν κόρφο ἀγάλια πάῃ
μία στάλα μόνη ἀπὸ τὰ μάτια ἐκείνου,
σὰν ἥλιου φῶς τὰ ροῦχα του χτυπάει,
ποῦ ἀκόμα τὴν ἀσπράδα ἔχουν τοῦ κρίνου,
σὰ σπίθαις βγάνει ἀπ' τὴ χρυσή του λύρα,
ἡ κλάψα τῆς χαρᾶς τρέχει πλημμύρα.

Γιὰ τὸ κῆτος, ποῦ ἀπάνου εἶχε τὸν σύρῃ,
παιγνίδι ἐστάθη, ὄχι καθόλου ἀγῶνας,
μακρυὰ νὰ τὸν ἀράξῃ στ' ἀκρωτῆρι
ὅπου προστάτης εἶναι ὁ Ποσειδῶνας,
ἐπῆε σιμά· τὸν ἔβγαλε, ὡς γιοφύρι,
μὲς τὸ ναὸ τῆς πέτρινης εἰκόνας,
καὶ ἀπὸ τὸ θεῖο ταινάρειο περιγιάλι
ξεμάκρυνε θλιμμένο ἀγάλι, ἀγάλι.