Οἱ φρεγάδες
Συγγραφέας:
Λόγια τῆς πλώρης (1924)


MΕ τὸ πρῶτο ἀνάβλεμα τοῦ ἡλιοῦ φάνηκαν οἱ τέσσερες φρεγάδες ἀντίκρυ στὸν Καβομαλιᾶ. Ποῦθ’ ἐρχόντανε; γιὰ ποῦ πήγαιναν; οὔτε ἄκουσε οὔτ’ ἔμαθε κανείς. Μὰ πρέπει νὰ ἦταν βασιλικὲς φρεγάδες. Κι’ οἱ τέσσερες λέει, τὸ ἴδιο εἶχαν χτίσιμο· χυτὲς πρύμη-πλώρη. Κ’ εἶχαν τὶς ἀρματωσές τους, βασιλικὲς καὶ κεῖνες. Τὰ κατάρτια τους ἀτόφια προύτζινα ἀπὸ κάτω στὴ σκάτσα ὣς ἀπάνω στὴ γαλέτα· τὶς ἀντένες ἀτσαλένιες· σχοινιὰ καὶ ξάρτια ἀπὸ καμηλότριχα καὶ τὰ πανιά τους ὁλομέταξα. Ἂν ρωτᾷς γιὰ τὶς κουπαστὲς καὶ τὶς μπαταρίες τους, στὸ σύρμα ἦταν ντυμένες. Κ’ εἶχαν στὴν πλώρη γιὰ θαλασσομάχο ἕνα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο τῶν στοιχειῶν καὶ φρίκη τοῦ κυμάτου. Στὴν πρύμη, ἀπάνω στὸ τιμόνι εἶχαν τὸ Ἅγιο τὸ Βαγγέλιο καὶ στὸ μεσανὸ κατάρτι ψηλὰ σ’ ἕνα δικέφαλον ἀητό, τὴν Παναγιὰ ποῦ ἔλαμπε – προσκυνῶ τὴ χάρη της – σὰν αὐγερινός. Γιὰ τοῦτο βέβαια ἦσαν βασιλικὲς φρεγάδες, τοῦ δικοῦ μας τοῦ βασιλιᾶ ποῦ ὥριζε στὴν Πόλη. Ἐκείνη τότε ἦταν ἡ κιβωτὸς τῆς Χριστιανοσύνης. Ποιὸς ξέρει τί ἀλλόφυλους πήγαιναν πάλι νὰ χτυπήσουν, νὰ στήσουν παντοδύναμο σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση τὸν τίμιο Σταυρό!

Ἦταν ἡ αὐγὴ ἀνοιξάτικη· χαρὰ Θεοῦ! Φύλλο δὲ σειόταν οὐδὲ πούπουλο. Ἡ θάλασσα πήχτρα. Στὸ διάφανο οὐρανὸ πρόσμενες νὰ ἰδῇς καθρεφτισμένα τὰ νησιὰ καὶ τ’ ἀκρογιάλια μὲ τὴν πρασινάδα τους. Ἀριστερὰ φαίνονταν τῆς Κρήτης τὰ βουνά· πίσω τὰ Δωδεκάνησα ἔδειχναν γαλανὰ τὰ ριζοβούνια τους κάτω ἀπὸ τὴν καταχνιά ποῦ τὰ ἔδενε σὰν πουπουλένιο γεφύρι· καὶ δεξιὰ κατέβαιναν τ’ ἀκρωτήρια καὶ οἱ κόρφοι τοῦ Μωριᾶ, ὣς τὸν Καβομαλιᾶ καὶ τὸ Τσιρίγο. Καὶ καθὼς χτυποῦσεν ὁ ἥλιος ἔβλεπες τὶς στεριὲς νὰ χύνουν λογιῶν λογιῶν χρώματα καὶ τὶς φρεγάδες ν’ ἀστραποβολοῦν, ἀνάμεσα οὐρανοῦ καὶ θάλασσας.

