Μάγκας
Συγγραφέας:
ΚΣΤ'. Μίκης Ζέζας


Τα μικρά πήγαιναν εμπρός, βιαστικά. Μα σαν έφθασαν στο σπίτι του Βασίλη, σταμάτησαν απέξω. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, και η φωνή του Βασίλη ακούουνταν, ήσυχη, άχρωμη, μονότονη.

Μέσα κάθουνταν ο Περικλής σ' ένα σκαμνί, με τους δυο του αγκώνες ακουμπισμένους στα γόνατα, το σαγόνι μες στα χέρια του και άκουε, το πρόσωπο τεντωμένο στην ένταση της προσοχής. Κι έλεγε ο Βασίλης με την αργή χαμηλή του φωνή:

- ...και κρυφά μπήκε στο στάβλο, ξέθαψε το σώμα, έκοψε το κεφάλι και το πήρε κι έφυγε.

Ο Λουκάς τρύπωσε μέσα σιωπηλά, και άπλωσε το χέρι του και άγγιξε τον ώμο του Περικλή.

- Ποιανού; ψιθύρισε αγριεμένος.

- Σσστ... του καπετάν-Ζέζα. Κάτσε ν' ακούσεις αν θέλεις, μα μη διακόπτεις, είπε ο Περικλής, σπρώχνοντας τον σε μια καρέγλα κοντά του.

Σιωπηλά στάθηκε στο παράθυρο ο αφέντης με τον Μήτσο, κι έκανε νόημα στις δίδυμες να σταθούν κοντά του και να μη μιλήσουν.

- Μα ποιος του έκοψε το κεφάλι; ρώτησε χαμηλόφωνα ο Λουκάς.

Τον άκουσε ο Βασίλης, σήκωσε τα μάτια του και είπε:

- Ένα δικό μας παιδί.

- Μα γιατί;

- Γιατί δεν έπρεπε να τον αναγνωρίσουν οι Τούρκοι, όταν θα τον έβρισκαν.

Η Άννα γύρισε απότομα κατά τον Μήτσο, κάτι να ρωτήσει. Μα της έκανε ο πατέρας της νόημα να σωπάσει. Και ξαναστάθηκε στη θέση της, τα μάτια της στυλωμένα στον Βασίλη, που, χωρίς να παρατηρήσει τ' αφεντικά του, εξακολούθησε με την άτονη φωνή του:

- Δεν έπρεπε να τον αναγνωρίσουν οι Τούρκοι, γιατί ο καπετάν-Ζέζας ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Και αν το απέδειχναν οι Τούρκοι, πως Έλληνας αξιωματικός οδηγούσε τ' ανταρτικά σώματα της Μακεδονίας, θα γίνουνταν διπλωματικό ζήτημα, ίσως και πόλεμος.

- Μα γιατί λοιπόν πήγε; ρώτησε ο Λουκάς.

- Γιατί έπρεπε να σηκωθεί το φρόνημα του ελληνικού πληθυσμού, που ήταν τρομοκρατημένο από τις βουλγάρικες θηριωδίες. Ήταν τρομερά τα κακουργήματα των κομιτατζήδων...

- Τι θα πει κομιτατζήδες; ρώτησε ο Λουκάς.

- Μη διακόπτεις αδιάκοπα! αναφώνησε νευριασμένος ο Περικλής. Άκου, μα μη μιλάς.

- Κομιτατζήδες λεν τους άτακτους Βουλγάρους, εξήγησε υπομονητικό ο Βασίλης, σα να πούμε τους αντάρτες, που οπλισμένοι βγαίνουν στα βουνά, και που τάχα πολεμούν για την ελευθερία, χωρίς να υπάγονται στους νόμους και στην πειθαρχία του στρατού. Και με την πρόφαση αυτή πως είναι άτακτοι κάνουν φοβερά εγκλήματα, πέφτουν στα άοπλα ελληνικά χωριά, πιάνουν τους προύχοντες, τους παπάδες, τις γυναίκες, τα παιδιά, βασανίζουν, καίουν, σκοτώνουν, για να τους υποχρεώσουν, με την τρομοκρατία, ν' απαρνηθούν τον Πατριάρχη και ν' αναγνωρίσουν το Βούλγαρο Έξαρχο, που είναι αρχηγός της δικής τους Εκκλησίας, από τότε που γίνηκαν σχισματικοί και χωρίστηκαν από τη δική μας. Φοβερά μαρτύρια τους κάνουν, ιδίως των παπάδων, που είναι, σα να πούμε, αρχηγοί του ελληνικού πληθυσμού.

