Μάγκας
Συγγραφέας:
ΚΖ'. Ο Πρωτομάρτυρας


- Λοιπόν;... Λέγε, Βασίλη, παρακάλεσε ο Λουκάς. Ο Βασίλης σήκωσε το σκυμμένο του κεφάλι. «Τότε πέρασε τα σύνορα ο Μίκης Ζέζας», είπε. «Ήλθε καλεσμένος από το Μητροπολίτη Καστοριάς, και το Προξενείο του Μοναστηριού, που ήταν το κέντρο, η ψυχή της ελληνικής δράσεως. Ήλθε ο Μίκης Ζέζας με άλλους τρεις Έλληνες αξιωματικούς, τον καπετάν-Τάσο, τον καπετάν-Σκούρτη και τον καπετάν-Πάνο, και με Κρητικόπουλα μαθημένα στο τουφέκι, κι ένα - δυο Ρουμελιώτες. Μαζί τους ήταν και ο καπετάν-Κώττας, όχι όμως με το σώμα του ολόκληρο. Εγώ, με άλλους, είχα μείνει πίσω, στη διάθεση του Μητροπολίτη.

Ήταν Μάρτιος μήνας 1904, χιόνια εκεί πάνω. Ανάμεσα στους εχθρούς, Τούρκους και Βουλγάρους, προχωρούσε το ελληνικό σώμα του καπετάν Ζέζα, στις κακοτοπιές, στα βουνά, πότε παγωμένο, πότε νηστικό, με στερήσεις και κόπους αφάνταστους, νύχτα πάντα, στα κρυφά, ανεβαίνοντας όλο βορειότερα, κατά την Καστοριά, με οδηγίες μυστικές, πότε από το Μοναστήρι, πότε από την Καστοριά.

Τότε γνώρισα τον Μίκη Ζέζα. Μ' έστειλε ο Δεσπότης στο Τσιρίλοβο, χωριό στην ανατολική πλευρά της λίμνης της Καστοριάς, στο μοναστήρι του Τσιρίλοβου, να πω στους καπετανέους που ήταν κρυμμένοι εκεί, σε ποιο μέρος της λίμνης θα τους περιμένει ο Δεσπότης με το Δήμαρχο της Καστοριάς, και να στείλουν να τους πάρουν τη νύχτα στις τρεις ώρες. Και είδα τον Μίκη Ζέζα. Ένα παλικάρι ως εκεί πάνω, ίσιο σαν κυπαρίσσι, με τα μάτια φωτεινά σαν ήλιους, και κατατομή αρχαίου Έλληνα. Είχαν μεγαλώσει τα γένια του, στην εκστρατεία αυτή, μα τόση καλοσύνη έλεγαν τα μάτια του, που ούτε τα γένια ούτε τα κακοπαθιασμένα του οπλαρχηγού ρούχα του δε μπορούσαν ν' αγριέψουν την όψη του. Από τη στιγμή που τον είδα, μου πήρε την καρδιά, και ορκίστηκα να μην τον αφήσω πια. Μα ήλθαν Τούρκοι χωροφύλακες στη γειτονιά, και μ' έστειλαν άναυλα οι οπλαρχηγοί, να βρω το Δεσπότη και να τον εμποδίσω να κατέβει στη λίμνη με το Δήμαρχο. Κι έφυγαν οι καπετανέοι για την Τσερνόβιτσα, βόρεια της Καστοριάς, και ανέβηκαν ως το Όροβνικ, ανατολικά της λίμνης Μικρή Πρέσπα. Εκεί έρχεται διαταγή από την Αθήνα στον καπετάν-Ζέζα να επιστρέψει αμέσως».

- Κι έφυγε; ρώτησε λαχανιασμένος ο Περικλής. «Έφυγε. Ολόκληρο μερόνυχτο λογομαχούσε ο Ζέζας με τους άλλους αξιωματικούς, που του έλεγαν να υπακούσει, πως οι Τούρκοι τον πήραν μυρωδιά, πως θα γίνει διπλωματικό ζήτημα. Ήλθε και γράμμα από το Μοναστήρι. Του έγραφαν οι προξενικοί, που τον είχαν καλέσει, να φύγει, πως θα χαθεί ο αγώνας. Και στο τέλος υπέκυψε, έφυγε, γύρισε στην Αθήνα, υπακούοντας στον ίδιο πατριωτισμό που τον είχε φέρει στη Μακεδονία».

Ο Βασίλης σώπασε πάλι, τα μάτια στυλωμένα μπροστά του.

- Και συ; ρώτησε ο Περικλής.

Ο Βασίλης ανατρίχιασε. Ανασήκωσε το σκυμμένο του κορμί, κοίταξε τ' αγόρια, και, αργά - αργά, έτριψε με την παλάμη του το μέτωπο του.

- Και συ; Τι έκανες εσύ; ρώτησε πάλι ο Περικλής. «Εγώ ακολούθησα πάλι τον παλιό μου αρχηγό, τον καπετάν-Κώττα. Μα του το είπα. Του είπα: "Να το ξέρεις, καπετάν-Κώττα, αν έλθει αυτός ο Σωτήρας, θα τον ακολουθήσω". Και μου είπε αυτός: "Καλά θα κάνεις!".

Και ξαναβγήκε στο κλαρί ο Μίκης Ζέζας. Και τον ακολούθησα».

- Πότε ξαναβγήκε; ρώτησε ο Περικλής.

