Μάγκας/Κεφάλαιο ΙΔ
←ΙΓ'. Η πολυθρόνα | Μάγκας Συγγραφέας: ΙΔ'. Ο καπετάν-Μανόλης |
ΙΕ'. Μεσολόγγι→ |
Είχε τελειώσει ο Νοέμβριος, κατέφθασε και ο Δεκέμβριος, και βροχή ακόμα δεν είχε πέσει αρκετή ώστε να δροσίσει καλά την ατμόσφαιρα. Στέναζε και νεύριαζε η Ντέιζη, και όλο το κρύο και τα χιόνια της Αγγλίας μακάριζε.
Ζεμένη στο αμάξι πλάγι στο Μπόμπη, που ποτέ δε χαλούσε τη ζαχαρένια του, γκρίνιαζε ένα πρωί, περιμένοντας την κυρία Βασιωτάκη, που ήταν να πάγει στη χώρα να κάνει μερικές αγορές.
- Μα επιτέλους, Ντέιζη, μην παραπονιέσαι και τόσο, της έλεγε ο Μπόμπης με κέφι. Στη χώρα θα πάμε. Οι αποστάσεις είναι μικρές, δεν κάνει πια ζέστη. Και θα τρέχομε με μεγαλείο, αργά και καμαρωτά. Θα δεις πως δε θα ζεσταθείς.
- Ουφ! Μας βγάζουν με τόσο ήλιο στην άσφαλτο!
- Ε, και βέβαια. Θα πάμε όπου θέλουν τ' αφεντικά.
- Τι σιγά και τι γρήγορα; Τα γόνατα μου στο ίδιο ύψος θα τα σηκώσω. Νομίζεις πως αυτό δε ζεσταίνει; Θ' αφρίσει πάλι ο ιδρώτας μου στα λουριά...
- Σήκωσε σήμερα λιγότερο ψηλά τα γόνατα σου. Και στο τέλος τσακίσου, μα παύσε πια τη γρίνα, της φώναξα από το σπιτάκι μου.
Ήθελα να κουβεντιάσω με το Μπόμπη, και αυτή δε μ' άφηνε με τις κλάψες της.
- Εσύ να σωπαίνεις! μου αποκρίθηκε θυμωμένη. Εγώ είμαι Εγγλέζα! Δεν καταδέχομαι να σέρνω τα πόδια μου σαν τ' άλογα του δρόμου. Εγώ έχω περγαμηνές!
- Εσύ είσαι στραβόξυλο και φανταγμένη, της είπα. Γεννήθηκες μόνο για να τρως και να παινιέσαι!
Είδα τη Γιαγιά που κατέβαινε από τη βεράντα με τα παιδιά, κι έτρεξα να την ανταμώσω. Καθώς όμως πέρασα κοντά στη Ντέιζη, θέλησε αυτή να με κλωτσήσει. Μα το πόδι της, αντί να χτυπήσει εμένα, χτύπησε το τιμόνι του αμαξιού και μάτωσε. Τότε έγινε φούρκα, και άρχισε τις κλωτσιές δεξιά και αριστερά, σηκώθηκε όρθια στα πίσω πόδια, και με όλες τις προσπάθειες του Χάρη να τη συγκρατήσει, τέτοιο κακό έκανε, που έσπασε το τιμόνι κι έσπασε και τα λουριά της. Ο Χάρης πήδηξε από τη θέση του, και με τη βοήθεια του Σπύρου και των σαΐσηδων που κατάφθαναν τρεχάτοι, την ησύχασε και την ξέζεψε. Στενοχωρημένος κοίταζε το ωραίο αμάξι, καταγδαρμένο και σπασμένο από τις κλωτσιές της φοράδας, κι εξέταζε το ματωμένο πόδι της.
- Τώρα όλα αυτά εσύ τα φταις, Μάγκα, μου είπε αυστηρά ο Μπόμπης. Τι ανάγκη είχε να τη ζιζανέψεις;
Η Γιαγιά και τα παιδιά, που είχαν δει τη σκηνή, χωρίς όμως και να καταλάβουν την αιτία, έφθασαν τρομαγμένοι. Ο Λουκάς με αγκάλιασε και με χάιδεψε.
- Καημένε Μάγκα! είπε. Από τρίχα να φας εσύ την κλωτσιά της Ντέιζης.
- Είδες τι καλός που είναι, Γιαγιά; έκανε η Λίζα. Ούτε δοκίμασε να τη δαγκάσει, για εκδίκηση, την ώρα που γύρευε αυτή να τον κλωτσήσει!
Ο Χάρης είχε ξεζέψει τα δυο άλογα και τα πήγαινε στο στάβλο.
- Συγχαρητήρια, μου ψιθύρισε περνώντας ο Μπόμπης. Δέχεσαι και επαίνους!
Τόσο ντράπηκα, που δεν ήξερα πού να κρύψω το κεφάλι μου για ν' αποφύγω τη ματιά του Μπόμπη. Εκείνη την ώρα κατάφθανε και η κυρία Βασιωτάκη, καπελωμένη και γαντωμένη. Ήταν το πρόσωπο της σοβαρό και λυπημένο, και στο χέρι κρατούσε ένα ξεδιπλωμένο χαρτί.
