Μάγκας
Συγγραφέας:
ΚΗ'. Προς τον αγώνα


Πέρασαν μερικές μέρες. Το σπίτι μας είχε χάσει την ήρεμη όψη του.

Οι ειρηνικές και χαρούμενες κουβέντες είχαν σβήσει. Μόνο για τουφέκια και φυσίγγια και βουνά και αντάρτες μιλούσαν τώρα. Ο Μήτσος ήταν όλος χαρά, φωτιά και υπερηφάνεια. Η Εύα, καθισμένη κοντά του, τον κοίταζε με καμάρι και συγκίνηση. Ο Λουκάς σιωπούσε θλιμμένος, που ήταν μικρός ακόμα να φύγει με τον Μήτσο. Οι δίδυμες κρέμουνταν στα χέρια του Μήτσου, και όλο τον ρωτούσαν για την αναχώρηση του, αν θα πήγαινε στην Κρήτη πριν πάγει στη Μακεδονία, αν θα σήκωνε Κρητικόπουλα για να πάρει μαζί του, αν θα πήγαινε ως οπλαρχηγός στα βουνά, αν θα σκότωνε πολλούς κομιτατζήδες.

Καθισμένη λίγο παράμερα, σιωπηλή τώρα μέσα στη μεγάλη αυτή έξαψη, η μητέρα δεν έβγαζε πια τα μάτια της από πάνω του. Τον κοίταζε και τον θαύμαζε, και, κάθε λίγο, δάκρυα θόλωναν τα μάτια της.

Δεν είχε αντισταθεί, σαν άκουσε την επιθυμία του γιου της, δεν είχε παραπονεθεί. Μα η καρδιά της μάτωνε που τον κοίταζε, και που υπελόγιζε τους κινδύνους όπου θα έπεφτε το αγόρι της, που έφευγε ξαφνικά από την αγκαλιά της, για να ριχθεί στις αγριότερες κακοπάθειες. Η Γιαγιά την κρυφοκοίταζε και την παρακολουθούσε μυστικά, και κάθε λίγο πήγαινε κοντά της και χάιδευε το χέρι της ή τη φιλούσε τρυφερά.

- Έννοια σου... της μουρμούριζε παρηγορητικά. Θα φύγω μαζί του, θα φροντίσω να πάρει ρούχα ζεστά, και θα τον πάγω ως τη Θεσσαλονίκη. Από κει θα σου γράφω τακτικά και θα σου τηλεγραφώ ειδήσεις του. Έννοια σου. Θα σ' έχω ενήμερη, θα σου λέγω τι κάνει.

Για να ησυχάσει τα παιδιά της, η Γιαγιά είχε αποφασίσει να χαλάσει τη δική της ησυχία, ν' αφήσει το σπίτι της, και να πάγει να καθήσει στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι κάποιου γιατρού, φίλου του αντρός της, που άλλοτε τον είχε φιλέψει, και που την είχε προσκαλέσει εκείνος, οπόταν πάγει στη Θεσσαλονίκη να μείνει σπίτι του.

- Έτσι θα είμαι κοντά του, έλεγε στ' αφεντικά. Θα τον παρακολουθώ, θα τον βλέπω κάθε φορά που θα έρχεται στη Θεσσαλονίκη, και θα μεταδίδω τα γράμματα του, που ευκολότερα θα μου έρχονται εμένα, στου γιατρού το σπίτι, παρά εσάς εδώ.

Στέναζε η κυρά μου, και δεν έλεγε τίποτα. Μα η έννοια και η ανησυχία αποτυπώνουνταν όλο και βαθύτερα στην όψη της. Μόνος ο Περικλής έστεκε χωριστά, δεν ανακατώνουνταν πια στις κουβέντες, δεν φαίνουνταν σχεδόν να ενδιαφέρεται στις προετοιμασίες. Σαν είδε πως στην απόφαση του Μήτσου δεν εναντιώνουνταν η μητέρα του και δεν τον εμπόδιζε, με ορμητικό ενθουσιασμό ζήτησε να φύγει κι εκείνος, να πάγει με τον εξάδελφο του, να του δοθεί η άδεια να πολεμήσει κι εκείνος. Μα ο αφέντης αρνήθηκε.

- Είσαι μικρός ακόμα, του είπε. Έχεις καιρό αργότερα να πολεμήσεις και συ, όταν σε καλέσει η πατρίδα.

- Δεν είμαι μικρός, Θείε, πάτησα τα δεκαέξι! αναφώνησε ο Περικλής. Και είμαι δυνατός και μαθημένος στις πορείες και στη ζωή στο ύπαιθρο.