«Τον ίδιο χρόνο, τον Αύγουστο του 1904, στο τέλος.

Τόμαθα και τόπα του καπετάν-Κώττα: "Θα πάγω", του είπα. "Τ' ορκίστηκα, θα πάγω!" Μου αποκρίθηκε κείνος: "Να πας".

Πήγα ν' αποχαιρετήσω τους δικούς μου, στο χωριό μου, το Ασπροχώρι, μεταξύ της Νιάουσας και της λίμνης των Γιαννιτσών. Το ξέραμε πως τώρα βγήκε ο καπετάν-Ζέζας, όχι πια να δει και να οργανώσει, παρά να πολεμήσει και να εξοντώσει τους κομιτατζήδες. Τόξεραν και οι δικοί μου. Η γυναίκα μου ήταν παλικάρισσα, κόρη παπά που είχε μαρτυρήσει και πεθάνει για να μείνει πιστός στην ορθοδοξία και στον Πατριάρχη, και την είχα πάρει από αγάπη. Η μάνα μου όμως, πολυβασανισμένη και χαροκαμένη η δύστυχη, δεν ήθελε να με αφήσει να φύγω από το χωριό, μιας και είχα ξαναγυρίσει.

"Πού μας αφήνεις;" μου έλεγε. "Αν έλθουν πάλι οι Βούλγαροι, ποιος θα μας υπερασπίσει εμάς;".

"Έννοια σου, μάνα", αποκρίνουνταν η γυναίκα μου. "Άσε τον Βασίλη να πάγει εκεί που τον κρατεί το καθήκον του. Θ' απλώσει και σε μας το χέρι του ο Θεός". Κι έφυγα. Μα το χέρι του δεν το άπλωσε ο Θεός...».

Στάθηκε ο Βασίλης, με τα μάτια σκυμμένα στα δεμένα του χέρια, χωμένος σε κάποια μαύρη ενθύμηση, το στόμα τεντωμένο, το μέτωπο συσπασμένο, σαν κομμένο από βαθιά χαρακιά.

Λίγη ώρα δε μίλησε, φαίνουνταν να ξέχασε πάλι τ' αγόρια. Σιγά, ντροπαλά, άπλωσε ο Λουκάς το χέρι του, και άγγιξε το δικό του.

Σήκωσε ο Βασίλης τα μάτια, είδε τα αγόρια μπροστά του, και σα να ξαναθυμήθηκε, άρχισε πάλι τη διήγηση, με την ίδια άτονη, αργή φωνή του: «Άρχισε άσχημα ο καπετάν-Ζέζας αυτή την εκστρατεία. Του είχαν δώσει κακούς οδηγούς, από τους οποίους ο ένας, ο Θανάσης Βάγιας - τόχει τ' όνομα - τον πρόδωσε, και χάθηκε ο Ζέζας με το σώμα του, πολλές φορές, στα βουνά. Πήγα στην Καστοριά να ρωτήσω πού να τον βρω. Ούτε ο Δεσπότης δεν ήξερε. Πέρασαν μέρες. Τράβηξε δεινά ο καπετάν-Ζέζας με τα παιδιά του. Όλη αυτή η εκστρατεία ήταν ένα μακρύ μαρτύριο από την αρχή. Η εποχή ήταν περασμένη. Το κρύο άρχιζε. Έβρεχε πολύ, και ήταν πάντα μουσκεμένοι και παγωμένοι. Οι πορείες γίνουνταν πάντα με κίνδυνο να γκρεμιστούν οι άντρες στις βαθιές χαράδρες. Περνούσαν ποτάμια, κι έμεναν, με τα πόδια μουσκεμένα, κάτω από τη βροχή που δεν έπαυε. Όλη μέρα κρυμμένοι στα δάση, στις βουνοπλαγιές, πεινούσαν συχνά. Και το λίγο ψωμί που είχαν, ήταν και αυτό λασπωμένο από τη βροχή. Και βοήθεια από πουθενά.

Όλοι υπέφεραν. Ο αρχηγός περισσότερο από όλους, γιατί ήταν αμάθητος στα στραπάτσα και στην άγρια ζωή του αντάρτη. Μα ποτέ δεν παραπονέθηκε. Πάντα γελαστός και καρτερικός, πρώτος αυτός έδινε το παράδειγμα της αντοχής. Και αν ποτέ τον έπιανε θλίψη ή απογοήτευση ή αποθάρρυνση, απομακρύνουνταν, πήγαινε μόνος, δεν έδειχνε τη λύπη του. Ώσπου, ξαναπαίρνοντας τ' απάνω του, παραμέριζε τις δικές του σκοτούρες, για να φροντίσει τους άντρες του. Τους μιλούσε και τους εγκαρδίωνε. Και αν τους έβλεπε κουρασμένους ή στενοχωρημένους, τόριχνε στ' αστεία και στα χωρατά, και τους έδινε πάλι θάρρος. Και ξεχνούσανε αυτοί τις ταλαιπωρίες τους, εμπρός στον ακάματο αρχηγό τους.

"Εσένα, καπετάνιε, η ψυχή σου σε βαστά", του έλεγε ένα από τα παλικάρια του, ένας Κρητικός, ο γερο-Ανδρουλής.