- Μα οι Τούρκοι τους αφήνουν; ρώτησε ο Λουκάς, που δεν μπορούσε να συγκρατηθεί όταν δεν καταλάβαινε κάτι στη διήγηση του Βασίλη.

- Οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρονται. Χαίρονται μάλιστα ν' αλληλοσπαράζονται οι Χριστιανοί, για να κυριαρχούν αυτοί, είπε ο Βασίλης. Στάθηκε μια στιγμή, χαμένος στις ενθυμήσεις του. Και σηκώνοντας τα μάτια στα δυο αγόρια, είπε σιγά:

« - Εδώ, μακριά, στην ηρεμία και την ευζωία, είναι δύσκολο να φανταστείτε τι είναι εκείνος ο αγώνας μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, σε τρομοκρατημένα μέρη. Η Μακεδονία είναι πλούσιος και ωραιότατος τόπος, ελληνική από τα πιο αρχαία χρόνια. Μας την πήραν οι Τούρκοι, μα η ψυχή της έμεινε ελληνική. Τη λιμπίστηκαν οι αχόρταγοι Βούλγαροι και θέλησαν να μας την πάρουν και αυτήν, όπως πήραν ξαφνικά, στα 1885, με επανάσταση, την Ανατολική Ρωμυλία, που ήταν και αυτή ελληνικότατο μέρος, και την ένωσαν με τη Βουλγαρία.

Δεν ήταν όμως εύκολο να πάρουν μ' αιφνιδιασμό τη Μακεδονία, όπως είχαν κάνει με την Ανατολική Ρωμυλία. Άρχισαν λοιπόν, σιγά - σιγά, με πονηριά, να δασκαλεύουν μυστικά τους χωριανούς, να τους λεν πως πρέπει να σηκωθούν οι Μακεδόνες και να ζητήσουν αυτονομία.

Φυσικά, αυτό παρέσυρε πολλούς, που πίστεψαν πως έτσι θ' αποκτήσουν την ελευθερία τους. Μα κοντά σ' αυτή την προπαγάντα, άρχισαν να ζητούν από τους Μακεδόνες ν' αποσπασθούν από τον Πατριάρχη και να γίνουν εξαρχικοί. Σιγά - σιγά αγρίευαν. Ζητούσαν χρήματα από τους χωρικούς μας, τάχα να τους οπλίσουν. Μα όπλα δεν έδιναν ποτέ. Σα δεν ήθελαν οι δικοί μας να πληρώσουν, έπεφταν τα βουλγάρικα κοράκια στα χωριά, για να τα τρομοκρατήσουν, και υποχρέωναν τους γεωργούς να πουλούν τα ζώα και τα χωράφια τους, για να σηκώσουν χρήματα. Όλα αυτά, τάχα πως αγωνίζονται για να ελευθερώσουν τη Μακεδονία. Οι δικοί μας τότε ξύπνησαν. Κατάλαβαν πως δεν ήταν λόγος για ελευθερία, παρά για αλλαγή σκλαβιάς, δηλαδή από ραγιάδες να γίνουν δούλοι των Βουλγάρων. Και αρνήθηκαν.

Τι τράβηξαν τότε αυτοί οι πρώτοι μάρτυρες! Οι Τούρκοι δεν τους επέτρεπαν να έχουν όπλα. Οι Βούλγαροι, που λάμβαναν όπλα από τη Βουλγαρία, έπεφταν στ' άοπλα χωριά, ρήμαζαν, έκαιαν, σκότωναν, πελεκούσαν ζωντανούς, έβγαζαν μάτια, έκοβαν γλώσσες, βασάνιζαν, λόγχιζαν, αποκεφάλιζαν, αρχίζοντας από τους προεστούς, τους παπάδες ιδίως, και τους δασκάλους, που ήταν οι οδηγοί στα Ελληνοχώρια.