- Όχι, παιδί μου, δεν κάνει, αποκρίθηκε ο αφέντης. Είσαι μόλις δεκαπέντε χρονών, δεν μπορείς ν' ανθέξεις σε κακοπέραση, που και γινόμενους άντρες τους τσακίζει.

- Ο Παππούς μου, στην ηλικία μου, πολεμούσε!

- Άλλα ήταν τα χρόνια του Παππού σου, και άλλα σήμερα. Στα χρόνια εκείνα, μες στα τουφέκια και στα μπαρούτια, τα παιδιά δεν πρόφθαιναν να σπουδάσουν. Άλλες είναι οι περιστάσεις σήμερα. Εσύ τώρα τελειώνεις το Γυμνάσιο. Πώς θα διακόψεις τις σπουδές σου; Πώς μπορώ να σου επιτρέψω να μείνεις τυφλός; Όχι, παιδί μου, δε γίνεται. Παρακάλεσε και ξαναπαρακάλεσε ο Περικλής. Μα ο αφέντης έμεινε αμετάπειστος.

Και τότε σώπασε κι εκείνος, κλείστηκε στον εαυτό του, έπαυσε να μιλά πια για την αναχώρηση του μεγάλου εξαδέλφου του. Σιωπηλός και σκυθρωπός, άκουε τις ομιλίες χωρίς να ανακατώνεται, σαν αδιάφορος σε ό,τι γίνουνταν γύρω του.

- Το παιδί υποφέρει, Πατέρα, είπε μια μέρα ο Μήτσος, βλέποντας τον ν' ανεβαίνει συλλογισμένος και αμίλητος στην κάμαρα του.

- Το ξέρω, αποκρίθηκε ο αφέντης. Και αν ήταν γιος μου, ίσως ν' αποφάσιζα να τον αφήσω να φύγει, ιδίως που είναι ανεξάρτητος οικονομικώς, και μπορεί να ζήσει και χωρίς σπουδές... Μα είμαι κηδεμόνας του, έχω βαριά ηθική ευθύνη απέναντι του. Αν φύγει τώρα, πότε θα σπουδάσει; Μήπως ξέρομε πότε θα γυρίσετε;

Και σώπασε ο αφέντης, και ο Μήτσος δεν είπε πια τίποτα. Και έτσι έφθασε η μέρα του χωρισμού. Μελαγχολικά κοίταζα τα πήγαινε κι έλα. Και συλλογίζουμουν τι άσχημες που θα είναι στο μέλλον οι μέρες χωρίς τον Μήτσο. Από το πρωί όλο το σπίτι ήταν στο πόδι. Ο Σωτήρης καθάριζε το περίστροφο του Μήτσου. Η Μαριγώ έτριβε τις μπότες του, ώσπου γυάλισαν σαν καθρέφτες. Τα παιδιά έφερναν κι έκρυβαν μικρά δώρα ανάμεσα στα ρούχα του Μήτσου, που ένα - ένα τα συγύριζε η μητέρα του σε μια βαλίζα. Η Εύα ετοίμαζε ένα πρόχειρο φαρμακείο και ό,τι χρειάζουνταν για ράψιμο, βελόνες, κουμπιά, κλωστές. Όλοι τριγύριζαν το παιδί του σπιτιού, που έφευγε για ένα ιδανικό, που πήγαινε στον άγριο αγώνα, και όλοι γύρευαν ως την τελευταία στιγμή να σκορπίσουν απάνω του το ξεχείλισμα της αγάπης τους.

- Για δες, τον Μάγκα. Σήμερα δεν πηδά, είπε η Λίζα στον Λουκά.

- Λες κι αισθάνεται και αυτός πως φεύγει ο Μήτσος, πρόσθεσε η Εύα.

Και αναστέναξε. Αναστέναξα κι εγώ. Και βέβαια ένιωθα! Ένιωθα περισσότερο από τους ανθρώπους τη λύπη που βάραινε στον αέρα. Ήλθε η τελευταία ώρα. Ο Βασίλης έδεσε τα λουριά της βαλίζας, και τη φόρτωσε στο αμάξι που περίμενε εμπρός στη βεράντα. Είχα κατέβει μαζί του, και, λυπημένος, πήγα και κάθησα στο χόρτο. Νευρική και περίεργη, σκάβοντας το χώμα με το πέταλο της, στέκουνταν η Ντέιζη πλάγι στον Μπόμπη, που, σοβαρός και συλλογισμένος, κοίταζε μπροστά του. Ίσιος στο κάθισμα του, με τα γκέμια χαλαρά, το άσπρο του καπέλο κατεβασμένο ως τα μάτια του, κάθουνταν ο Χάρης, αγέλαστος και αυτός, σα στρατιώτης πειθαρχικός. Το αμάξι έλαμπε κατακάθαρο, έτοιμο να πάρει τ' αφεντικά. Και πίσω του στέκουνταν το δεύτερο αμάξι, με τον Κεχαγιά και την Αστέρω, και με τον Σπύρο αμαξά. Κανένας δεν είχε όρεξη για ομιλίες. Ήμασταν όλοι σα μουδιασμένοι. Στο τέλος όμως δε βάσταξε η Ντέιζη. Η περιέργεια της νίκησε την ακαταδεξιά της.

