Μάγκας
Συγγραφέας:
ΙΣΤ'. Ψαρρά


Σήκωσα τη μύτη μου να δω τι θα βγάλει από το συρτάρι. Ξαφνικά σταμάτησε η προσοχή μου σ' ένα παραθυράκι γεμάτο ήλιο, πάνω από τη Βιβλιοθήκη, στον τοίχο που μας χώριζε από την τραπεζαρία. Ήταν περίεργο παραθυράκι, μακρύ και στενό, ξαπλωμένο θα έλεγες ακριβώς πάνω από το πεζούλι της βιβλιοθήκης. Μέσα φαίνουνταν ένα κομμάτι ουρανός και μερικά φυλλωμένα κλαδιά δέντρου.

«Περίεργο!», σκέφθηκα. «Πώς βρέθηκε κει παράθυρο;» Κοίταξα πίσω μου, εκεί που γνώριζα το παράθυρο της κάμαρας. Ήταν στη θέση του. Μόνο που είχε ορθάνοιχτα τα παντζούρια, και φαίνουνταν κι εκεί ουρανός πλατύς και δέντρα πολλά, περισσότερα παρά στο στενόμακρο παραθυράκι. Θέλησα να δω έξω, τι γίνεται, και πήδηξα. Μα δεν έφθασα τη βιβλιοθήκη. Μόνο που τρόμαξα τη Λίζα.

- Μάγκα! φώναξε η Άννα. Έλα δω! Θα κάνεις καμιά ζημιά!

Και, πιάνοντας το γιακά μου, με τράβηξε κοντά της.

Ο Λουκάς είχε ξεδιπλώσει και στρώσει χάμω ένα μεγάλο χαρτί, και, σκυμμένη εμπρός, κάτι έδειχνε η Γιαγιά. Με την άκρη μιας ρίγας έκανε έναν κύκλο στο χαρτί και είπε:

- Να η Μικρασία.

Και κάνοντας άλλον κύκλο, σε άλλη γωνιά, είπε πάλι:

- Και να η Ελλάδα. Όρτσωσα τ' αυτιά μου.

Η Ελλάδα; Πού είναι η Ελλάδα; Και τι είναι η Ελλάδα;

Η λέξη αυτή ήταν για μένα μαγική. Τα παιδιά όλο για την Ελλάδα μιλούσαν στα παιγνίδια τους, όλο την Ελλάδα μελετούσαν. Εγώ νόμιζα ως τότε, πως η Ελλάδα ήταν τόπος, πως το περιβόλι όπου πέρασα τους πρώτους μήνες της ζωής μου, στην Κηφισιά, ήταν «στην Ελλάδα», όπως το σπίτι όπου ήμουν τώρα ήταν στην «Αλεξάνδρεια». Και όμως, έλεγε η Γιαγιά, «Να η Ελλάδα», κι έδειχνε ένα χαρτί απλωμένο χάμω. Άνοιγα τα μάτια μου, έσκυβα τη μύτη μου, ρουθούνιζα, έψαχνα, μα μόνο το χαρτί μύριζα, και άλλο δεν έβλεπα στο χαρτί αυτό παρά λεκέδες κίτρινους, πράσινους, κόκκινους, μουντζουρωμένους με μαύρα γράμματα και γραμμές και σκιές σαν κάμπιες μαλλιαρές και ακίνητες, επίσης και κάτι παράξενα φιδάκια γαλάζια, που όλα κατέληγαν σ' ένα άσπρο φόντο, που απλώνουνταν παντού όπου δεν είχε λεκέδες χρωματιστούς. Κι έλεγε η Γιαγιά, δείχνοντας έναν κίτρινο λεκέ:

- Να λοιπόν η Χίος, η πατρίδα της Μητέρας, το πλούσιο και ωραίο νησί, που στην αρχή της Επαναστάσεως είχε 113.000 κατοίκους, σχεδόν όλους Έλληνες, και που το κατέστρεψαν οι Τούρκοι τον Απρίλιο του 1822.

Έπεσαν τότε οι Τούρκοι στο νησί, κι έσφαξαν, κρέμασαν, έκαψαν, εβασάνισαν άντρες, γυναίκες και παιδιά, πήραν χιλιάδες γυναικόπαιδα, και σαν αγέλη τα πούλησαν σκλάβους στην αγορά της Πόλης, της Σμύρνης και της Αλεξάνδρειας. Σκόρπισαν και καταστράφηκαν τότε οι καλύτερες οικογένειες. Και τα μεγαλύτερα ονόματα σύρθηκαν στα χαρέμια. Και ρήμαξε ολόκληρο το νησί... Με τη ρίγα έδειξε η Γιαγιά μια κάμπια κουλουριασμένη μέσα στον κίτρινο λεκέ.