Εἶχαν ἁπλωμένα ὅλα τὰ πανιά. Φλόκοι καὶ κοντραφλόκοι, γάμπιες καὶ παπαφίγγοι καὶ παρουκέτα καὶ τρίγγοι ὅλα. στὴ θέση τους. Μὰ κρέμονταν ὅλα παραλυμένα καὶ μόνον τὰ μπρούλια τους ἀνάδευαν καμμιὰ φορά, σὰν φιδάκια ἕτοιμα νὰ φᾶνε τὰ κεφάλια τους. Οἱ σκότες κρέμονταν καὶ κεῖνες παράλυτες στὰ χέρια τῶν ναύτων ποῦ ἄδικα προσμένουν προσταγὴ νὰ γυρίσουν τὰ πανιὰ στὸν ἄνεμο. Κοιμήθηκε ἀπάνω στὸ χρυσοσκάλιστο δοιάκι ὁ τιμονιέρης· ἡ βάρδια στὸ ξάγναντο τῆς πλώρης ψηλὰ κοιμήθηκε καὶ κείνη, τηρῶντας πάντα ἐμπρός της. Οἱ καπετάνοι στὰ χρυσᾶ καὶ τὰ βελουδένια, νυστάζουν ξαπλωμένοι σὲ πουπουλένια προσκέφαλα, κάτω ἀπὸ τὴν πρασινορόδινη τέντα τῆς πρύμης, καὶ μόλις ἀκοῦνε τὸ λεβέντικο τραγοῦδι ποῦ παίζει τὸ σκλαβάκι μὲ τὸν ταμπουρᾶ. Κάτω στὸ ἀμπάρι οἱ σκλάβοι μὲ τὰ μεγάλα τους μαλλιά, τὰ κίτρινα πρόσωπα, τὰ μεστωμένα μπράτσα, κοιμήθηκαν καὶ κεῖνοι μέσα στὶς βαρειὲς ἁλυσίδες, ἀπάνω στοὺς πάγκους. Μὰ ποιὸς θὰ εἰπῇ πῶς κοιμήθηκαν! Τὰ κουρασμένα κορμιά τους ναί· ὄχι ὅμως κ’ ἡ ψυχή τους. Ἐκείνη τρέχει καὶ χαμοπατᾷ στ’ ἄσπρα τους σπιτάκια, στὶς θλιμμένες γυναῖκες καὶ τ’ ἀρφανά τους τὰ παιδιά· στὰ κλήματα τὰ σταφυλοφορτωμένα καὶ τὰ γλυκόχυμα βοτάνια· στ’ ἀφρᾶτα χώματα καὶ τὰ κρυσταλλένια νερά, στὰ λούλουδα καὶ τὰ πούλουδα γλυκειᾶς πατρίδας ποῦ δὲν ἐλπίζουν νὰ τὴν ἰδοῦν ποτέ.

Ἄξαφνα ὅμως ξύπνησαν οἱ θαλασσινοί:

— Παιδιά! τὴ βάρκα στὴ θάλασσα· φωνάζει ὁ καπετάνιος τῆς πρώτης φρεγάδας. Ἀ-λὰ τὰ χέρια στὰ κουπιά· βγῆτε ἔξω στὰ σπηλάδια, καμακίστε χταπόδια στὰ θαλάμια τους, καλαμῶστε ἀχινούς, συνάχτε καβούρους, ξεκολλῆστε στρείδια ἁγνὰ ὅ,τι βρῆτε!

Τὸ εἶπε κ’ ἔγινε εὐθύς. Ἔρριξαν τὰ παιδιὰ τὴ βάρκα στὴ θάλασσα· ἀ-λὰ τὰ χέρια στὰ κουπιά, βγῆκαν ἔξω στὰ σπηλάδια, καμακίζουν χταπόδια στὰ θαλάμια τους, καλαμώνουν ἀχινούς, συνάζουν καβούρους, ξεκολλοῦν στρείδια ἁγνὰ ὄ,τι βρίσκουν. Μὰ τὸ ναυτόπουλο, ἕνας κασιδιάρης καὶ κακομοίρης, ποῦ τὸν εἶχαν γιὰ ψυχικό, ξεκόβει ἀπὸ τ’ ἄλλα τὰ παιδιά. Οὔτε καμακίζει χταπόδια στὰ θαλάμια τους, οὔτε καλαμώνει ἀχινοῦς, οὔτε συνάζει καβούρους, οὔτε ξεκολλᾷ στρείδια ἁγνὰ ὅ,τι εὕρῃ. Γυρίζει μόνον ἀπάνω κάτω στὶς μαυρισμένες πέτρες καὶ τὰ χορταριασμένα σπηλάδια σὰν κάτι νὰ ζητῇ. Τὶ εἶχε-τί ἔχασε; Τίποτα. Μὰ κάθε ἄνθρωπος, μικρὸς-μεγάλος, πλούσιος-φτωχὸς ἔχει καὶ τὸν ὁδηγό του. Ἔχει νὰ κάμῃ κατιτί; ὁ ὁδηγός του πηγαίνει καὶ τοῦ τὸ θυμίζει. Βουλήθηκε νὰ πάῃ πουθενά; ὁ ὁδηγός του ἔρχεται καὶ τὸν ξυπνάει. Ἔτσι τόρα καὶ τὸν κασιδιάρη ἀνάγκαζε νὰ πηγαίνῃ ζητῶντας πρᾶμα ποῦ δὲν ἔχασε.