- Πού πάγει ο Μήτσος; με ρώτησε τεντώνοντας εμπρός τη λεπτή μύτη της.

- Στη Μακεδονία, είπα.

- Πού είναι αυτή;

- Δεν ξέρω.

- Και τι πάγει να κάνει στη Μακεδονία; Κάτι θ' άκουσες εσύ, που πας στο σπίτι μέσα. Στο στάβλο κανείς δεν ξέρει. Ο Χάρης απορεί και ανησυχεί. Ο Σπύρος κλαίγει, και ο Σωκράτης στενάζει.

- Πάγει να βρει το παιδί του Βασίλη, που το πήραν οι Βούλγαροι, είπα.

- Τι είναι οι Βούλγαροι; ρώτησε πάλι η Ντέιζη.

- Είναι κακοί άνθρωποι, αποκρίθηκα.

Ο Μπόμπης γύρισε σε μένα τα σοβαρά του μεγάλα μάτια.

- Μάγκα, μου είπε, πήγαινε μαζί του. Ανατινάχθηκα.

- Με ποιον; ρώτησα λαχανιασμένος από τη συγκίνηση.

- Με τον Μήτσο. Θα σ' έχει ανάγκη. Εκεί που πάγει, έχει Τούρκους. Το ξέρω από κάτι που έλεγε χθες ο Σπύρος. Και οι Τούρκοι είναι κακοί άνθρωποι, είναι εχθροί μας, το άκουσα από τον μακαρίτη τον Κίτσο, που έσωσε τον αφέντη στα 97. Και το λέγει και ο Σπύρος. Ανάμεσα στους κακούς ανθρώπους θα σ' έχει ανάγκη. Πήγαινε μαζί του, Μάγκα.

- Και τι μπορώ εγώ να κάνω; ρώτησα ζαλισμένος από τα πολλά αισθήματα, ελπίδες και σκέψεις που ξαφνικά σκουντοκοπήθηκαν και κουβαριάστηκαν στο μυαλό μου.

- Μπορείς πολλά. Εσείς, τα σκυλιά, έχετε ακοή πολύ λεπτή, και όσφρηση δυνατή. Κι έχετε προπάντων εκείνο που λείπει στους ανθρώπους, τη διαίσθηση, που σας κάνει να ξεχωρίζετε τον κακό άνθρωπο από τον καλό. Εσύ λαχταρούσες να γίνεις ήρωας, και να κάνεις κάτι σαν τα σκυλιά που σου έλεγαν τ' αφεντικά, να σώσεις ανθρώπους, να τους φυλάγεις, να πεθάνεις γι' αυτούς. Ε, να περίσταση. Πήγαινε τώρα με τον Μήτσο, και σώσε τον από τους Τούρκους. Κάθε φορά που θα θέλει κανένας να του κάνει κακό, εσύ να τον σώζεις.

Από τη χαρά μου πήδηξα πάνω του, και του έγλειψα τα γυαλιστά του μαύρα πόδια.

- Θα πάγω! Τι καλά που το σκέφθηκες! Θα πάγω, γάβγισα καταχαρούμενος.

Μέσα στο σπίτι φωνές ακούουνταν:

- Περικλή! Περικλή! Πού είσαι Περικλή; Φεύγομε. Βγήκαν έξω τ' αφεντικά και κοίταξαν ολόγυρα.

- Πού είναι ο Περικλής; Είδες τον κύριο Περικλή; ρώτησε η Εύα τον Χάρη.

- Όχι, κυρία Εύα, αποκρίθηκε ο αμαξάς. Δεν πέρασε από δω καθόλου.

- Περικλήηη!... φώναξε ο Λουκάς. Κανένας δεν αποκρίθηκε.

- Μα πού είναι; έκανε στενοχωρημένος ο Μήτσος. Δε θέλω να φύγω χωρίς να τον αποχαιρετήσω.