Από τα 1900 αγρίεψε ακόμα περισσότερο ο κατατρεγμός.

Κάθε λίγο καταφεύγαμε στους προξένους μας και ζητούσαμε βοήθεια, τουφέκια, φυσέκια, από την Ελλάδα. Μα το ελεύθερο Κράτος, τσακισμένο από την ήττα του 97, δεν τολμούσε να κουνήσει. Τότε, πρέσβυς στην Πόλη ήταν ο Μαυροκορδάτος, άνθρωπος με καρδιά και πατριωτισμό. Φώναξε ένα νέον ιερωμένο του Φαναριού και του είπε:

"Χήρεψε η Μητρόπολη Καστοριάς. Να πας εσύ!".

"Εγώ;" έκανε ο ιερωμένος. "Μα είμαι τόσο νέος!".

"Ακριβώς", του είπε ο πρέσβυς. "Θέλουμε νέους. Και η Καστοριά υποφέρει πολύ από τους κομιτατζήδες. Να πας και να οργανώσεις τους Έλληνες".

"Θα πάγω", είπε ο ιερωμένος.

Κι έφυγε. Και παρέλαβε τη Μητρόπολη και το ποίμνιο, που είχε μείνει χωρίς αρχηγό. Τόλεγε η καρδιά του, του καινούριου Δεσπότη Καστοριάς1!

Μα η ελεύθερη Ελλάδα είχε δεμένα τα χέρια της. Ο Δεσπότης φώναξε τον Έλληνα οπλαρχηγό, που είχε γίνει εξαρχικός, τον Κώττα από τη Ρούλια. Του μίλησε, τον ντρόπιασε, τον φιλοτίμησε, τον ενθουσίασε, του πήρε την καρδιά, και τον έστειλε, με το σώμα του, να διαφεντέψει τα ελληνικά χωριά από τους κομιτατζήδες. Δε στάθηκε βέβαια σ' αυτή την επιτυχία. Συνεννοήθηκε με τα ελληνικά προξενεία, που άρχισαν και αυτά σιωπηλά και κρυφά να κάνουν προπαγάντα ελληνική. Είχε μάθει πως ένας άλλος οπλαρχηγός εξαρχικός, ο Γκέλεφ, είχε συγγενικές διαφορές με άλλο Βούλγαρο. Τον πήρε και αυτόν από το μέρος του.

Στο μεταξύ οι Βούλγαροι σκότωσαν ένα γέρο, μα πολύ παλικάρι, παπα-Δημήτρη, από το Στρέμπενο, χωριό βορειοανατολικά από την Καστοριά, καθώς έφευγε από τη Μητρόπολη Καστοριάς. Χειροτονεί αμέσως ο Δεσπότης το γιο του παπά, είκοσι χρόνων αγόρι, και τον στέλνει στο Στρέμπενο, αλλά και φωνάζει τον ανεψιό του παπα-Δημήτρη, έναν αληθινό γίγαντα και στο ανάστημα και στην ψυχή, που τον έλεγαν Βαγγέλη. Τον ορκίζει στο Ευαγγέλιο, τον οπλίζει, και τον στέλνει και αυτόν στο Στρέμπενο, να σηκώσει και να οπλίσει τα παλικάρια του χωριού. Αυτό το σώμα του καπετάν-Βαγγέλη είναι το πρώτο ελληνικό σώμα που βγήκε στο κλαρί. Ήταν στα 1901».

- Μα όπλα; διέκοψε αναμμένος ο Λουκάς. Είπες πως δεν είχατε όπλα. Πού τα βρήκε ο Μητροπολίτης;

«Αυτός; Και από τις πέτρες θάβγαζε τουφέκια! Κατάφερε να μαζέψει χρήματα, και τ' αγόρασε από τους Τούρκους. Έλεγε στους χωρικούς: "Τι δίνετε χρήματα στους Βουλγάρους; Αγοράσετε σεις τα όπλα και διαφεντευθείτε". Και όταν του έλεγαν οι Τούρκοι: "Τι τα θέλεις τα τουφέκια;" - "Μας σκοτώνουν οι Βούλγαροι", αποκρίνουνταν εκείνος, "και θέλομε να διαφεντευθούμε". Και του έδιναν. Του είχαν εμπιστοσύνη, και τον σέβουνταν πολύ οι Τούρκοι. Όπλισε τον καπετάν-Βαγγέλη με οκτώ παιδιά. Ήταν λίγοι, μα τόλεγε η καρδιά τους, ήταν ένας κι ένας στην παλικαριά.