Τέλος εἶδε ὁ κασιδιάρης στὸ βράχο μιὰ σπηλιά. Βλέπει τὴ σπηλιά, μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τί νὰ ἰδῇ; Τοίχους γυμνοὺς περίγυρα. Πάει βαθειά· σκοτάδι, πίσσα. Αὐτιάζεται καλά· ἀκούει τὶκ-τάκ, τὶκ-τὰκ σὰν ν’ ἀργοστάλαζε νερό. Ζυγόνει· ξανοίγει χάμου μία λακούλα ποῦ δεχότανε τοῦ βράχου τὴ διαμαντένια σταλαματιά. Τοῦ ἦρθε σὰν κάμα· παίρνει ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ νίβεται· δροσολογέται. Ἀστόχαστα βγάνει κ’ ἕνα ψαράκι ποῦ ἧβρε νεκρὸ στὶς πέτρες καὶ τὸ ῥίχνει μέσα. Μὰ τὸ ψαράκι ζωντάνεψε καὶ ἀρχίζει νὰ τριγυροφέρνῃ μέσα στὸ νερό.

— Μπρέ ! λέει, κάνοντας τὸ σταυρό του.

Ἀλλὰ τὴν ἴδια ὥρα νιώθει καὶ κεῖνος τὸ ἀρρωστημένο του κορμὶ νὰ θρέφεται σὰν στέλεχος πλατάνου ποῦ παίρνει νερὸ στὶς ρίζες του. Τὰ λέπια πέφτουν καὶ δείχνεται τὸ δέρμα ὁλομέταξο. Αἷμα πύρινο κουφοδρομεῖ στὶς φλέβες του· ψυχὴ μὲ ἄλλη ψυχὴ σταυρόνονται στὰ φυλλοκάρδια του· φτερὰ ἔκαμε νὰ πετάξῃ στὰ ἐπουράνια. Κουφάρι ἦταν περιστέρι ἔγινε.

— Μπρέ! ξαναλέει· ἔλα Χριστὲ καὶ Παναγιὰ κοντά μου!

Τρέχει ἔξω· κράζει τοὺς συντρόφους του. Γυρίζουν ἐκεῖνοι στὶς φωνές, κυτάζουν καὶ σταυροκοποῦνται. Ἄγγελος εἶνε, ἄνθρωπος εἶνε, δὲν ξέρουν.

— Μωρὲ ποιὸς εἶσαι σύ;

— Ἐγώ, ὁ κασιδιάρης· κουφάρι ἤμουν περιστέρι γίνηκα· φτερὰ ἔχω νὰ πετάξω στὰ ἐπουράνια.

Τρέχουν κοντά, τὸν κυτάζουν ἀποδῶ, τὸν φέρνουν ἀποκεῖ, τὸν καλογνωρίζουν.

— Ἀμ ποιὸς σ’ ἔκαμ’ ἔτσι;

— Τῶς καὶ τῶς, ἧβρα τ’ ἀθάνατο νερό.

— Πῶς; — ποῦ;

— Μέσα στὴ σπηλιά.

Ἀκοῦνε καὶ θαμάζουν, ρίχνουν ὅ,τι εἶχαν στὰ χέρια τους καὶ τρέχουν στὴ σπηλιά. Φτάνουν ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιά, πιάνουν φιλονικεία.