Και, ξαναμπαίνοντας στο σπίτι, φώναξε πάλι:

- Περικλήηη...

- Δεν είναι στην κάμαρα του, είπε επιστρέφοντας. Η Μαριγώ πήγε να τον γυρέψει, μα δεν τον βρίσκει πουθενά.

- Πρέπει όμως να φύγομε, είπε ο αφέντης κοιτάζοντας τ' ωρολόγι του. Το πλοίο δεν περιμένει.

Ο Μήτσος γύρισε στη Μαριγώ που έστεκε στην πόρτα κλαμένη.

- Αν έλθει, πες του να πάρει ένα αμάξι και να κατέβει γρήγορα στο λιμένα, της είπε.

- Άιντε, μην κλαις, Μαριγώ, της είπε ζωηρά. Γρήγορα θα ξαναγυρίσω με τον Βασίλη και το παιδί του, πρώτα ο Θεός. Να το βρούμε μόνο, πρόσθεσε πιο σιγά.

Έναν - έναν αποχαιρέτησε όλους τους υπηρέτες, που είχαν μαζευθεί στη σκάλα της βεράντας, και τελευταία έσφιξε το χέρι του Σωτήρη.

- Έβρε γρήγορα τον κύριο Περικλή, και στείλε μας τον στο πλοίο, του είπε πάλι. Δεν θέλω να φύγω χωρίς να τον αποχαιρετήσω.

Μπήκε στο αμάξι με τους γονείς του, και τ' άλογα ξεκίνησαν. Πήδηξα μέσα κι εγώ, και με πήρε στα γόνατα του και με χάιδεψε.

- Έρχεται και ο Μάγκας να με ξεπροβοδίσει, είπε γελαστός.

Πίσω ακολουθούσε το δεύτερο αμάξι, με την Εύα, τη Γιαγιά και τα παιδιά. Στην αποβάθρα βρήκαμε τον Χρήστο που περίμενε.

- Μήπως είδες τον Περικλή; ρώτησε ο Μήτσος. Μα όχι, δεν τον είχε δει.

- Θα τον περιμένομε εδώ - κάτω, μήπως φθάσει ακόμα, είπε ο Μήτσος.

- Πήγαινε μέσα στο πλοίο μαζί με τ' αφεντικά, μου ψιθύρισε ο Μπόμπης. Μα κοίταξε μη σε πάρουν σαν ξανακατέβουν...

- Έννοια σου... του αποκρίθηκα.

Και κρυφά τον αποχαιρέτησα, με μια γλειψιά στα ρουθούνια του. Περνούσε η ώρα. Ένας - ένας έφθαναν οι ταξιδιώτες, και ανέβαιναν στο πλοίο. Πολλά αμάξια κατάφθαναν με φίλους και συγγενείς, που έρχουνταν να ξεπροβοδίσουν τους ταξιδιώτες. Μόνον ο Περικλής δεν έφθανε.

Ώσπου ήλθε η ώρα να σαλπάρει το πλοίο, και όλοι ανέβηκαν στο κατάστρωμα. Έφυγα κρυφά από κοντά από τ' αφεντικά μου, και πήγα και κρύφθηκα κάτω από ένα βελουδένιο σοφά με κρόσια, που κρέμουνταν ως κάτω και με σκέπαζαν όλον. Από κει έβλεπα τον Μήτσο, που στέκουνταν στο κατάστρωμα απέξω, και είδα τη μητέρα του που τον φιλούσε, βαστώντας τα δάκρυα της, κι εκείνον που την αγκάλιαζε σφιχτά. Ύστερα πήγαν παρακάτω και δεν τους είδα πια. Άκουσα τη φωνή του Λουκά, που με φώναζε, και τρόμαξα μην έλθει και με βρει. Εκεί κοντά, ήταν μια σκάλα. Βγήκα στα κλεφτά, είδα πως δε φαίνουνταν κανείς και κατέβηκα βιαστικά.

- Περίεργο! σκέφθηκα. Εδώ μυρίζει Περικλή!

Τόσο περίεργο μου φάνηκε, που ξέχασα τον Λουκά. Και ακολουθώντας τη μυρωδιά, κατέβηκα δυό πατώματα, πέρασα από μακρύ στενό διάδρομο και σταμάτησα εμπρός σε μια πόρτα. Μύριζε δυνατά Περικλή, και άρχισα να σιγοκλαίγω ξύνοντας την πόρτα. Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε, ένα χέρι με άρπαξε από το γιακά και με τράβηξε μέσα. Κι έκλεισε πάλι η πόρτα. Ήταν ο Περικλής, κατακόκκινος, συγκινημένος, λιγάκι φοβισμένος.

