Μάγκας
Συγγραφέας:
ΙΕ'. Μεσολόγγι


Στο Μεσολόγγι, είπε η Γιαγιά, πήγε ο Μανόλης στην αρχή της πρώτης πολιορκίας, τον Οκτώβριο του 1822, με τον Μάρκο Μπότσαρη, που μαζί του συγγένευε. Οι Τούρκοι κατέβαιναν να το πάρουν με δυο μεγάλους αρχηγούς, τον Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη. Για να κερδίσουν καιρό και να προφθάσουν να μαζέψουν τις σκόρπιες δυνάμεις τους, οι Έλληνες αρχηγοί είχαν στείλει ένα τους, τον Βαρνακιώτη, μ' εντολή ν' αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, τάχα πως σκέπτονται να παραδοθούν. Είχε παραγγελιά ο Βαρνακιώτης να σύρει τα πράματα, ώσπου να ετοιμαστούν αυτοί για την αντίσταση. Μα ο Βαρνακιώτης, που δυστυχώς ζούλευε τους άλλους αρχηγούς ή, χειρότερα, ήθελε πλούτη, καλοπέραση και χρυσάφι, σαν πήγε στον Ομέρ Βρυώνη, πρόδωσε τους συντρόφους του, και προσκύνησε τον Τούρκο, καταστρέφοντας έτσι το σχέδιο και βάζοντας το Μεσολόγγι σε κίνδυνο να πέσει στα χέρια του εχθρού με την πρώτη προσβολή. Αποκαρδιωμένοι, νομίζοντας τα πάντα χαμένα, σκόρπισαν τότε οι αρχηγοί στα βουνά. Δυο όμως παλικάρια, που τόλεγε περισσότερο η καρδιά τους, και που έβαλαν τον πατριωτισμό τους πάνω απ' όλα, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Μάρκος Μπότσαρης, ορκίστηκαν να σώσουν το Μεσολόγγι ή να πεθάνουν.

Κλείστηκε ο Μαυροκορδάτος μέσα στους μισογκρεμισμένους τοίχους της πόλεως, έβγαλε από μέσα όλα τα γυναικόπαιδα, που ήταν στόματα περιττά, και τα έστειλε στην Πελοπόννησο, μάζεψε γύρω του όλους τους άντρες, πήρε από τα γειτονικά χωριά όσα κοπάδια και τροφές βρήκε, και βιαστικά άρχισε να ξαναχτίζει τα χαλασμένα οχυρώματα.

- Και οι Τούρκοι τον άφηναν; ρώτησε ο Λουκάς.

- Δε θα τον άφηναν, βέβαια, και θα κατέστρεφαν το Μεσολόγγι, και θα έσφαζαν ως τον τελευταίο Χριστιανό, αποκρίθηκε η Γιαγιά. Μα ενόσω, μέσα, οχύρωνε ο Μαυροκορδάτος το Μεσολόγγι, ο Μάρκος Μπότσαρης με 600 Σουλιώτες είχε βγει στα βουνά. Σκοπός του να σταματήσει τον Κιουταχή. Αυτές είναι από τις ηρωικότερες σελίδες της Επαναστάσεως, και να τις θυμάστε, παιδιά μου. Άκουσα τον καπετάν-Μανόλη να τις διηγείται, και να τρέμει ακόμα η φωνή του και να ηλεκτρίζεται όλος, μόνο που αναπολούσε κείνες τις μέρες.

- Και τον σταμάτησε, Γιαγιά, τον Κιουταχή; ρώτησε η Άννα, ανυπόμονα.

- Δεν τον σταμάτησε, παιδί μου, αφού κατέβηκε αυτός και πολιόρκησε το Μεσολόγγι. Αλλά τον χασομέρησε για τέσσερα ολόκληρα ημερόνυχτα, και άφησε καιρό στον Μαυροκορδάτο να οργανώσει την αντίσταση.