Κατάλαβε όμως ο Δεσπότης πως όσο γενναίοι και αν ήταν, αυτοί οι λίγοι δε θα συγκρατούσαν το σύννεφο των κομιτατζήδων που είχαν αξιωματικούς Βουλγάρους. Συνεννοήθηκε με τον πρόξενο2 του Μοναστηριού, πατριώτη αγνό, και όπλισε τα τριγυρινά ελληνικά χωριά, το Νερέτι, όπου σκότωσαν οι Βούλγαροι τον παπα-Κωνσταντίνο, το Ποσιδέρι... Να θυμάσαι το Ποσιδέρι, κύριε Περικλή...».

- Γιατί ιδιαιτέρως αυτό; ρώτησε ο Περικλής.

« Έτσι. Να το θυμάσαι», αποκρίθηκε ο Βασίλης, κι εξακολούθησε: «Και όπλισε και άλλα χωριά ο Δεσπότης, το Μπογατσικό, την Κλεισούρα, το Λέχοβο. Δεν τολμούσαν πια να πλησιάσουν οι Βούλγαροι. Μόλις κοτούσαν να σιμώσουν, έβγαιναν τα δικά μας παιδιά, και όπου χτυπιούνταν, τις έτρωγαν οι Βούλγαροι. Μα οι σκοτωμοί των προεστών, παπάδων και δασκάλων άρχισαν να ξυπνούν την κοινή γνώμη στο ελεύθερο κράτος. Ο Μίκης Ζέζας έγραψε του Δεσπότη. Του αποκρίθηκε αμέσως εκείνος. Η κυβέρνηση όμως, πού να κουνήσει! Απελπισμένος του έγραψε ο Ζέζας: "Εδώ κοιμούνται. Τι μπορώ να σου κάνω εγώ;". Του αποκρίθηκε ο Δεσπότης: "Στείλτε μου εκατό γκρα τουφέκια και φυσίγγια". Και του τα έστειλε».

- Πώς; Πώς; αναφώνησε ο Λουκάς.

Ο Βασίλης σήκωσε πάλι τα μάτια του, που ήταν βαριά από σκέψη κι ενθυμήσεις. «Έστειλε ο Δεσπότης ένα μικρό σώμα στα σύνορα μας, στην Καλαμπάκα... και κατάφερε και τα πέρασε στη Μακεδονία», αποκρίθηκε. «Μα ο Δεσπότης είχε ανάψει πολύ κόσμο. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, παράβγαιναν πώς να βοηθήσουν τον αγώνα. Τα εκατό γκρα του Μίκη Ζέζα ήταν για το Δεσπότη μεγάλη ενίσχυση. Ξεπαστρέψαμε τέσσερεις οπλαρχηγούς του Βουλγαρικού Κομιτάτου, και ανέπνευσαν τα δικά μας χωριά».

- Πολεμούσες και συ, Βασίλη; ρώτησε ο Λουκάς. «Πολεμούσα. Είχα πάγει στο σώμα του καπετάν-Κώττα.

Με είχε ορκίσει ο Δεσπότης. Και κόπασε η δράση των κομιτατζήδων τότε», εξακολούθησε ο Βασίλης. «Τα είχαν χάσει. Αν εκείνη την εποχή βοηθούσε λίγο το ελεύθερο Κράτος, κάτι θα γίνουνταν. Μα πού! Τα κόμματα μεταξύ τους αγωνίζουνταν ποιο να πάρει την αρχή. Στους προξένους, που ζητούσαν βοήθεια για να σωθεί ο Ελληνισμός στη Μακεδονία, η Κυβέρνηση απαντούσε: "Μη γεννάτε ζητήματα!" Αυτοί ήταν ήσυχοι στην Αθήνα και διόριζαν και ξεδιόριζαν χωροφύλακες, δασκάλους, υπαλλήλους του κόμματος. Τι τους ένοιαζε τι τραβούσαμε μεις;