- Εδώ, είπε, πάνω στο βουνό, είναι ένα μοναστήρι, ο Άγιος Μηνάς, όπου 3.000 Χριστιανοί κατέφυγαν και αντιστάθηκαν. Μα οι Τούρκοι έσπασαν τον αυλόγυρο, μπήκαν μέσα ανήμερα του Πάσχα, κι έσφαξαν όλους όσους βρέθηκαν εκεί. Και σήμερα ακόμα, οι καλόγεροι εκεί πάνω δείχνουν σωρό τα κόκκαλα των μαρτύρων, και λεκέδες από το αίμα που ποτάμι κύλησε στο πέτρινο πάτωμα της Μονής.

Ταράχθηκα, συγκινήθηκα, και θέλησα να δω κι εγώ. Σήκωσα το κεφάλι, ρουθούνισα, προσπάθησα κι εγώ να δω βουνά, μονές και αυλόγυρους. Μα δεν είδα παρά βιβλιοθήκες, τραπέζια και καρέγλες. Δε μύρισα παρά κερωμένο πάτωμα και νέφτι και πάστρα. Και πάλι έσκυψα και κοίταξα το απλωμένο χαρτί.

Γύρευα να καταλάβω. Μα δεν το χωρούσε το κεφάλι μου, πώς σ' αυτό το τετράγωνο, δυο ή τρεις φορές μεγάλο σαν το κορμί μου, μπορούσαν να χωρέσουν Τούρκοι που έσφαζαν, κόκαλα στοιβαγμένα, και ποτάμια αίματα που κυλούσαν. Κοίταξα τον Λουκά και τις δίδυμες. Μα και οι τρεις φαίνουνταν να παρακολουθούν τα λόγια της Γιαγιάς, και να βλέπουν όλα όσα τους έδειχνε στον κίτρινο λεκέ με την κουλουριασμένη κάμπια.

- Πρέπει νάμαι πολύ κουτός, σκέφθηκα.

Και ντράπηκα. Και κοίταζα και άκουα, μήπως στο τέλος καταλάβω.

- Και τα Ψαρά, Γιαγιά; ρώτησε η Λίζα.

- Να, εδώ είναι, αποκρίθηκε ο Λουκάς, δείχνοντας άλλο ένα λεκεδάκι κίτρινο, τόσο δα, αριστερά από τον άλλο, που τον είχε πει «Χίο» η Γιαγιά, και πατρίδα της κυράς μου.

Απελπίστηκα και ξαπλώθηκα πλάγι στη Λίζα, ακούμπησα το σαγόνι μου στα πόδια, κι έκανα να κοιμηθώ! Μα πού να κοιμηθώ! Έλεγε η Γιαγιά κάτι άγρια πράματα που μ' ανάγκαζαν ν' ακούω και να προσέχω.

- Ο μπαρμπα-Μανόλης, έλεγε, είχε πάγει στα Ψαρά να πάρει την ορφανεμένη του αδελφή, που έμενε με κάποιους συγγενείς, όταν έφθασαν τα τούρκικα καράβια στο νησί. Πλοία αρκετά είχαν οι Έλληνες. Μπορούσαν να φύγουν και να σωθούν. Μα αποφάσισαν να μείνουν όλοι, και ν' αντισταθούν. Και για να μην τους γεννηθεί πειρασμός και φύγει κανένας, έβγαλαν τα τιμόνια από τις βάρκες και τα καράβια, για να τ' αχρηστεύσουν. Ύστερα οχυρώθηκαν στο νησί, και άρχισαν το κανονίδι.