- Μπράβο του! αναφώνησε μ' ενθουσιασμό η Άννα.

- Ναι, μπράβο του! είπε η Γιαγιά. Αλλά ν' ακούσεις τι εστοίχισε το χασομέρι του Κιουταχή. Ανάμεσα στους 600 που πολέμησαν με τον Μάρκο Μπότσαρη, ήταν και ο μικρός τότε, δεκατεσσάρων - δεκαπέντε χρονών, Μανόλης. Μου διηγήθηκε ο ίδιος πώς κατόρθωσε να βγει από το Μεσολόγγι με τον Μάρκο Μπότσαρη, και να πιάσουν τις κλεισούρες. Και άλλοι αρχηγοί είχαν προσπαθήσει πρωτύτερα να σταματήσουν τον εχθρό. Μα μπρος στα αμέτρητα πλήθη των Τούρκων υποχώρησαν. Και πολλοί σκόρπισαν στα βουνά. Τότε αποφάσισε να βγει ο Μάρκος Μπότσαρης. Μαζί του ζήτησε να βγει και ο Μανόλης. Μα του το αρνήθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης, λέγοντας πως ήταν ακόμα μικρός για τέτοια κουραστική όσο κι επικίνδυνη επιχείρηση. Καθώς λοιπόν, το σούρουπο, βγήκε ο Μάρκος Μπότσαρης με τους 600, χώθηκε και ο μικρός ανάμεσα στους στρατιώτες, και, τυλιγμένος μέσα σε μια κάπα, πέρασε απαρατήρητος. Ανάμεσα στους 600 Σουλιώτες ήταν κι ένας παπάς. Τους πήρε όλους ο Μπότσαρης, τους οδήγησε στο Κεφαλόβρυσο, βόρεια από τη λίμνη της Τριχωνίας, κι εκεί ετοιμάστηκαν για να πεθάνουν.

Σαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες, που, πριν βγουν στη μάχη, καλλωπίζουνταν για να κατέβουν καλοντυμένοι και καθαροί στον Άδη, αν τους έπαιρνε ο Χάρος, έτσι και οι 600 Σουλιώτες στολίστηκαν για το θάνατο. Γδύθηκαν, πλύθηκαν στην πηγή, φόρεσαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν, έλουσαν και χτένισαν τα μακριά μαλλιά τους, που οι Σουλιώτες τ' άφηναν να πέφτουν ως τους ώμους χωρίς να τα κόβουν, και αρματωμένοι, έτοιμοι πια για το θάνατο, στάθηκαν όλοι στη σειρά. Τότε σίμωσε ο παπάς με το σταυρό, τους ξεμολόγησε, τους έδωσε την ευχή του, τους μετάλαβε. Και όλοι, μαζί και ο Μάρκος Μπότσαρης, έδωσαν τον όρκο της αδελφοποιήσεως. Έλεγε ο καθένας: «Η ζωή μου ζωή σου, και η ψυχή μου ψυχή σου», δηλαδή έδιναν όρκο να πεθάνουν ο ένας για τον άλλο, ως τον τελευταίο, αλλά να μη φύγει κανένας.

Και τότε όλοι αλληλοφιλήθηκαν. Στο φίλημα απάνω, αναγνώρισε ο Μάρκος Μπότσαρης το μικρό εξάδελφο του. Μια στιγμή κοντοστάθηκε.

- «Εδώ είσαι, παλιόπαιδο;», του λέγει χαμηλόφωνα. Και τον αρπά στο στήθος του και τον φιλεί.

Ο μικρός, που περίμενε ξύλο, πήγε να τα χάσει. Έπεσε στα γόνατα και φίλησε το χέρι του αρχηγού του.

- «Άφησε μου την τιμή να πεθάνω κοντά σου», παρακάλεσε.