— Ὄχι ἐγὼ θὰ ’μπῶ πρῶτος.

— Ὄχι ἐγώ.

Λόγο πρὸς λόγο πιάνονται στὰ χέρια. Πιάνονται στὰ χέρια, τραβοῦν τὰ στυλέτα· μακελοκόβονται. Νὰ τί θὰ εἰπῇ παλιόκοσμος! Γιὰ νὰ ἕβρουν τὴν ἀθανασία ἧβραν ὅλοι τὸ θάνατο ἐμπρὸς στὴν πηγή της!

Τὸ ναυτόπουλο, καθὼς εἶδε αὐτά, πηδάει στ’ ὀρθολίθι καὶ βάνει τὶς φωνές. Ἀκοῦνε ἀπὸ τὶς φρεγάδες, ρίχνουν βάρκες στὴ θάλασσα, ἀ-λὰ τὰ χέρια στὰ κουπιά, βγαίνουν ἔξω. Μαθαίνουν καὶ κεῖνοι τὸ θάμα, ρίχνονται ὅλοι στὴ σπηλιά· μὰ ἀντὶ νὰ χωρίσουν πιάνουν τὴ φιλονεικία.

— Ὄχι ἐγὼ θὰ μπῶ πρῶτος.

— Ὄχι ἐγώ.

Λόγο πρὸς λόγο πιάνονται στὰ χέρια, τραβοῦν τα στυλέτα, μακελοκόβονται καὶ κεῖνοι.

Τὸ ναυτόπουλο βλέποντας ἔτσι, πηδάει πάλι στ’ ὀρθολίθι καὶ βάνει τὶς φωνές. Βάνει τὶς φωνές, ἀκοῦνε ἀπὸ τὶς φρεγάδες, ρίχνουν καὶ τὶς ἐπίλοιπες βάρκες στὴ θάλασσα, βάνουν ὅλο τὸ τσοῦρμα μέσα καὶ βγαίνουν ἔξω οἱ καπετᾶνοι. Βγαίνουν ἔξω, ρίχνονται ἀποδῶ, τρέχουν ἀποκεῖ, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν· μὰ ποιὸς τους ἀκούει; Ὅλοι οἱ ἄντρες εἶνε πιασμένοι στὰ χέρια. Μανία σκοτωμοῦ κ’ αἱμάτου δίψα κυρίευε καθένα ποῦ πλησίαζε σὲ κείνη τὴ σπηλιά, λὲς καὶ ἄχνιζε γύρω τοῦ Κάη ὁ θυμός. Οἱ ναῦτες μὲ τὰ στυλέτα θρῆνο ἔκαναν· οἱ σκλάβοι ποῦ δὲν εἶχαν στυλέτα, σήκωναν τὶς ἁλυσίδες καὶ μὲ τὴν πρώτη ἄνοιγαν τὸν τάφο τοῦ ἐχθροῦ. Ὅσοι δὲν εἶχαν ἁλυσίδες, πέτρες σήκωναν· κι’ ὅσοι δὲν εἶχαν πέτρες, εἶχαν τὰ δόντια καὶ τὰ νύχια τους, ποῦ κατέβαζαν λουρίδες τὸ κρέας. Τὸ αἷμα ἔβαφε τὶς πλάκες περίγυρα. Οἱ σάρκες σπαρτάριζαν κοψίδια στὰ μαῦρα χώματα. Οἱ σκοτωμένοι ἔφραζαν τὴν πόρτα τῆς σπηλιᾶς κ’ οἱ λαβωμένοι βαρυβογκοῦσαν.

Ὥς τόσο δὲν ἔπαυε ὁ σκοτωμός. Ἡ δίψα τοῦ αἱμάτου ὅσο πήγαινε ὅλο μεγάλωνε. Οἱ ἴδιοι καπετᾶνοι ἄρχισαν νὰ νιώθουν κάποιο ἄφαντο χέρι νὰ τοὺς σπρώχνῃ στὸ χαμὸ καὶ δυὸ-τρεῖς φορὲς ἔφεραν τὸ χέρι στὸ στυλέτο καὶ γλυκόσυραν τὴ μισὴ λάμα ἔξω ἀπὸ τὸ θηκάρι της.

Μὰ κρατήθηκαν.