Και αλήθεια, η ψυχή του τον βαστούσε. Εκεί που άλλος θα είχε τσακίσει, αυτός ήταν ο γενναιότερος, ο ανδρειότερος. Επιτέλους παίρνει γράμματα του ο Δεσπότης. Ζητούσε χρήματα, γιατρικά, στεγνά ρούχα, βοήθεια. Του τάστειλε αμέσως ο Δεσπότης, μαζί μ' ένα εικόνισμα. Εγώ, μόλις άκουσα πως βρίσκεται στο Κωσταράζι, έτρεξα ίσια εκεί. Τον βρήκα κρυμμένο σ' έναν αχυρώνα με τα παιδιά του, γιατί τον γύρευαν οι Τούρκοι, ύστερα από την προδοσία του Θανάση Βάγια, κι έπρεπε να προσέχει. Εκεί έλαβε και το γράμμα και τα πράγματα που ζητούσε, από το Δεσπότη.

Τότε πήρε καινούριο θάρρος, και νόμισε πως τελείωσαν τα βάσανα του. Μα του ήταν γραφτό να μαρτυρήσει ως την τελευταία του ώρα. Έκανε τότε καινούριο πρόγραμμα. Οργάνωσε το σώμα του, και βγήκαμε στην οριστική του πια αποστολή, στο κυνήγημα των κομιτατζήδων, που τρομοκρατούσαν τα χωριά ολόγυρα. Αλλά μας κυνηγούσαν από κοντά οι Τούρκοι. Κάθε τόσο μας έφθανε μήνυμα, πως γυρεύουν τα λημέρια μας για να μας χτυπήσουν. Μας παρακολουθούσαν και οι Βούλγαροι. Και κάποιος απ' αυτούς πρέπει να μας πρόδωσε, γιατί ξέρανε και τα ονόματα μας, εμάς των Μακεδόνων που ακολουθούσαμε σαν αντάρτες τον καπετάν-Ζέζα.

Μια μέρα ήλθε μια γυναίκα και μου έφερε ένα γράμμα. Ήταν χωρίς υπογραφή, και της το είχε δώσει η μάνα μου. Της το είχε αφήσει κάποιος στο σπίτι μας, μια νύχτα, και είχε ξαναφύγει χωρίς να προφθάσει εκείνη να τον αναγνωρίσει. Κι έγραφε το χαρτί: "Ο Βασίλης Ανδρεάδης μας κάνει χαλάστρες. Φώναξε τον πίσω ή θα χαλάσομε το σπίτι του". Για ποιον ήταν το χαρτί; Για τη μάνα μου ή για τη γυναίκα μου; Δεν ξέρω. Η γυναίκα μου, που τόλεγε η καρδιά της, δεν ήθελε να μου το στείλει. Μα η μάνα μου, φοβούνταν για το εγγόνι της, που το λάτρευε, και πήρε το χαρτί και μου το έστειλε κρυφά με μια γειτόνισσα της.

Με τάραξε πολύ το μήνυμα αυτό. Τους ήξερα τους Βουλγάρους! Έτρεμε η καρδιά μου για τις δυο γυναίκες και το αγοράκι μου, που τους είχα αφήσει χωρίς προστάτη, σε μέρος όπου δεν είχαν φθάσει ακόμα τα ανταρτικά μας σώματα, και όπου οι Έλληνες δεν είχαν αναθαρρέψει ακόμα. Μα πώς να φύγω, που εκείνες τις μέρες ένας κομιτατζής, Τάνες, κρυμμένος στο Αετόζι, ένα χωριό της περιφέρειας μας, τρομοκρατούσε τους πληθυσμούς, και ο Αρχηγός είχε αποφασίσει, αυτή τη φορά, να πάγει ο ίδιος να σκοτώσει τρεις δολοφόνους του παπα-Δημήτρη, από το Στρέμπενο;

Γιατί ως τότε, ποτέ δεν είχε σκοτώσει κανένα. Πάντα με πειστικά λόγια και με το καλό γύρευε να ειρηνέψει τα μέρη και να φέρει τους Βουλγάρους σε θεογνωσία. Είχαν σκοτώσει τον περασμένο Μάιο τον πρώτο Έλληνα αντάρτη, τον καπετάν-Βαγγέλη και γύρευαν έναν άλλο, τον καπετάν-Ζήση, που είχε βγει με τα παιδιά του, και βρίσκουνταν στα λημέρια τους. Όταν έμαθε ο καπετάν-Ζήσης πως ήταν εκεί κοντά ο καπετάν-Ζέζας, βγήκε από το χωριό του και ήλθε και μας βρήκε. Καιρός ήταν. Δεν είχαμε πια παρά λίγες βούκες ψωμί, λασπωμένο και αυτό από τη βροχή, που μας είχε σαπίσει εκείνες τις τελευταίες μέρες! Έστειλε ο καπετάν-Ζήσης ένα παιδί στο χωριό του, και μας έφεραν ψωμί στεγνό. Κι επειδή ήμασταν σε πυκνό δάσος από οξυές, και ήταν καταχνιά πολλή εκείνη τη μέρα, ανάψαμε φωτιά να ζεσταθούμε. "Αυτή η φωτιά", είπε ο Αρχηγός, "είναι η μεγαλύτερη χαρά αφότου έφυγα από την Ελλάδα".

Τέτοια καλοπέραση είχαμε τραβήξει».

- Και τους δολοφόνους του παπα-Δημήτρη, τους σκότωσε ο καπετάν-Ζέζας; ρώτησε ο Λουκάς.