Και να ήθελε τώρα ο Μάρκος Μπότσαρης, δεν μπορούσε πια να τον διώξει, μιας και είχε δοθεί ο όρκος της αδελφοποιήσεως.

- «Εμπρός λοιπόν», του είπε. «Μη φοβηθείς μόνο, μη λιγοψυχήσεις. Γιατί θα σε σκοτώσω».

Και δείχνοντας του τους λόφους πίσω από τους οποίους στέκουνταν οι Τούρκοι:

- «Από δω είναι ο θάνατος», πρόσθεσε.

Και τωόντι, κανένας δεν ήλπιζε να γλιτώσει και να ξαναδεί το Μεσολόγγι.

Από τα ξημερώματα άρχισε το τουφεκίδι. Από τον Ανατολικό, που όπως το λέγει τ' όνομα του, είναι ανατολικά από τη Λιμνοθάλασσα και από το Μεσολόγγι, ο Μαυροκορδάτος και οι δικοί του έβλεπαν μακριά, σαν αστραπές, τις φλόγες των τουφεκιών, άκουαν τη βροντή της μάχης. Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε αποφασίσει τη ζωή του να τη δώσει. Το ίδιο και οι σύντροφοι του. Σα λεοντάρια ρίχνουνταν στους Τούρκους, επιτίθουνταν στα πλευρά τους, τους έκοβαν τη φόρα προς το Μεσολόγγι, και τους υποχρέωναν να σταματήσουν, να υποχωρήσουν, τους βαστούσαν άγρυπνους μέρα - νύχτα, στιγμή ησυχίας δεν τους άφηναν. Τους είχαν αλαλιάσει.

Τέσσερα ημερόνυχτα τους βάσταξαν έτσι. Οι Τούρκοι όμως ήταν πολλοί, οι δικοί μας λίγοι. Κάθε μάχη τους δεκάτιζε, τα φυσίγγια τους τελείωναν, ένας - ένας έπεφτε. Στο τέλος, μια χούφτα πια έμειναν, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς μπαρούτι, αφανισμένοι από την κούραση και την αγρυπνία.

Μου διηγήθηκε ο μπαρμπα-Μανόλης πώς, μισοπεθαμένος από την πείνα και την εξάντληση, πληγωμένος, και γεμάτος αίματα, είχε ξαπλωθεί σ' ένα χαντάκι για να πεθάνει. Πώς τον είδε ο Μάρκος Μπότσαρης, και με όλη του την κούραση, τον φόρτωσε στη ράχη του. Και μου είπε, πώς τη νύχτα, μπήκε στο Μεσολόγγι με τους τελευταίους άντρες του.

Είχε βγει ο Μάρκος Μπότσαρης με 600 Σουλιώτες. Ξαναγύρισε με εικοσιδύο, και ο Μάρκος Μπότσαρης εικοσιτρείς. Όλοι οι άλλοι είχαν πέσει». Σώπασε η γιαγιά συγκινημένη. Και κανένα από τα παιδιά δε μίλησε. Και σε λίγο, συλλογισμένος είπε ο Λουκάς:

- Γιατί, Γιαγιά, λέει η μις Λαμ, πως εμείς δεν ξέρομε να πολεμούμε, και όλο μου χτυπά το 97;