— Μωρὲ σκυλιά, τί κάνουμε! εἶπαν ἀναμεταξύ τους. Τοῦτο εἶνε θεϊκὴ κατάρα!… Σὲ τὶ κριματίσαμε κ’ ἤρθαμε νὰ σφαγοῦμε συνατοί μας ἐδῶ στὸν ἔρμο βράχο!…

Ρίχνονται ἀμέσως στὰ γόνατα κλαῖνε, μύρονται, σταυροκοπιόνται.

— Ἀμάν, Θεέ μου! σῶσε μας ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ ταζόμαστε ὅλοι στὴ χάρη σου. Ξεχνοῦμε τὸν κόσμο καὶ τὰ καλά του· παρατοῦμε γυναῖκες καὶ παιδιά· ἔλεος!

Μόλις τάχτηκαν οἱ καπετᾶνοι ἀμέσως ἔπαψε τὸ κακό. Μεμιᾶς συνῆρθε τὸ τσοῦρμα. Σὰν νὰ μὴν ἤξεραν τί ἔκαναν ὥς τόρα, εἶδαν μὲ φρίκη τὸ σκοτωμὸ καὶ τὰ αἵματα ἐμπρός τους. Πέταξαν στὴ θάλασσα τὰ στυλέτα καὶ ἄρχισαν νὰ κλαῖνε τοὺς συντρόφους ποῦ σκότωσαν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια.

Οἱ καπετᾶνοι πῆραν τότε τὸ ναυτόπουλο νὰ τοὺς δείξῃ τὴ σπηλιὰ γιὰ νὰ ἕβρουν τὸ ἀθάνατο νερό. Ἅμα τὸ ἕβρουν, σκέφτηκαν, ἀνασταίνουν εὔκολα τοὺς σκοτομένους. Πᾶνε μέσα στὴ σπηλιά, ψάχνουν ἀποδῶ, γυρεύουν ἀποκεῖ· σταλιὰ νερό. Ὁ φόνος τὸ μόλεψε κ’ ἔφυγε ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου· μαζὶ χάθηκε καὶ τὸ ψαράκι. Φαρμακωμένοι βγῆκαν ἔξω οἱ καπετᾶνοι. Ἀλλ’ ὣς ποῦ νὰ ἔβγουν ἀκοῦνε ποῦ φρεσκάριζε ὁ καιρός. Ζωντανὰ τὰ κύματα ἄρχισαν νὰ δέρνωνται στὰ ριζιμιὰ σπιλάδια.

— Τὶς βάρκες μωρὲ παιδιά! φωνάζουν δυνατά.

Ὥστε νὰ τὸ εἰποῦν, οἱ βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στὰ δόντια τοῦ βράχου καὶ ροκανίζονται ἀργὰ καὶ ἄσφαλτα μὲ τὸν ἀφρὸ τοῦ κυμάτου. Ἀπελπισμένοι πηδᾶνε στ’ ὀρθολίθι ν’ ἀγαντέψουν τὶς φρεγάδες. Μὰ ποῦ φρεγάδες; Τὸ κῦμα ποῦ ἐρχότανε δυναμωμένο ἀπὸ τοῦ Τσιρίγου τὸ στενὸ κι’ ὁ ἄνεμος, ἄξιοι κ’ οἱ δυὸ γεμιτζῆδες, πόδισαν τὰ καμαρωτὰ πλεούμενα καὶ τοὺς ἔδωκαν δρόμο στ’ ἀνοιχτά.