- Κάτσε δω, Μάγκα, ήσυχα... είπε χαμηλόφωνα. Κρότοι περίεργοι ακούουνταν από πάνω μας, τρεξίματα, περπατήματα, σφυρίγματα, κι ένα ντουκ, ντουκουντάκ - ντουκ, ντουκουντάκ - ντουκ, βουβό και τακτικό.

Ο Περικλής, μ' ένα γόνατο στο χαμηλό κρεβάτι μπροστά του, με βαστούσε από τον κολάρο μου και κοίταζε τα κατάρτια των γειτονικών πλοίων και καραβιών, που περνούσαν κι έφευγαν μπροστά στο στρογγυλό παραθυράκι της καμπίνας. Κι έξαφνα, με άρπαξε στην αγκαλιά του, και, ξεσπάζοντας, φώναξε με χαρά:

- Τελείωσε! Φύγαμε! Πάμε να τους δούμε, Μάγκα! Τρεχάτοι περάσαμε στο στενό διάδρομο, ανεβήκαμε τη σκάλα και βγήκαμε στο κατάστρωμα.

Σκυμμένος στην κουπαστή, ο Μήτσος, πλάγι στη Γιαγιά, αποχαιρετούσε με το χέρι τους γονείς του και τ' αδέλφια του, που στέκουνταν στην αποβάθρα με τον Χρήστο.

- Καλά το μάντεψα πως κρύβεσαι εδώ μέσα, κύριε Περικλή, ακούστηκε μια φωνή.

Γύρισε ο Περικλής και είδε τον Βασίλη.

- Θα με συγχωρήσουν; έκανε χαμηλόφωνα εκείνος. Έτρεξε στην κουπαστή και άπλωσε το χέρι του.

- Εύα! Θεία! Θείε! φώναξε, και η φωνή του έτρεμε.

Μια στιγμή όλοι έμειναν άφωνοι. Γύρισε η Γιαγιά, τον είδε, και απλώνοντας το χέρι της το ακούμπησε στο κεφάλι του.

- Γιώργο, φώναξε του αφέντη, δώσ' του την ευχή σου. Ο αφέντης σήκωσε το καπέλο του.

- Ο Θεός μαζί σου, Περικλή! του φώναξε. Με την ευχή μας όλων, πήγαινε, κάνε το καθήκον σου...

Η φωνή του ακούστηκε βραχνή, σαν πνιγμένη.

- Στο καλό, Περικλή, φώναξε η Εύα, και καλήν αντάμωση πάλι...

- Εύα! Εύα! Πες να με συγχωρήσουν! φώναξε ο Περικλής, κάνοντας χωνί με τα χέρια του γύρω στο στόμα του.

Και πρώτη φορά είδα τον Περικλή να κλαίγει.

- Στο καλό! Στο καλό, παιδί μου, και η ευχή μας μαζί σου... αποκρίθηκε η κυρά μου, που έκλαιγε κι εκείνη.

Και τότε συγκινήθηκα κι εγώ. Ο Μήτσος είχε σιμώσει τον Περικλή, και ρίχνοντας το χέρι του γύρω στους ώμους του μικρού του εξαδέλφου, τον τράβηξε κοντά του.

- Καλό ταξίδι! φώναξαν όλοι από την ξηρά.

Κι έξαφνα μια φωνή, του Λουκά, μου έσχισε την καρδιά.

- Μάγκα! φώναξε απλώνοντας τα χέρια του.

Του αποκρίθηκα με γαβγίσματα γεμάτα δάκρυα, και τον κοίταζα κι εκείνον και τις Άννα - Λίζα, που απομακρύνουνταν και μίκραιναν στην απόσταση. Και φάρδαινε η θάλασσα, μεταξύ μας, όλο και περισσότερο. Και μίκραιναν εκείνοι στην αποβάθρα. Και ανακατώνουνταν λίγο - λίγο οι γραμμές τους με άλλους ανθρώπους που στέκουνταν εκεί και αποχαιρετούσαν και αυτοί τους δικούς τους. Και τότε έστρεψε το πλοίο, γύρισε πίσω από μιαν αποθήκη, που προεξείχε στο λιμένα, και τους σκέπασε. Και τους χάσαμε από μπροστά μας.

- Καλήν αντάμωση πάλι, είπε σιγά η Γιαγιά, με το γλυκό συγκινημένο της χαμόγελο.

- Αμήν... μουρμούρισε ο Βασίλης. Κι έκανε το σταυρό του.