- Στα 1897 νικηθήκαμε, παιδί μου, και νικηθήκαμε αισχρά, γιατί κάναμε έναν πόλεμο ανόητο, χωρίς να είμεθα προετοιμασμένοι, με μια κυβέρνηση που παρασύρθηκε από τις φωνές του δρόμου και τους ανεύθυνους, είπε θλιμμένα η Γιαγιά. Μα σε όποιον σου λέγει πως δεν ξέρομε να πολεμήσομε, μπορείς ν' αποκριθείς πως είναι γεμάτη η ιστορία μας από τέτοιες ηρωικές θυσίες, σαν αυτήν που σας διηγήθηκα. Και γι' αυτό ίσα - ίσα μας γεννά η ιστορία μας τόσες υποχρεώσεις για το μέλλον, αν θέλομε να είμεθα αντάξιοι της φυλής μας. Και ιδιαιτέρως μπορείς να θυμίσεις της Μις Λαμ πως οι Άγγλοι είναι υπερήφανοι, και δικαίως, για τη μάχη του Μπαλακλάβα, στην Κριμαία, γιατί 600 ιππείς Άγγλοι όρμησαν, με τον αρχηγό τους, το Λόρδο Κάρδιγγαν, απάνω στα ρωσικά κανόνια, και από τους 600 μόνο 185 γύρισαν ζωντανοί. Πες τής μις Λαμ, πως ο Μάρκος Μπότσαρης βγήκε και αυτός με 600, μα γύρισε μόνο με 22. Είναι αλήθεια πως κι εμείς οι ίδιοι οι Έλληνες σχεδόν δε γνωρίζομε αυτή την ηρωική σελίδα, από τις πιο ηρωικές της ιστορίας μας!

- Αχ, Γιαγιά, θα της το πω! αναφώνησε ο Λουκάς.

- Κι εγώ! Θα το πω της ματμαζέλ Αρνώ, άρχισε η Λίζα. Μα τη διέκοψε ορμητικά η Άννα:

- Και σα μπήκαν λοιπόν στο Μεσολόγγι, Γιαγιά; ρώτησε λαχανιασμένη από ανυπομονησία. - Τους είδαν λοιπόν οι Μεσολογγίτες, που κατάφθαναν, 23 σκιές, στα χαρακώματα, διηγήθηκε η Γιαγιά, σκονισμένοι, αιματωμένοι, μαύροι από το μπαρούτι, αγριεμένοι από την κούραση και τη δίψα, και τους άνοιξαν και τους έμπασαν στα προχώματα, όπου ήλθαν κι έπεσαν σαν πτώματα. Ούτε να μιλήσουν πια δεν είχαν δύναμη. Και όμως, μόλις παρουσιάστηκαν οι Τούρκοι, αυτές οι ίδιες σκιές, τ' ατρόμητα παλικάρια, βρέθηκαν πάνω στα προχώματα, πρώτοι πάλι και καλύτεροι, έτοιμοι να ξαναχύσουν το αίμα τους για να σώσουν τη χώρα.

- Και την έσωσαν, Γιαγιά; ρώτησε η Άννα.

- Και βέβαια την έσωσαν, αποκρίθηκε ο Λουκάς, που ήξερε και αυτός ιστορία. Βέβαια την έσωσαν. Και όταν έφθασαν οι Τούρκοι, και ζήτησαν από τον Μάρκο Μπότσαρη να τους παραδώσει το Μεσολόγγι, εκείνος τους αποκρίθηκε: «Ελάτε να το πάρετε». Δεν είναι έτσι, Γιαγιά;

- Ναι. Τους είπε: «Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε!», επαναλαμβάνοντας, ύστερα από χιλιάδες χρόνια, το αθάνατο «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες.

- Και ο Μαυροκορδάτος; Πού ήταν; ρώτησε η Λίζα.

- Ήταν μέσα στο Μεσολόγγι. Και ήταν και άλλοι αρχηγοί. Μα οι Τούρκοι είχαν τόση εμπιστοσύνη στο λόγο του Μάρκου Μπότσαρη, που δεν είχε πει ποτέ ψέματα, ώστε είχαν ζητήσει με αυτόν να συνθηκολογήσουν. Εκείνος όμως έσυρε τις διαπραγματεύσεις, τάχα πως θα παραδώσει τη χώρα. Ως την ώρα που ήταν πια έτοιμοι, και τότε έγραψε στους Τούρκους: «Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε» . - Μα, Γιαγιά, είπε στενοχωρημένος ο Λουκάς, τότε τους γέλασε τους Τούρκους ο Μάρκος Μπότσαρης, αφού δεν ήθελε καθόλου, από την αρχή, να συνθηκολογήσει! Λοιπόν τους είπε ψέματα;

- Ψέματα! αναφώνησε αγανακτισμένη η Άννα.