Εκείνο τον καιρό, τα κανόνια και τα τουφέκια έβγαζαν πολύ καπνό. Δε γνώριζαν ακόμα το άκαπνο μπαρούτι. Τραβούσαν ολοένα οι Έλληνες· τραβούσαν οι Τούρκοι, και τόσος καπνός μαζεύθηκε, που ήταν σαν πυκνή καταχνιά. Ώστε μπόρεσαν και πλησίασαν οι Τούρκοι στο νησί, χωρίς να τους δουν οι δικοί μας, και βγήκαν σ' ένα ανοχύρωτο μέρος απ' όπου έπεσαν στις πλάτες των δικών μας. Μεγάλη σφαγή ακολούθησε. Όσοι έτρεξαν στις βάρκες, τις βρήκαν χωρίς τιμόνια. Και τους έσφαξαν και αυτούς οι Τούρκοι. Όσοι πρόφθασαν, από άντρες, γυναίκες και παιδιά, κατέφυγαν στο φρούριο όπου κλείστηκαν. Από κει εξακολούθησαν να πολεμούν με λύσσα. Δυο μέρες και δυο νύχτες αντιστάθηκαν. Μα δεν είχαν νερό. Τους το είχαν κόψει οι Τούρκοι. Βλέποντας το τέλος τους μοιραίο, αποφάσισαν να πέσουν γενναία, αλλά να μην παραδοθούν. Μέσα στο φρούριο ήταν μια μεγάλη σπηλιά, όπου φύλαγαν οι Ψαριανοί τα βαρέλια με το μπαρούτι τους. Εκεί μέσα μαζεύθηκαν τα γυναικόπαιδα, οι γέροι και οι πληγωμένοι, ενόσω στις ράχες απάνω πολεμούσαν οι γεροί, να βαστάξουν τους Τούρκους, που ορμούσαν να πάρουν το φρούριο.

Όταν είδαν λοιπόν και απόειδαν, και κατάλαβαν πως η αντίσταση ήταν πια περιττή, όσοι ήταν μέσα στη σπηλιά έκαναν την προσευχή τους μετά φόβου, έψαλλαν τις νεκρώσιμες ευχές που ψάλλουν στους ετοιμοθάνατους. Και την ώρα πια που σκαρφάλωναν οι Τούρκοι, και πλημμύριζαν τα οχυρώματα, ο Ψαριανός Αντώνης Βρατσάνος άρπαξε ένα αναμμένο δαυλί, και το έριξε μες στα βαρέλια γεμάτα μπαρούτι.

- Και πέταξε το φρούριο στον αέρα; ρώτησε λαχανιασμένη η Άννα.

- Ναι. Μ' έναν κρότο κεραυνού, έσκασε ο βράχος, παίρνοντας και τους Τούρκους μαζί με τους Έλληνες, μες στις φλόγες και τους καπνούς.

- Και όλοι σκοτώθηκαν, όσοι ήταν μέσα στη σπηλιά; αναφώνησε η Λίζα τρομαγμένη.

- Βέβαια όλοι. Εκεί ήταν και η αδελφή του καπετάν-Μανόλη. Και σκοτώθηκε κι εκείνη μαζί με τ' άλλα γυναικόπαιδα.

- Καν ο μπαρμπα-Μανόλης; ρώτησε ο Λουκάς.

- Ο μπαρμπα-Μανόλης ήταν απέξω, πιο μακριά. Στο κέντρο, είχαν μαζέψει τα γυναικόπαιδα, για να σκοτωθούν πρώτα αυτά, μην πέσουν ζωντανά στα χέρια των Τούρκων. Ο Μανόλης πολεμούσε στα οχυρώματα. Με την έκρηξη, ένα κομμάτι βράχος του πήρε το χέρι, αλλά δεν τον σκότωσε. Έμεινε μ' έναν άλλο σύντροφο του, πληγωμένος και αυτός, όλη μέρα ανάμεσα στα ρήγματα του κάστρου. Σα νύχτωσε, στα σκοτεινά κατέβηκαν στην ακροθαλασσιά. Εκεί βρήκαν ένα αγγλικό δικάταρτο που πλησίασε να μαζέψει γυναικόπαιδα. Τους είδαν οι Άγγλοι και τους έσωσαν.

- Και ύστερα; Πώς ξαναπολέμησε πια ο μπαρμπα-Μανόλης, χωρίς χέρι; ρώτησε η Άννα.

- Έχεις δίκαιο να ρωτάς, είπε η Γιαγιά. Γιατί ο βράχος του πήρε το δεξί του χέρι, και χρειάστηκε να του το κόψουν ως τον ώμο. Μα μόλις γιατρεύθηκε, ξανάπιασε το τουφέκι. Και τόσο επιδέξιος έγινε με το αριστερό του χέρι, ώστε όχι μόνο ήταν από τους σπανίους σκοπευτές, αλλά κι έγραφε πιο γρήγορα και από μένα.

- Και ξαναπολέμησε πάλι; Πού; ρώτησε η Λίζα.

- Βέβαια ξαναπολέμησε, αφού παραβρέθηκε στο Μεσολόγγι, στη δεύτερη, τη μεγαλύτερη πολιορκία. Αυτή βάσταξε ολόκληρο χρόνο, από τον Απρίλιο του 1825 ως τον Απρίλιο του 1826. Και τελείωσε με την καταστροφή του Μεσολογγίου.