- Τι τρέχει; ρώτησε βλέποντας το σπασμένο αμάξι.
Η Γιαγιά της εξήγησε πως η Ντέιζη είχε κάνει τα δικά της.
- Μα ο Χάρης θα ζέψει αμέσως την άλλη βικτώρια, με τον Κεχαγιά και την Αστέρω, πρόσθεσε, και θα σε πάγει στις αγορές σου.
- Όχι, όχι, περιττό, είπε η κυρία Βασιωτάκη. Χάρη, του φώναξε, δε θα πάγω στα εμπορικά. Στείλε μόνο ένα σαΐση να μου φέρει αμάξι αγοραίο. Γρήγορα, παρακαλώ. Βιάζομαι να φύγω.
Και δείχνοντας της Γιαγιάς το χαρτί που βαστούσε:
- Κακή μέρα σήμερα, είπε. Αυτή τη στιγμή έλαβα τούτο το τηλεγράφημα από τα Χανιά. Πέθανε ο καημένος ο μπαρμπα-Μανόλης!
- Πέθανε ο δυστυχής; Ξαφνικά; Καλύτερα έτσι, Μαρίνα! Έφυγε χωρίς να υποφέρει τουλάχιστον. Δεν ήταν άνθρωπος να μείνει ζαβός ή άρρωστος. Μα συλλογίζομαι το παιδί. Τον αγαπούσε πολύ τον παππού του.
- Ναι, το καημένο. Δε γνώρισε, βλέπεις, γονείς, είπε η κυρά μου, και ο παππούς του ήταν όλη του η οικογένεια. Έπειτα δεν ήταν κοινός γέρος, ο καπετάν-Μανόλης, και το παρελθόν του θα φανάτιζε ένα παιδί σαν που είναι ο Περικλής. Φεύγω, Μητέρα, πηγαίνω στο γραφείο να βρω αμέσως τον Γιώργο. Λέγω να φέρομε εδώ τον Περικλή, και πρέπει να τηλεγραφήσομε αμέσως, για να προφθάσει το Αυστριακό που περνά μεθαύριο από την Κρήτη.
Φίλησε τα παιδιά, μπήκε στο αμάξι που της είχαν φέρει κι έφυγε.
- Γιαγιά, ποιος είναι ο Περικλής που θα έλθει; ρώτησε ο Λουκάς που πήγαινε πλάγι της.
- Ο Περικλής είναι μακρινός σας εξάδελφος, δισέγγονος του μεγάλου θείου σου, του καπετάν-Μανόλη, αποκρίθηκε η Γιαγιά. Δεν έτυχε να τον δείτε ποτέ, γιατί έμενε πάντα στο Ηράκλειο.
- Είναι μικρός;
- Είναι μεγαλύτερος σας. Πρέπει να είναι δεκατεσσάρων, ίσως και δεκαπέντε χρονών τώρα.
- Τον ξέρεις εσύ, Γιαγιά; ρώτησε η Λίζα.
- Ναι, μια - δυο φορές, στις εορτές των Χριστουγέννων, ήλθε με τον καπετάν-Μανόλη στα Χανιά. Έμενε πάντα με τον προπάππο του, που, αν και τόσο γέρος, είχε μυαλό σπάνιο. Αυτός ανέτρεψε τον Περικλή, και τον δίδασκε καλύτερα και από τον καλύτερο καθηγητή.
- Γιατί είπε η Μητέρα πως η ιστορία του μπάρμπα-Μανόλη θα φανάτιζε τον Περικλή; ρώτησε η Λίζα.
- Γιατί είναι ηρωική. Δε σας τη διηγήθηκαν ποτέ;
- Ναι, εγώ την ξέρω, μου τη διηγήθηκε ο Μήτσος, είπε υπερήφανα ο Λουκάς.
- Τι σου διηγήθηκε; Την ξέρει άραγε όλην ο Μήτσος; ρώτησε η Γιαγιά.
- Μου είπε πως πολέμησε στην Επανάσταση κι έχασε το χέρι του.
Όρτσωσα τ' αυτιά μου. Η λέξη «Επανάσταση» μου θύμισε τον Κεχαγιά και την Αστέρω και τα πρώτα τους αφεντικά. Κοίταζα ν' αρπάζω τις εξηγήσεις της Γιαγιάς, για να του τις μεταπώ ύστερα.
Μα η Γιαγιά τραβούσε άλλο δρόμο.
- Εκείνο που ιδιαιτέρως κάνει συγκινητική την ιστορία του καπετάν-Μανόλη, είπε, είναι που πολεμούσε πριν ακόμα καλά - καλά μπορέσει να βαστάξει τουφέκι.
- Και πώς λοιπόν πολεμούσε; ρώτησε η Λίζα.