Μα σταμάτησε ξαφνικά, κόκκινη και ταραγμένη. Και ρώτησε διστακτικά:

- Πες, Γιαγιά. Αυτό που είπε ο Μάρκος Μπότσαρης δεν ήταν ψέματα, ε, Γιαγιά;

- Ναι, παιδί μου, ήταν ψέματα, είπε σοβαρά η Γιαγιά.

Η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει ξαφνικά. Τα παιδιά δεν τολμούσαν ν' αλληλοκοιταχθούν. Λυπήθηκα τον Λουκά, τέτοια στενοχώρια μαρτυρούσε το κατακόκκινο πρόσωπο του. Τον είδε και η Γιαγιά και τον τράβηξε κοντά της.

- Ναι, παιδιά μου, είπε σοβαρότερα ακόμα. Ο Μάρκος Μπότσαρης είπε ψέματα πως θα παραδώσει το Μεσολόγγι. Αυτός που στη ζωή του δεν είχε πει ποτέ ψευτιά, παραμέρισε τη λατρεία του για την αλήθεια, εμπρός στο ιερότερο, το μεγαλύτερο καθήκον του απέναντι της Ελλάδας. Αν έπεφτε το Μεσολόγγι, που ήταν το κλειδί του Μωριά, πνίγουνταν η Επανάσταση, χάνουνταν όλα. Έπρεπε με κάθε θυσία να σωθεί το Μεσολόγγι. Και τη θυσία αυτή την έκανε ο Μάρκος Μπότσαρης.

Και μου διηγήθηκε ο καπετάν-Μανόλης μια πολύ χαρακτηριστική σκηνή, που δείχνει τι του κόστισε του Μάρκου Μπότσαρη η θυσία αυτή.

Σας είπα με τι όρους φοβερούς για τους δικούς μας, άρχισε η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Όταν μπήκε μέσα ο Μάρκος Μπότσαρης με τους 22 Σουλιώτες του, και μετρήθηκαν οι άντρες που μπορούσαν να βαστάξουν τουφέκι, βρέθηκαν όλοι - όλοι 360. Οι Τούρκοι απέξω ήταν ένδεκα χιλιάδες! Πώς ν' αντισταθούν, με οχυρώματα χωματένια, μισογκρεμισμένα, ανύπαρκτα σχεδόν; Το ήξεραν τα παλικάρια πως τα υδραίικα καράβια, σε λίγες μέρες θα τους έφερναν τροφές κι επικουρίες. Μα έπρεπε να προφθάσουν να έλθουν τα υδραίικα καράβια! Και γι' αυτό έπρεπε οι πολιορκημένοι να βαστάξουν, να κερδίσουν καιρό.

Ευτυχώς ο Ομέρ Βρυώνης, ένας από τους αρχηγούς που διοικούσαν τον τούρκικο στρατό, ήθελε να πάρει ανέπαφο το Μεσολόγγι, για να το κάνει δική του στρατιωτική βάση. Μέσα ήταν μια φούχτα τα παλικάρια. Πώς να κάνουν τους Τούρκους να πιστέψουν πως είναι πολλοί; Κατέφυγαν σε τερτίπια που μας κάνουν τώρα να χαμογελούμε. Τότε όμως το επέτυχαν με τους Τούρκους. Μαζεύουνταν όλοι οι δικοί μας σ' ένα σημείο του οχυρώματος και τραβούσαν ομοβροντίες, για ν' ακούονται πολλά τα τουφέκια ενταυτώ. Ύστερα, τρεχάτοι σκορπιούνταν σε διάφορα άλλα σημεία, και τουφέκιζαν συνάμα, έτσι που πίστεψαν οι Τούρκοι πως μεγάλες δυνάμεις βρίσκουνταν κλεισμένες μέσα στο κακόμοιρο, το σχεδόν έρημο Μεσολόγγι. Ώστε για ν' αποφύγει, όπως φαντάζουνταν, μάχη μεγάλη με περιττή αιματοχυσία, και για να μην καταστρέψει το Μεσολόγγι που του ήταν χρήσιμο, ο Ομέρ Βρυώνης πρότεινε να του παραδώσουν τη χώρα, κι έκανε προτάσεις τόσο ευνοϊκές στους Έλληνες, ώστε οι δικοί μας κατάλαβαν την πλάνη των Τούρκων, πήραν θάρρος και άρχισαν διαπραγματεύσεις, τάχα πως θέλουν και αυτοί να παραδοθούν.