«Όχι. Ο χειρότερος απ' αυτούς είχε ξεφύγει. Και όταν έπιασαν τους άλλους δυο, τους συγκίνησε τόσο ο Αρχηγός με τα λόγια του, που μετάνιωσαν κι έκλαψαν, και του φίλησαν τα χέρια. Ήταν πολύ πονόψυχος ο Αρχηγός. Αίμα δεν ήθελε να χύσει. Τον βασάνιζε η ιδέα πως χρειάζουνταν να σκοτώσει. Και δε σκότωσε ποτέ ο ίδιος, αν και τα παλικάρια του αναγκάστηκαν να εξουδετερώσουν, όπως είναι η έκφραση εκεί, μερικούς κομιτατζήδες.

Από χωριό σε χωριό γύριζε ο καπετάν-Ζέζας, εγκαρδιώνοντας τους τρομαγμένους, φοβερίζοντας τους άλλους, διοργανώνοντας τους πολλούς, μοιράζοντας όπλα σε όσους ήταν άξιοι να τα μεταχειριστούν.

Μια φορά όμως, τις πρώτες μέρες, μας πρόφθασαν οι Τούρκοι στο Νερέτι, και μόλις γλιτώσαμε στα βουνά. Ήταν μαζί μας ένας νέος φαρμακοποιός, Φίλιππος Καπετανόπουλος από το Μοναστήρι, που ήθελε και καλά, από ενθουσιασμό, ν' ακολουθήσει τον Αρχηγό. Αμάθητος στους δρόμους και στις ταλαιπωρίες μας, δεν πρόφθασε να φύγει, και τον πυροβόλησαν οι Τούρκοι. Ο καπετάν-Ζέζας τον σήκωσε πληγωμένο, και μ' ένα άλλο παιδί, τον ανέβασε στην κορυφή του βουνού και τον έκρυψε μες στα χαμόδεντρα, ώσπου να του στείλει βοήθεια. Μα εκεί ξεψύχησε, ο κακομοίρης, χωρίς κανένα κοντά του. Σαν του στείλαμε βοήθεια, τον βρήκαν οι άντρες μας πεθαμένο. Οι Τούρκοι μας κυνηγούσαν. Οι Βούλγαροι μας παραμόνευαν. Ο χειμώνας πλάκωνε, και οι ταλαιπωρίες μας ήταν μεγάλες. Ο Αρχηγός έστειλε ένα από τα παλικάρια του, έναν καπετάν-Ευθύμη Καούδη, να προπαγανδίσει στα χωριά, από την άλλη μεριά του βουνού όπου βρισκόμασταν. Και αυτός, που δεν είχε μαζί του παρά είκοσι παιδιά, έτυχε να πιαστεί με ογδόντα Βουλγάρους, να τους σκοτώσει πέντε, και να τους πληγώσει δεκαπέντε, χωρίς να πάθει τίποτα ούτε αυτός ούτε κανένας δικός του. Αυτό φούρκισε τους Βουλγάρους. Κι επειδή δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με μας, έπεσαν στα γυναικόπαιδα.

Μου το μήνυσαν πάλι, εκείνες τις μέρες, από το χωριό μου, πως φοβέριζαν τις γυναίκες. Μα εκείνες οι μέρες ήταν οι χειρότερες μας, οι δυσκολίες μας μεγάλες, οι ανάγκες των χωρικών ακόμα πιο επιτακτικές. Βοήθεια από την ελεύθερη Ελλάδα, ακόμα δε μας είχε έλθει. Ό,τι περνούσε από τα χέρια μας, αυτό ήταν. Δεν έκανε ν' αφήσω τον Αρχηγό σε τέτοιες δύσκολες ώρες, όπου και αυτήν ακόμα τη σιδερένια ψυχή, κόντεψε η κούραση να την καταπονέσει. Ούτε ένας από μας δεν μπορούσε να του λείψει, χωρίς να τον βάλει σε κίνδυνο.

Ήταν 12 του Οκτωβρίου. Ο Ζέζας είχε μηνύσει και ξαναμηνύσει του Ευθύμη να έλθει να τον δει, για να συνεννοηθούν πώς να συνεργαστούν. Μα ο Εύθυμης δεν μπόρεσε να έλθει. Τότε αποφάσισε να πάγει ο ίδιος ο καπετάν-Ζέζας να τον βρει στο Ζέλοβο, με τριανταπέντε παιδιά. Δεν ήταν φρόνιμο, γιατί στο Κονομπλάτι, άλλο χωριό εκεί κοντά, ήταν εκατόν πενήντα Τούρκοι, και τακτικά περνούσε στρατός από το Ζέλοβο. Μα ο Ζέζας δεν άκουε από φρονιμάδα. Μόνο παλικαριά ήξερε αυτός.

"Θα πάμε να βρούμε τον καπετάν-Ευθύμη", είπε.

Και τον ακολουθήσαμε.