Με τη ρίγα έδειξε η Γιαγιά μια μεγάλη τελεία μαύρη μέσα σ' έναν κόκκινο παρτσά.

- Να την η ηρωική χώρα, πρόσθεσε, που σαν έπεσε στα 1826, είπε γι' αυτήν ένας Τούρκος Πασάς, ο Ιμπραήμ, σε κάποιο Γάλλο Δε Ρινύ, δείχνοντας του αυτά εδώ τα βουνά: «Βλέπεις πώς λιώνει το χιόνι σ' αυτήν εκεί την κορυφή που τη δέρνει ο ήλιος; Έτσι θα λιώναμε κι εμείς όλοι, αν η φρουρά του Μεσολογγίου είχε τροφές να βαστάξει άλλες τρεις εβδομάδες!...»

Σηκώθηκα να δω κι εγώ τις κορυφές και τα χιόνια. Πουθενά δεν ήταν. Και όμως τα παιδιά κοίταζαν στο χαρτί σα να τάβλεπαν.

- Και θα βαστούσε η φρουρά, πρόσθεσε η Γιαγιά, αν ήταν οι Έλληνες μονιασμένοι. Μα το σαράκι του διχασμού, το ρωμέικο σαράκι, μας έφαγε και τότε. Μάλωναν αναμεταξύ τους οι Υδραίοι καπεταναίοι με τους Σπετσιώτες, γιατί τάχα συ κι όχι εγώ, και περνούσαν οι μέρες και βοήθεια δεν πήγαιναν ούτε οι μεν ούτε οι δε στο πεινασμένο Μεσολόγγι. Και από προσωπικές φιλοδοξίες και από προσωπικά μίση, χάθηκε η ηρωική πόλη με τόσες χιλιάδες ψυχές. Φανταστείτε εκεί μέσα χιλιάδες άντρες, γυναίκες, παιδιά, έλεγε με συγκίνηση η Γιαγιά δείχνοντας την ίδια τελεία. Φανταστείτε να πολεμούν σε μισογκρεμισμένα οχυρώματα, να ξαναχτίζουν τη νύχτα ό,τι χαλνούσαν τα τούρκικα κανόνια τη μέρα, να πεινούν, ν' αρρωσταίνουν, να πεθαίνουν από κακομοιριά και κούραση και στερήσεις, που ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να τις υπολογίσει. Φαντασθείτε τους να μην τρων πια παρά σκύλους και γάτες. Και στο τέλος, γιατί δεν έφθαναν τα καράβια με βοήθεια, να τρων ακόμη και τους ποντικούς που βρίσκουνταν στη δυστυχισμένη χώρα...

Ε, το είχε παραξηλώσει πια η Γιαγιά! Δεν έφθαναν βουνά και χιόνια, μόνο και σκύλους, γάτες και ποντίκια έβλεπε στο χαρτί μπροστά της, όλα μέσα σε μια τόση δα τελίτσα!

Νεύριασα. Θα είχαν περάσει, λέγει, στο χαρτί απάνω γάτες και ποντίκια, και δε θα τα μύριζα εγώ; Απογοητεύθηκα με τη Γιαγιά. Να λέγει τέτοια παραμύθια! Τέτοιες τεράστιες αναλήθειες! Σηκώθηκα κι έφυγα από κοντά της. Μα έλεγε, έλεγε η Γιαγιά, εξακολουθούσε να διηγείται:

- Και όταν πια δεν έμεναν ούτε ποντικοί, οι τελευταίοι που στέκουνταν ακόμα όρθιοι συνεννοήθηκαν με τους έξω Έλληνες, κι έκαναν την ιστορική έξοδο, που τελείωσε τόσο τραγικά, όπου χιλιάδες γυναικόπαιδα, πολεμώντας πλάγι στους άντρες τους, σκοτώθηκαν μαζί τους. Πολύ λίγοι γλίτωσαν. Μέσα στη χώρα δεν είχαν μείνει παρά οι γέροι, οι ανάπηροι και οι άρρωστοι. Κλείστηκαν αυτοί σ' ένα μύλο και σε κάτι άλλα ερειπωμένα σπίτια, όπου είχαν μαζέψει τα τελευταία βαρέλια από μπαρούτι οι Μεσολογγίτες. Καθώς λοιπόν μπήκαν μέσα οι Τούρκοι, και σίμωσαν τα τελευταία αυτά καταφύγια, βάζουν φωτιά στα βαρέλια οι γέροι και οι σακάτηδες, και τινάζονται στον αέρα, θάβοντας και τους εχθρούς κάτω από τις τελευταίες τους πέτρες...