Γνωρίζοντας τη φιλαλήθεια του Μάρκου Μπότσαρη, ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε έναν πιστό του, τον Άγο Βασιάρη, μ' εντολή να διαπραγματευθεί με αυτόν και μόνο. Θέλοντας και μη, αναγκάστηκε ο Μάρκος Μπότσαρης ν' αναλάβει τη βαριά αυτή εντολή των συντρόφων του.

Οι συναντήσεις γίνουνταν έξω από την πόλη, μακριά, μην τύχει και αντιληφθούν οι Τούρκοι την αληθινή κατάσταση. Ο Μάρκος Μπότσαρης απέφευγε θετικές υποσχέσεις. Μα ήλθε μια μέρα όπου τα πράματα έφθασαν στο απροχώρητο. Ή έπρεπε να σπάσουν οι διαπραγματεύσεις ή να παραδοθεί η χώρα.

Στο μεταξύ, είχαν φθάσει τα υδραίικα καράβια, είχαν φέρει στρατό, πολεμοφόδια και τροφές. Μα δεν είχαν προφθάσει ακόμα να τα ξεφορτώσουν. Τα είχαν δει οι Τούρκοι, κι έστειλαν τον Άγο Βασιάρη στον Μάρκο Μπότσαρη να μάθουν. Βγήκε πάλι ο Μάρκος Μπότσαρης. Του μίλησε τραχιά ο Βασιάρης, του ζήτησε εξηγήσεις για τα υδραίικα καράβια, και τον φοβέρισε με το θυμό των πασάδων. Το προκλητικό του ύφος θύμωσε τον Μπότσαρη, και βαριά λόγια ανταλλάχθηκαν. Ο καβγάς αυτός διευκόλυνε τον Μάρκο Μπότσαρη στη δύσκολη αυτή διαπραγμάτευση, και, στα θυμωμένα λόγια του Βασιάρη, αποκρίθηκε πως άσχημα κάνει να τους αγριεύει, την ώρα που ετοιμάζονται οι Έλληνες να παραδώσουν το Μεσολόγγι.

Αυτό ήταν ψέμα. Και το ήξερε ο Μάρκος Μπότσαρης πως είπε ψέμα, πως εκείνη την ώρα πυρετωδώς κατέβαζαν οι σύντροφοι του στη χώρα όπλα και πυρομαχικά για την αντίσταση. Ο Βασιάρης όμως πείστηκε. Μεμιάς έπεσε ο θυμός του, και, γλυκομίλητος πάλι, ζήτησε του Μπότσαρη συχώρεση για την παράφορα του. Του έκανε χίλιες κολακείες, που ακατάδεχτα τις άκουε ο άλλος, κι ενώ καταχαρούμενος έτρεχε ο Βασιάρης ν' αναγγείλει στους πασάδες την καλήν είδηση, γύρισε ο Μπότσαρης κατακόκκινος και ντροπιασμένος, σκέπασε τα μάτια του και μουρμούρισε:

- «Για την Πατρίδα, και την τιμή του ακόμα πρέπει κανείς να θυσιάζει».