Φθάσαμε σ' ένα χωριό, τη Στάτιστα, μια ώρα από το Κονομπλάτι. Ήμασταν κουρασμένοι, μουσκεμένοι, αποκαμωμένοι όλοι. Αποφάσισε ο Ζέζας να μείνομε τη νύχτα εκεί, για να ξεκουραστούμε, και μοίρασε τα παιδιά μας σε τέσσερα σπίτια, όλα ελληνικά, και πήγε κι εκείνος με τέσσερεις από μας σ' ένα άλλο. Έστειλε δυο ανθρώπους με γράμμα στο Ζέλοβο, να φέρουν τον καπετάν-Ευθύμη έξω από τη Στάτιστα, την επαύριο, για να συνεννοηθούν. Μα την άλλη μέρα το απόγεμα, ενώ μιλούσε ο Αρχηγός μ' ένα παιδί του καπετάν-Ευθύμη, που είχε έλθει, μπαίνει τρομαγμένη η νοικοκυρά και λέγει πως φάνηκε ο τούρκικος στρατός. "Ε, θα περάσει", λέγει ο Αρχηγός. Να φύγομε δεν μπορούσαμε, γιατί αν έφθανε στο μεταξύ ο καπετάν-Ευθύμης, θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων. Σε λίγο, έρχεται άλλη γυναίκα, και λέγει πως ο στρατός έρχεται στο χωριό. Ύστερα, πως κατεβαίνει προς τα καταλύματα μας. Στέλνει μήνυμα τότε ο Αρχηγός σε όλα τα σπίτια όπου ήταν τα παιδιά μας, να είναι όλοι έτοιμοι, μα να μη ρίξει κανένας. Και κανένας δεν έριξε, ως την ώρα που ήλθαν οι Τούρκοι στο δρόμο μας, και χτύπησαν την πόρτα του αντικρινού μας σπιτιού.

Μας είχε προδώσει ο άγριος κομιτατζής, ο Μήτρος Βλάχος. Ξέροντας πως μπήκαμε στη Στάτιστα, ειδοποίησε με μια γυναίκα τους Τούρκους που τον αναζητούσαν, πως αυτός ο ίδιος κρύβεται με το σώμα του στη Στάτιστα, τάχα πως τον προδίδει η γυναίκα, και να έλθουν. Και ήλθαν. Από το αντικρινό σπίτι, τσιμουδιά. Τον άφησαν οι Τούρκοι, και ήλθαν στο δικό μας, και γύρεψαν να σπάσουν την πόρτα, να μπουν να φυλαχθούν, γιατί φοβήθηκαν πως στο αντικρινό κρύβουνταν οι Βούλγαροι.

Τότε, πρώτος ο Αρχηγός πήρε το τουφέκι κι έριξε από το παράθυρο. Τράβηξαν αμέσως και από το αντικρινό σπίτι. Και η μάχη γενικεύθηκε. Βράδιασε. Με το σκοτάδι, κόπασε το τουφεκίδι. Τραβήχθηκαν οι Τούρκοι κι έπιασαν θέσεις και περίμεναν να ξημερώσει. Είχαμε κατέβει από το σπίτι, μη μας βάλουν φωτιά οι Τούρκοι και μας κάψουν σαν ποντίκια, και, με τον Αρχηγό, περάσαμε από μιαν αυλή και μπήκαμε σ' ένα στάβλο, απ' όπου ήμαστε πιο ελεύθεροι για κάθε ενδεχόμενο. Κάποιος Τούρκος πλησίασε, θέλησε να μπει, και τον πυροβολήσαμε. Είχε νυχτώσει. Βγήκε ένας δικός μας να πάρει το όπλο του σκοτωμένου, και τον ακολούθησε ο Αρχηγός. Ακούσαμε έναν πυροβολισμό. Και ύστερα μια φωνή: "Με χτύπησαν, παιδιά!". Και τον είδαμε τον Αρχηγό, που τρικλίζοντας επέστρεφε. Μπήκε στο στάβλο, και κάθησε σε κάτι άχυρα που ήταν εκεί. Φορούσε μια πέτσινη ζώνη γεμάτη λίρες τούρκικες. Την είχε τρυπήσει το βόλι, και είχε σκορπίσει τις λίρες μες στην πληγή του. Κατάλαβε αμέσως πως δε γλιτώνει, και μας έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες.

Ήταν άγρια νύχτα, γεμάτη θλίψη και αγωνία... Έπρεπε να φύγομε, γιατί αν μας βρίσκανε κει τα χαράματα, ήμασταν όλοι χαμένοι. Είπαμε να σηκώσομε τον Αρχηγό. Μα είδαμε πως ήταν αδύνατο. Να τον αφήσομε έτσι πληγωμένο, ακόμα πιο αδύνατο. Θα τον αναγνώριζαν οι Τούρκοι, και δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να γίνει αυτό. Το καταλάβαινε κι εκείνος, και, μέσα στα βογγητά του, μας έλεγε και μας παρακαλούσε: "Σκοτώστε με, βρε παιδιά! Πώς θα μ' αφήσετε στους Τούρκους;" Γονάτισε κοντά του ο Πύρζας, ένα παλικάρι του, και του αποκρίθηκε: "Δε σ' αφήνομε στους Τούρκους, Καπετάνιε. Μαζί σου θα μείνομε". Πονούσε πολύ, και όλο έλεγε: "Σκοτώστε με!" Και όλο πιο σιγά ακούονταν τα βογγητά του. Ώσπου έσβησαν.