Δεν μπορούσα πια ν' ακούω τέτοιες αρλούμπες. Έφυγα και τράβηξα σιωπηλά για την τραπεζαρία.

Περνώντας εμπρός στη βιβλιοθήκη, θυμήθηκα έξαφνα το περίεργο παραθυράκι, κι έκανα πίσω, να δω αν ήταν ακόμα εκεί. Ναι, εκεί ήταν, γεμάτο φως και ουρανό, και φυλλωμένα κλαδιά. Σκέφθηκα πως μπορούσα και από κει να κατέβω στον κήπο, να πάγω στον Μπόμπη, ν' ακούσω πάλι λογικά πράματα, να ξεζαλιστώ από τα παραμύθια της Γιαγιάς.

Πλάγι στη βιβλιοθήκη ήταν μια καρέγλα. Την έκανα σκάλα, ανέβηκα στο πεζούλι της βιβλιοθήκης, και προχώρησα στο παραθυράκι, περνώντας ανάμεσα σε βαζάκια, καδράκια, κουτάκια, κι ένα σωρό άλλες περιττολογίες που αγαπούν οι άνθρωποι να φορτώνουν τα έπιπλα τους. Έξαφνα κοντοστάθηκα. Από μέσα από το παράθυρο έφθανε καταπάνω μου ένας σκύλος, που κοντοστάθηκε και αυτός μόλις με είδε. Ήταν το ίδιο φοξ-τεριέ, που το είχα ξαναδεί άλλη μια φορά, στην κάμαρα της Γιαγιάς. Σαστισμένος τον κοίταξα. Με κοίταζε και αυτός.

- Ποιος είσαι; τον ρώτησα ορτσώνοντας τ' αυτιά και την ουρά μου.

- Ποιος είσαι; με ρωτούσε και αυτός την ίδια στιγμή.

- Σου είναι αδιάφορο, του αποκρίθηκα σουφρώνοντας τα φρύδια μου. Εγώ είμαι στο σπίτι μου...

Σταμάτησα αγανακτισμένος. Ο αυθάδης μου έλεγε τα ίδια ακριβώς, την ίδια στιγμή. Έκανα να ρουθουνίσω, και την ίδια ώρα έκανε να ρουθουνίσει και αυτός. Θύμωσα.

- Έξω από δω! του γάβγισα φουρκισμένος.

- Έξω από δω! έλεγε και αυτός συγχρόνως, με θυμό στα μάτια.

Στη φωνή μου γύρισε η Λίζα.

- Μάγκα! φώναξε τρομαγμένη.

Μα πού να την ακούσω. Η προσβολή του ξένου, στο σπίτι μου μέσα, με είχε εξοργίσει. Δεν μπόρεσα να την καταπιώ. Πήδηξα πάνω του, γαβγίζοντας άγρια. Μ' αντί να πιάσω το σκύλο, χτύπησα φρικτά τη μύτη μου και ζαλίστηκα. Ένα μπρούντζινο άγαλμα, που στέκουνταν πλάγι μου, βρήκε την ώρα να γείρει. Και τότε συνέβηκε κάτι, που δεν το κατάλαβα ποτέ μου. Πάταγος μεγάλος ακούστηκε, σα να έπεφταν γυαλιά. Κι έσβησε το παραθυράκι, ο σκύλος χάθηκε, και μπροστά μου ήταν ένα θαμπό ξύλο. Έχασα κι εγώ την ισορροπία μου, κι έπεσα, ένα κουβάρι με βαζάκια, καδράκια και κουτάκια, στο πάτωμα χάμω. Γιαγιά και παιδιά έβγαλαν μια φωνή:

- Πάει ο καθρέφτης!

Και πετάχθηκαν στα πόδια τους και οι τέσσερεις.

- Πάνε και πολλά άλλα πράματα μαζί, είπε η Γιαγιά.

- Αχ! Πώς θα στενοχωρηθεί πάλι η Μητέρα! αναφώνησε ο Λουκάς.

- Και θα τις φάγει ο Μάγκας αυτή τη φορά! είπε τρομαγμένη η Λίζα.

- Και θα έχει δίκαιο η Μητέρα, είπε σοβαρά η Γιαγιά. Δεν είναι για σαλόνια ο Μάγκας. Πήγαινε στο σπίτι σου, Μάγκα. Δεν είναι η θέση σου εδώ.

Με πήρε από το κολάρο ο Λουκάς, μ' έσυρε ως τη βεράντα και μ' έκλεισε απέξω.