Το λόγο αυτό τον άκουσε ο καπετάν-Μανόλης που ήταν κοντά του. Και δεν τον ξέχασε ποτέ. Γέρος πια που μου τον επανέλαβε, τον ξανάλεγε με την ίδια συγκίνηση της πρώτης στιγμής που τον άκουσε. Το τι του κόστισε του Μάρκου Μπότσαρη η ηρωική αυτή ψευτιά, το λέγουν αυτά του τα λίγα λόγια, που τ' άκουσε και τα μεταείπε ο νεότερος εξάδελφος του. Είχε πει ψέμα. Μα ήταν άγιο ψέμα.

Συγκινημένα στέκουνταν και άκουαν τα παιδιά. Και η Γιαγιά πρώτη μίλησε και είπε:

- Ήταν μάθημα για τον καπετάν-Μανόλη τα λόγια αυτά του Μπότσαρη. Ποτέ κανένας στη' ζωή του, δεν τον άκουσε και αυτόν να πει ψέμα. Σ' αυτή την ατμόσφαιρα ανατράφηκε και ο εξάδελφος σας ο Περικλής. Και θα προτιμούσε να του κόψουν το χέρι, σαν του παππού του, παρά να πει ποτέ ψέμα.

Η Λίζα ανατρίχιασε.

- Του κόψανε το χέρι του παππού του; Γιατί; ρώτησε φοβισμένη.

- Γιατί ήταν σπασμένο. Του το είχε πάρει μια πέτρα.

- Στο Μεσολόγγι;

- Όχι, σε άλλη ηρωική σελίδα της ζωής του. Γιατί, σας είπα, την Επανάσταση όλη τη γνώρισε, την έζησε ο καπετάν-Μανόλης. Το χέρι του το έχασε στην καταστροφή των Ψαρών.

- «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη...» μουρμούρισε ο Λουκάς. Βρέθηκε κει ο μπαρμπα-Μανόλης;

- Ναι, βρέθηκε κει. Και συνέτεινε κι εκείνος στο να περπατεί η Δόξα μονάχη, και να μελετά τα λαμπρά παλικάρια. Γιατί ήταν ένα απ' αυτά. Και δε φταίγει εκείνος αν δεν πέθανε κείνη τη μέρα με τους τελευταίους υπερασπιστές που έμειναν και τάφηκαν στα Ψαρά, κάτω από τα χαλάσματα.

- Γιαγιά, τι είναι τα Ψαρά; ρώτησε ντροπαλά η Λίζα.

- Τα Ψαρά είναι νησί. Ένα ηρωικό νησί, αποκρίθηκε για τη Γιαγιά ο Λουκάς.

- Ναι, είπε η Γιαγιά, είναι νησί κοντά στη Χίο. Και σαν την πατρίδα της Μητέρας σας, έμεινε και αυτό ανελευθέρωτο στην Επανάσταση.

- Και σαν την πατρίδα του Πατέρα, είπε η Άννα μελαγχολικά. Όλες τις πατρίδες μας τις κατακρατούν οι Τούρκοι, - και ρώτησε: Πες, Γιαγιά, είναι πολύ μακριά από δω τα Ψαρά;

- Θα πήγαινες, όπως και στη Χίο, σε 36 περίπου ώρες, αν είχε κατευθείαν πλοίο. Είναι και τα δυο νησιά κοντά στη Μικρασία... Λουκά, δώσ' μου ένα χάρτη, παιδί μου, είπε η Γιαγιά, να δείξω της Άννα - Λίζας πού είναι τα Ψαρά. Οι χάρτες είναι κει, στο συρτάρι της βιβλιοθήκης... Μπράβο. Δώσε μου την Ελλάδα. Είναι πάνω - πάνω.

Με είχε αφήσει ο Λουκάς και σηκώθηκε να κάνει ό,τι του έλεγε η Γιαγιά.