Έσκυψα κι εγώ απάνω του. Δεν κουνούσε πια. Τον φίλησα. Δε μου αποκρίθηκε. Έβαλα το αυτί μου στην καρδιά του. Δεν χτυπούσε πια. Τότε τον κρύψαμε κάτω από τ' άχυρα όπου τον είχαμε ξαπλώσει, και βγήκαμε έξω. Ένας - ένας πηδήξαμε πάνω από το φράχτη και φύγαμε». Σώπασε ο Βασίλης, και τ' αγόρια έμειναν ακίνητα και άφωνα. Έξω, στο παράθυρο, η Λίζα έκλαιγε, και τα δάκρυα της στάλαζαν γοργά στα χέρια της Άννας, που, αγριεμένη, με τρεμάμενα χείλια, βαστούσε αγκαλιά την αδελφή της. Ο Μήτσος είχε μπει στην κάμαρα με τον πατέρα του, μα δεν τους αντιλήφθηκε ούτε τότε ο Βασίλης. Και όταν ρώτησε ο Μήτσος:

- Οι Τούρκοι δε σας είδαν;

Σήκωσε τα μάτια του, και αποκρίθηκε σα να εξακολουθούσε αρχισμένη κουβέντα μαζί του:

- Δε μας είδαν.

- Και το σώμα του Αρχηγού σας δεν το βρήκαν;

- Δεν το βρήκαν. Τον είχαμε καλά κρυμμένο... Ήξεραν αυτοί πως κάποιον χτύπησαν. Μα σαν μπήκαν στο στάβλο το πρωί και τον βρήκαν άδειο, υποψιάστηκαν πως μας έκρυβαν οι χωρικοί, κι έπιασαν τους προκρίτους και τους έδειραν. Κανένας τους δε μαρτύρησε, κανένας τους δεν πρόδωσε. Αυτοί ήξεραν τι θα πει πατριωτισμός.

- Και σεις τι κάνατε; ρώτησε πάλι ο Μήτσος. «Εμείς, κρυμμένοι στο βουνό, δεν μπορούσαμε να ησυχάσομε. Ο νους μας ήταν στον Αρχηγό, που τον είχαμε αφήσει στο στάβλο, πως θα τον έβρισκαν οι Τούρκοι, πως θα τον αναγνώριζαν... τον αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού...

Μόλις νύχτωσε, στείλαμε ένα παιδί, τον Ντίνα, που ήταν από την Στάτιστα και την ήξερε καλά, να μάθει τι γίνουνταν εκεί, και να πάρει τον πεθαμένο Αρχηγό. Και πήγε το παιδί. Ήταν νέος πολύ και σβέλτος. Μπήκε στο χωριό χωρίς να τον νιώσουν οι Τούρκοι που είχαν μείνει ακόμα εκεί, και, παίρνοντας τοίχο - τοίχο, έφθασε ως τη μάντρα, πήδηξε στο φράχτη, μπήκε αθόρυβα στο στάβλο, και βεβαιώθηκε πως ήταν άδειος. Τότε έψαξε στ' άχυρα και βρήκε το σώμα. Δεν το είχαν ανακαλύψει οι Τούρκοι». Πάλι σώπασε ο Βασίλης, χωμένος στους στοχασμούς του. Κανένας δε μίλησε. Και είπε ο Βασίλης, αργά, βαριά:

- Και τότε ο Ντίνας έκοψε το κεφάλι... το τύλιξε σ' ένα καθαρό σάκο που είχε πάρει μαζί του... πέρασε πάλι το φράχτη, και βγήκε από το χωριό.

Και πάλι σώπασε ο Βασίλης, τα μάτια στυλωμένα μπροστά του. Και πάλι είπε με τη βαθιά, βαριά φωνή του: «Όλη τη νύχτα περπατούσε. Και πήγε στο Ζέλοβο όπου έκρυψε σ' ένα σπίτι το τίμιο φορτίο του. Και την άλλη μέρα, οι Τούρκοι βρήκαν το σώμα. Μα το κεφάλι δεν το βρήκαν. Δεν ήξεραν ποιος ήταν ο πεθαμένος.

Είχαμε ειδοποιήσει το Δεσπότη στην Καστοριά, πως σκοτώθηκε ο Μίκης Ζέζας, κι έστειλε παιδιά δικά του να του τον φέρουν. Μα είχε συγκλονιστεί η Αθήνα. Το έμαθε η Τουρκική Κυβέρνηση και έκανε ανακρίσεις. Πήγε στρατός, και πήρε το ακέφαλο σώμα και το πήγε στην Καστοριά, στο διοικητήριο, τη στιγμή ακριβώς που γίνουνταν διοικητικό συμβούλιο.

Είδε από το παράθυρο ο Δεσπότης τη φασαρία, πως φέρνουν κάποιο σώμα. Κατάλαβε. Μα έκανε τον ανήξερο, και ρώτησε τον Καϊμακάμη4 τι τρέχει. Του αποκρίθηκε αυτός πως ήταν το σώμα του Μήτρου Βλάχου, που είχε κρυφθεί στη Στάτιστα και τον είχαν σκοτώσει. Μα βρέθηκαν στις τσέπες του νεκρού γράμματα προς τον καπετάν-Ζέζα, όλα ελληνικά. Ρώτησε το Δεσπότη ο Καϊμακάμης:

"Τι είναι ο καπετάν-Ζέζας;"

"Έλληνας, βέβαια", αποκρίθηκε ο Δεσπότης. "Και το αληθινό του όνομα ποιο είναι;" "Δεν τον ξέρω, μα θα είναι Ζέζας", είπε πάλι ο Δεσπότης.

Είχε γίνει όμως μεγάλη φασαρία στην Πόλη, ύστερα από το πένθος των Αθηνών, και ο Καϊμακάμης, που ήθελε να εξαναγκάσει το Δεσπότη ν' αποκαλύψει το αληθινό όνομα του νεκρού, του είπε πως ζητούν οι Βούλγαροι το ακέφαλο σώμα ως Μήτρο Βλάχο, και θα φέρει Βουλγαρόπαπα να τον θάψει.