Δεν άργησαν να πάρουν τ' απάνω τους οι κομιτατζήδες, και ξανάρχισαν πάλι τη δράση τους. Ξανάρχισαν οι σφαγές. Απελπισμένος, γράφει ο Δεσπότης του Μίκη Ζέζα: "Στείλτε μου από κει μερικά παιδιά". Και πάλι του γράφει μ' ενθουσιασμό ο Ζέζας, και του στέλνει, από δική του πρωτοβουλία, δέκα Κρητικόπουλα, διαλεγμένα ένα - ένα. Και του γράφει: "Άμα μάθουν καλά τον τόπο, να τους κάνεις οπλαρχηγούς". Ήταν Ιούνιος του 1903. Μα ήταν πια αργά. Σε λίγες μέρες, στις 20 Ιουλίου 1903, κηρύχθηκε η βουλγαρική επανάσταση, που γέλασε όλη την Ευρώπη τάχα πως ήθελε να ελευθερώσει τη Μακεδονία. Μαύρισαν τα βουνά από κομιτατζήδες με τις οικογένειες τους. Βρέθηκε ο Δεσπότης κλεισμένος στην Καστοριά, μαζί και ο Βαγγέλης με τα παλικάρια του και τους Κρητικούς.

Μα μάζεψαν τότε δυνάμεις οι Τούρκοι, και σ' ένα μήνα διέλυσαν την επανάσταση κι έκαψαν μερικά Βουλγαροχώρια, μαζί και τα δικά μας. Τι τους ένοιαζε; Χριστιανοί ήταν.

Κατέφυγαν οι Έλληνες βουλγαρόφωνοι στη Μητρόπολη, μην πάθουν και αυτοί από τους Τούρκους, γιατί μιλούσαν Βουλγάρικα. Κατάφθασαν και Βούλγαροι.

"Σώσε μας, Δεσπότη μου!".

"Τώρα ζητάτε προστασία;" τους είπε κείνος θυμωμένος. "Όταν σφάζετε σεις, ποιος μας προστατεύει εμάς;". Τους βοήθησε όμως και τους έθρεψε στη μεγάλη τους δυστυχία. Μόνο που τους συμβούλεψε να ξαναγυρίσουν πατριαρχικοί. Και αυτοί όλοι έκαναν αναφορές, πως τους γέλασαν οι Βούλγαροι, και γύρισαν στην Ορθοδοξία σωρηδόν. Έτσι άδοξα τελείωσε η βουλγαρική επανάσταση. Αν ήθελε τότε να βοηθήσει λίγο η Ελληνική Κυβέρνηση, θάβαζε θεμέλια εθνικής δράσεως στη Μακεδονία, δε θα ήμασταν εκεί που είμεθα τώρα.

Αντιθέτως, ακούραστα δούλεψαν οι Βούλγαροι. Κατόρθωσαν να σχηματίσουν βουλγάρικο κομιτάτο στο Λονδίνο, και τόσο έπεισαν την κοινή γνώμη στην Ευρώπη όλη, ώστε η Τουρκία έστειλε ένα Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, τον Χιλμή Πασά, και δέχθηκε Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς, να της διοργανώσουν τη χωροφυλακή. Όλοι αυτοί ήσαν βουλγαρόφιλοι. Ωστε δε μας έφθαναν οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι, μόνο είχαμε ν' αντιπολεμούμε και τις ξένες προπαγάντες, και τις ξένες αστυνομίες, που παντού μας έφερναν δυσκολίες και μας καταπίεζαν. Επέμειναν οι Φράγκοι να δοθεί γενική αμνηστία στους επαναστάτες Βουλγάρους, άνοιξαν οι φυλακές, και γέμισε πάλι η Μακεδονία κομιτατζήδες και οπλαρχηγούς Βουλγάρους». Σώπασε πάλι ο Βασίλης, βουτημένος στις ενθυμήσεις του.