Οἱ καπετᾶνοι πέφτουν στὰ γόνατα. Φῶς φανερὰ ἔβλεπαν πῶς ἦταν θέλημα Θεοῦ ν’ ἀπομείνουν στὸ φοβερὸ ἀκρωτῆρι. Ἕνα μὲ τὸ ἄλλο ἔχτισαν ἐκεῖ τὰ εἰκοσιτέσσερα μοναστήρια. Μὰ τὸ ἀθάνατο νερὸ δὲν ξαναφάνηκε. Μόνον δυὸ φορὲς τὸ χρόνο, στὴν πρώτη Ἀνάσταση καὶ τοῦ Σωτῆρος, τὴν ὥρα ποῦ ἀνοίγουν τὰ Ἐπουράνια, ὁ βράχος ρίχνει ἀπὸ μιὰ στάλα στὴ γῆ. Πολλοὶ πηγαίνουν καὶ ξενυχτοῦν μέσα στὴ σπηλιά, καλογέροι καὶ λαϊκοί, ἄντρες καὶ γυναῖκες, μὲ τὰ μαντήλια στὸ χέρι καὶ τὰ μάτια κολλημένα στοῦ βράχου τὸ μακαριστὸ μαστάρι. Ὅμως ἄδικα ξενυχτοῦν. Ὁ βράχος τὸ βγάζει κ’ ἡ γῆ ζηλιάρα τὸ ἀναρουφᾶ εὐθύς. Φοβᾶται λές, μὴν τ’ ἀποχτήσει ὁ μαῦρος ἄνθρωπος καὶ γλυτώσει ἀπὸ τὸ φοβερό της χωνευτῆρι. Κ’ οἱ ξενυχτισμένοι φεύγουν κάθε χρόνο μὲ τὴν ἴδια πίκρα στὴν ψυχή, χωρὶς νὰ ἰδοῦν ἄλλο, παρὰ τὰ κάτασπρα κόκκαλα ποῦ κοίτονται βωμὸς ἀκόμη στὴ μέση τῆς σπηλιάς.

Ἐγὼ εἶδα τὰ κόκκαλα καὶ γὼ ἄκουσα γιὰ τὶς φρεγάδες τὶς βασιλικές. Ἀφοῦ παράδειραν γιὰ χρόνια στ’ ἀνοιχτὰ κατέβηκαν σύγξυλες στὸν ἄμμο τοῦ βυθοῦ. Ἡ μία βρίσκεται στῆς Κρήτης τὰ νερά· ἡ ἄλλη κάπου στὴ Ρόδο, κ’ οἱ ἄλλες δυὸ ἀνάμεσα στὰ Δωδεκάνησα. Εἶνε ἀκόμα ἴδιες κι’ ἀπαράλλαχτες, ὅπως πρωτοφάνηκαν στὰ νερὰ τοῦ Καβομαλιᾶ. Εἶνε χυτὲς πρύμη-πλώρη κ’ ἔχουν τὶς ἀμαρτωσές τους βασιλικὲς καὶ κεῖνες. Τὰ κατάρτια τους ἀτόφια προύτζινα, ἀπὸ κάτω στὴ σκάτσα ὥς ἀπάνω στὴ γαλέτα. Τὶς ἀντένες ὅλες ἀτσαλένιες· σχοινιὰ καὶ ξάρτια ἀπὸ καμηλότριχα καὶ τὰ πανιά τους ὁλομέταξα. Ἂν ρωτᾷς γιὰ τὶς κουπαστὲς καὶ τὶς μπαταρίες τους στὸ σύρμα εἶνε ντυμένες. Κ’ ἔχουν στὴν πλώρη γιὰ θαλασσομάχο ἕνα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο τῶν στοιχειῶν καὶ φρίκη τοῦ κυμάτου. Στὴν πρύμη, ἀπάνω στὸ τιμόνι, ἔχουν τὸ Ἅγιο Βαγγέλιο καὶ στὸ μεσανὸ κατάρτι ψηλὰ σ’ ἕνα δικέφαλον ἀητὸ τὴν Παναγιά, ποῦ λάμπει – προσκυνῶ τὴ χάρη της – σὰν αὐγερινός. Κάθε αὐγὴ μὲ τὸ πρῶτο ἀνάβλεμμα τοῦ ἥλιου, οἱ φρεγάδες ἀστραποβολοῦν, στὰ γαλανὰ νερά. Τόρα ψυχὴ δὲν ἔχουν· ἔρμες εἶνε ἀπὸ ναῦτες κι’ ἀπὸ καπετάνιους. Ὅμως θὰ ἔρθῃ ὥρα ποῦ ψυχὴ θὰ πάρουν καὶ γοργόνες καστρορίχτισες θὰ σμίξουν καὶ θὰ σύρουν πάλι στὸ δρόμο τους. Καὶ θὰ γυρίσουν νικηφόρες πίσω στὰ πατρογονικά μας τὰ λιμάνια, στὸ δοξασμένο θρόνο τοῦ ἀναστημένου μας τοῦ Βασιλιά.