Μα ο Δεσπότης δεν ήταν άνθρωπος να υποχωρήσει. Μυστικά στέλνει και ειδοποιεί όλους τους Καστοριανούς, όσους είχαν όπλα, να έλθουν με τα τουφέκια τους και να απαιτήσουν να τους δοθεί το σώμα του Έλληνα οπλαρχηγού. Μαζεύθηκαν αυτοί αυτοστιγμεί. Ήταν μερικές εκατοντάδες, κι έγινε πολύς θόρυβος. Ο Καϊμακάμης επέμεινε. Έξω φρενών βγαίνει από το διοικητήριο ο Δεσπότης, και πάγει στο αντικρινό σπίτι όπου βρίσκουνταν μαζεμένοι όλοι οι μπέηδες της Καστοριάς. Τα μάτια του έβγαζαν φωτιές. "Μπέηδες μου", τους είπε με τη στεντόρεια φωνή του. "Εδώ θα χυθεί πολύ αίμα! Κατέβηκε όλη η Γραικολογιά, αποφασισμένη να σκοτωθεί, αν δε μας δώσετε τον νεκρό, κι εγώ πρώτος μαζί τους. Μα είναι οπλισμένοι αυτοί, αποφασισμένοι να σας χτυπήσουν. Και θα πέσουν πολλοί από σας! Ο Ζέζας είναι οπλαρχηγός δικός μας, αξιούμε να τον θάψουμε μεις. Ο Καϊμακάμης είναι ξένος, δεν είναι από την Καστοριά, δεν ξέρει τα πράματα, θα μας κάνει θανάσιμους εχθρούς, Τούρκους και Ρωμιούς, αν δε μας τον δώσει...".

Εκείνη την ώρα, κινδύνευε το κεφάλι του ο Δεσπότης. Μα πού αυτός να σταθεί! Τρόμαξαν οι μπέηδες με το κακό που προμηνύουνταν, άκουαν και τις φωνές των πατριαρχικών απέξω, κατέβηκαν όλοι μαζί, πήγαν στο διοικητήριο, με το Δεσπότη ανάμεσα τους, κι έπεισαν τον Καϊμακάμη να παραδώσει το σώμα. Άρχισε πια να σκοτεινιάζει. Ο Δεσπότης πήρε το ακέφαλο σώμα του Μίκη Ζέζα και το μετέφερε στη Μητρόπολη. Και, όλη τη νύχτα, τον θρήνησε άυπνος, με τους παπάδες και προεστούς της Καστοριάς. Πρωί - πρωί, τον έθαψε στο ελληνικό νεκροταφείο, αντίκρυ από τη Μητρόπολη, με λίγους έμπιστους φίλους, χωρίς φασαρία, όπως το είχε υποσχεθεί στον Καϊμακάμη. Εκεί βρίσκεται, σ' ένα σεμνό μνήμα, ο πρωτομάρτυρας ήρωας. Κι έγινε μυστικό προσκύνημα όλων των Ελλήνων της Μακεδονίας».

- Και το κεφάλι; ρώτησε ο Περικλής, που έτρεμε από συγκίνηση.

Ο Βασίλης σήκωσε τα μάτια, μα δεν αποκρίθηκε. Φαίνουνταν να κοιτάζει μακριά, πέρα από τον Περικλή, σε άλλους κόσμους. Και ξαφνικά, σα να ξύπνησε, κοίταξε γύρω του τ' αγόρια, τις δίδυμες στο παράθυρο, τον Μήτσο, τον αφέντη, και σηκώθηκε.

- Και το κεφάλι τι το κάνατε; ρώτησε ο Μήτσος.

- Το θάψαμε, είπε ο Βασίλης.

- Πού;

- Δεν κάνει να το μάθεις, κύριε Μήτσο.

Κανένας δε μίλησε. Και είπε χαμηλόφωνα ο Βασίλης:

- Να ξέρεις μόνο πως σε κάποιο βουνό της Μακεδονίας, ψηλά, σ' ένα ερημοκκλήσι, κοιμάται το τίμιο κεφάλι του πρωτομάρτυρα. Μη ρωτάς άλλο.

Και πάλι δε μίλησε κανένας. Σε λίγο ρώτησε ο αφέντης:

- Και το παιδί σου πώς το έχασες;