- Τα χρόνια εκείνα, από μικρά τα παιδιά ήταν μαθημένα στα όπλα. Μέρα - νύχτα με τους επαναστάτες, είχε ψηθεί ο Μανόλης στον αγώνα, στους κινδύνους, στην κούραση, στην πείνα, στην κακοπέραση. Τα παιδιά εκείνα γεννιούνταν, θάλεγες, ηρωικά. Ήταν τέτοια η εποχή. Παιχνίδια τους ήταν τα μπαρούτια και οι φλόγες. Ύπνος τους ο θάνατος. Η Επανάσταση βάσταξε εννιά χρόνια. Και την έζησε ολόκληρη ο μπαρμπα-Μανόλης. Φανταστείτε που γνώρισε όλους τους ήρωες, ακόμα και τον Θανάση Διάκο!
Ανατρίχιασα! Ταράχθηκα! Θανάσης Διάκος! Ο πρώτος αφέντης της Αστέρως! Θα μάθαινα επιτέλους... Τη διέκοψε ο Λουκάς μ' ένα αναφωνητό:
- Τον Θανάση Διάκο! έκανε. Αχ, τι κρίμα που πέθανε πριν τον γνωρίσομε, ο μπαρμπα-Μανόλης!
Είπα πως θα μας φώτιζε η Γιαγιά, πως θα διηγούνταν πού και πώς είχε ο Θανάσης Διάκος την Αστέρω. Μα οι άνθρωποι σκέπτονται και μιλούν αλλιώτικα από μας. Και η Γιαγιά τραβούσε το δρόμο της αλλιώτικα από τη δική μου σκέψη κι επιθυμία.
- Ήταν πάρα πολύ γέρος, αποκρίθηκε. Φαντάσου, για να θυμάται τον Θανάση Διάκο, που τον σούβλισαν οι Τούρκοι στην αρχή της Επαναστάσεως, τις 22 Απριλίου του 1821, θα ήταν σχεδόν εκατό χρονών σήμερα. Μα βαστούσε λαμπρά. Ισιος ήταν σαν κυπαρίσσι. Λεβεντάνθρωπος. Σπάνιος γέρος. Θυμούνταν κάθε λεπτομέρεια της Επαναστάσεως. Βιβλίο ζωντανό! Πόσα επεισόδια θα ξέρει ο Περικλής, που ζούσε μαζί του και τ' άκουε κάθε μέρα!
Η κουβέντα έπαιρνε ένα δρόμο που δε μ' ενδιέφερε καθόλου. Ούτε τον Περικλή ήξερα ούτε τότε καταλάβαινα τι θα πει «Επανάσταση». Ήθελα παιχνίδια, και τράβηξα στα δόντια μου το φόρεμα της Άννας. Μα εκείνη ούτε γύρισε. Με λαχτάρα ρώτησε:
- Εσύ, Γιαγιά, ξέρεις την ιστορία του μπαρμπα-Μανόλη;
- Ξέρω τις μεγάλες γραμμές, παιδί μου, μα όχι τις λεπτομέρειες. Ξέρω λ.χ. πως πολύ μικρός πολέμησε στο Μεσολόγγι με τον Μάρκο Μπότσαρη...
Τα παιδιά βγάλανε όλα μαζί ένα αναφωνητό:
- Τον Μάρκο Μπότσαρη!
Καινούριο πάλι όνομα για μένα! Μα τα παιδιά φαίνουνταν να τον ξέρουν καλά. Ο Λουκάς προπάντων είχε ανάψει.
- Αχ, πες μας! Πες μας, Γιαγιά, πώς βρέθηκε με τον Μάρκο Μπότσαρη στο Μεσολόγγι; ρώτησε.
Εμένα καθόλου δε μ' άρεσε η ιδέα πως θα περπατούμε έτσι φρόνιμα γύρω στις πρασιές, και θα λέγει η Γιαγιά ιστορίες αγνώστων Μάρκων Μποτσαρέων ή αλλωνών. Πήδηξα στο στήθος του Λουκά, και ακούμπησα τα μπροστινά μου πόδια απάνω του, να τον παρασύρω στο τρέξιμο. Μα πού αυτός! Μ' έπιασε από το γιακά και παρακάλεσε τη Γιαγιά:
- Πάμε να καθήσομε στη βιβλιοθήκη, Γιαγιά; Να μας πεις για τον Μάρκο Μπότσαρη και το Μεσολόγγι;
Και ανέβηκαν στο σπίτι, και πήγαν στη βιβλιοθήκη, και κάθησε η Γιαγιά σε μια πολυθρόνα, και τα τρία παιδιά πήραν χαμηλά σκαμνιά και κάθησαν αράδα μπροστά της. Και με πήρε αγκαλιά ο Λουκάς, και με βαστούσε ανάμεσα στα γόνατα του. Κι επειδή τον αγαπούσα τόσο τον Λουκά, κι επειδή μ' άρεζε πολύ να νιώθω τα χέρια του γύρω μου, κάθησα ήσυχα - ήσυχα. Κι έτσι άκουσα όλη την ιστορία που θα σας πω, όπως την είπε η Γιαγιά εκείνο το πρωί στα τρία της εγγόνια.