«Το παιδί είχε μείνει με τη μητέρα του», είπε ο Βασίλης. «Σαν πέθανε ο Αρχηγός μας, σκορπίσαμε μεις, κι εγώ έφυγα για το χωριό μου. Πήγαινα βιαστικά. Ήθελα να φθάσω πιο γρήγορα στο σπίτι μου. Τον Αρχηγό τον αγαπούσαμε όλοι με φανατισμό, δεν τον αφήσαμε ως την τελευταία του πνοή. Μα σαν πέθανε, μας άφησε κείνος ορφανεμένους. Τράβηξα αμέσως για το σπίτι μου, να δω τι γίνουνταν κι εκεί. Στο δρόμο, αντάμωσα έναν πατριώτη μου. Με κοίταξε σαν αγριεμένος, κι έκανε να φύγει. Τον σταμάτησα και τον ρώτησα τι κάνουν οι δικοί μου. Μου αποκρίθηκε άλλα αντ' άλλα. Επέμεινα. Μου είπε πως δεν ήξερε, γιατί μπήκαν κομιτατζήδες στο χωριό την παραμονή. Έφυγα τρεχάτος κι έφθασα νύχτα. Βρήκα έρημο το χωριό, και το σπίτι μου ανοιχτό. Μπήκα μέσα και φώναξα τη γυναίκα μου. Κανένας δεν αποκρίθηκε. Άναψα ένα σπίρτο και γύρισα σ' όλες τις κάμαρες. Κανείς δεν ήταν εκεί. Είπα: "Δόξα τω Θεώ, φύγανε". Βγήκα στην αυλή. Εκεί είδα δυο σώματα κουβαριασμένα. Ήταν η μάνα μου και η γυναίκα μου. Είχαν από δέκα μαχαιριές η καθεμιά. Γύρεψα το παιδί, δεν ήταν πουθενά, ούτε ζωντανό ούτε πεθαμένο. Βγήκα έξω φωνάζοντας. Κανένας δεν αποκρίθηκε. Χτύπησα μια πόρτα, την άνοιξα, μπήκα μέσα. Μα το σπίτι ήταν έρημο. Οι κάτοικοι του χωριού, τρομαγμένοι, είχαν φύγει. Πήγα στο Κάτω - Χωριό και βρήκα ένα γνωστό μου. Το ήξερε πως είχαν περάσει οι Βούλγαροι από το Ασπροχώρι, μα δεν είχε πάγει να δει, από φόβο. Τους είχε δει που φεύγανε. Πέρασαν κοντά στο Κάτω - Χωριό, και είχαν μαζί το παιδί μου. Το γνώρισε, λέγει, που τόσερναν μαζί τους. Πού το πήγαν; Δεν ήξερε.

Με είδε έτσι που ήμουν, και ήλθε μαζί μου. Μαζί τους γυρέψαμε όλη τη νύχτα ως το πρωί. Και όταν γυρίσαμε στο Πάνω - Χωριό λιγοθύμησα. Και δε θυμούμαι πια τίποτα».

- Και ύστερα; ρώτησε ταραγμένος ο αφέντης.

- Ενάμισυ μήνα έμεινα στο νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη, όπου με μετέφεραν. Θυμούμαι μόνο την απορία μου, όταν συνήλθα ένα πρωί, και είδα στον καθρέφτη πως είχα άσπρα μαλλιά. Ύστερα, με στείλανε στην Αθήνα. Ήμουν ανίκανος πια για βαριά δουλειά. Κάποιος αξιωματικός, φίλος του πεθαμένου Αρχηγού μας, μ' έβαλε σε κάποιο ανθοπώλη, που μ' έμαθε να στολίζω καλάθια και να καλλιεργώ λουλούδια. Από κει ήλθα εδώ.

- Και δεν έμαθες ποτέ τι έγινε το παιδί σου; ρώτησε ο αφέντης.

- Ποτέ.

- Και θα το αφήσεις έτσι το πράμα; Το πρόσωπο του Βασίλη αγρίεψε.

- Δε θα τ' αφήσω έτσι, είπε μες στα δόντια του.

- Και τι θα κάνεις;

Ο Βασίλης σταμάτησε στον αφέντη τη σκοτεινή του ματιά.

- Δεν είχα λεφτά, είπε. Και δεν είχα πια αρχηγό. Στο σπίτι σου, Κύριε, οικονόμησα λεφτά. Και αρχηγοί βγήκαν μπόλικοι στο κλαρί. Για κάθε μάρτυρα που πέφτει, δέκα ήρωες ξεφυτρώνουν. Πέρασε από τότε καιρός. Με ξέχασαν. Και τώρα ήλθε πάλι η ώρα. Θα πάγω σ' έναν από τους καπετανέους. Είναι πολλοί τώρα.

- Πώς τα ξέρεις αυτά όλα; ρώτησε ο αφέντης.

- Τα μαθαίνω. Έχω συνεργάτες.

- Και ξέρεις ονόματα οπλαρχηγών;

- Ξέρω.

- Αξιωματικών;

- Αξιωματικών.

- Μπορείς να μου πεις ονόματα; Ο Βασίλης δίστασε. Ύστερα είπε:

- Στη λίμνη των Γιαννιτσών είναι ένα παλικάρι όμορφο, γενναίο, ατρόμητο. Το λεν καπετάν - Νικηφόρο6. Σ' αυτόν θα πάγω. Και το παιδί μου, ζωντανό ή πεθαμένο, θα το βρω.

Έκλεισε τις γροθιές του, τα ματόκλαδά του ανοιγόκλεισαν νευρικά, το στόμα του συσπάστηκε. Ήταν πολύ χλωμός. Ο Μήτσος πετάχθηκε και του άρπαξε το χέρι:

- Θα πάμε μαζί, Βασίλη. Θα έλθω κι εγώ.

- Εσύ; αναφώνησε ο αφέντης.

- Ναι, Πατέρα, μη μ' εμποδίσεις! Το αίμα του Μίκη Ζέζα φωνάζει για εκδίκηση. Όλοι εμείς οι νέοι πρέπει να πάμε να ελευθερώσομε τα αιματοβαμμένα, τα μαρτυρικά εκείνα χώματα. Άφησε με να πάγω!

- Να πας, με την ευχή μου, είπε συγκινημένος ο αφέντης. Μόνο τη μάνα σου να καταφέρεις τώρα.