Μάγκας
Συγγραφέας:
ΙΓ'. Η πολυθρόνα


Πέρασε η ώρα έτσι μελαγχολικά, και ύστερα ήλθε ο Χάρης και μ' έπλυνε, και τότε δε βάσταξα πια και πήγα στο σπίτι. Βρήκα την πίσω πόρτα ανοιχτή, και, ακολουθώντας με τη μυρωδιά τα ίχνη του Λουκά, ανέβηκα στο τρίτο πάτωμα, όπου ήταν το σπουδαστήριο των παιδιών.

Ο Λουκάς κάθουνταν μόνος στο τραπέζι κι έγραφε. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και πρισμένα. Φαίνουνταν πως είχε κλάψει. Πήδηξα στα γόνατα του, κι εκείνος μ' αγκάλιασε, και βαστώντας με έτσι, με το χέρι γύρω στο λαιμό μου, ξανάπιασε σιωπηλά το γράψιμο του. Ήταν τόσο λυπημένος ο καημένος! Και ήθελα να τον παρηγορήσω και να του πω την αγάπη μου. Μα δεν ήξερα πώς. Κι έγλειψα μια - δυο φορές το χέρι που με βαστούσε... Με κοίταζε κείνος και χαμογελούσε, και χάιδεψε το κεφάλι μου.

- Καλός Μάγκας, είπε με αγάπη. Και πάλι ξανάπιασε το γράψιμο του.

Ανέβηκε η Μαριγώ, και στην άκρη του τραπεζιού έστρωσε μια πετσέτα κι έβαλε στο τραπέζι ένα πιάτο, ένα ποτήρι και μαχαιροπήρουνα.

- Θα φάγω εδώ; ρώτησε ο Λουκάς ξαφνισμένος.

- Μάλιστα, κύριε Λουκά.

Ήταν κι εκείνη λυπημένη, και του χάιδεψε το κεφάλι.

- Ήλθε ο Πατέρας; ρώτησε πάλι εκείνος.

- Όχι ακόμα. Μόνο οι κυρίες είναι κάτω.

- Και οι Άννα - Λίζα; Επέστρεψαν; Γιατί δεν ανέβηκαν; Η Μαριγώ δίστασε λίγο και ύστερα είπε:

- Η Μαμά σου είπε να μην έλθει κανείς μαζί σου.

- Και δε θα φιλήσω απόψε τη Μητέρα και τον Πατέρα, τη Γιαγιά και όλους;

- Όχι, κύριε Λουκά, είπε με λύπη η Μαριγώ. Ο Κύριος έδωσε διαταγή να μη σου μιλήσει κανένας, αν δεν ομολογήσεις πρώτα και πάρεις συχώρεση.

Ο Λουκάς δε μίλησε. Και πάλι η Μαριγώ χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά του.

- Ξέρεις, κύριε Λουκά, του είπε, λέγω καλύτερα να ομολογήσεις.

- Μα τι να ομολογήσω, αφού δεν τις έφαγα εγώ τις κουρμάδες! φώναξε κατακόκκινος ο Λουκάς.

- Το ξέρω και το πιστεύω, κύριε Λουκά μου! είπε γλυκά η Μαριγώ. Μα λέγω καλύτερα να πεις πως τις έφαγες και να σε συχωρέσουν. Αλλιώς θα φας και άλλες τιμωρίες! Πες πως τις έφαγες για να γλιτώσεις. Τι σε μέλει;

- Τι λες; Να πω ψέματα; αναφώνησε ο Λουκάς.

Η φωνή του έτρεμε και δάκρυα πήδηξαν πάλι στα μάτια του. Μα τα βάσταξε.

- Χίλιες φορές προτιμώ να μη με φιλήσει κανένας! είπε και η φωνή του έτρεμε. Μα δε λέγω πως το έκανα, αφού δεν το έκανα! Όχι, δεν μπορώ.

- Μην κακοκαρδίζεις, κύριε Λουκά. Θα περάσει και αυτό, είπε παρηγορητικά η Μαριγώ.

Μα ήταν λίγο αποκαρδιωμένη η ίδια. Και πρόσθεσε:

- Στις οκτώ θα σου φέρω το φαγί σου. Έλα κάτω και συ, Μάγκα.

- Δε μου τον αφήνεις συντροφιά; είπε ο Λουκάς.

- Δεν κάνει, κύριε Λουκά. Ο Κύριος είπε να μην παίξεις με το σκύλο.

Ο Λουκάς δε μίλησε πια. Κάθησε πάλι στο μάθημα του περίλυπος και σιωπηλός. Θέλησα να τρυπώσω κάτω από την καρέγλα του.

- Δεν κάνει, Μάγκα, πήγαινε κάτω, είπε ο Λουκάς και χάιδεψε βιαστικά το κεφάλι μου. Φύγε! Ακούς; Φύγε!

Με βαριά καρδιά ακολούθησα τη Μαριγώ.

Στο δεύτερο πάτωμα ακούονταν ομιλίες. Σίμωσα λιγάκι, και είδα πως το ιδιαίτερο σαλονάκι της Γιαγιάς, πλάγι στην κρεβατοκάμαρα της, ήταν φωτισμένο, και όλη η οικογένεια ήταν μαζεμένη εκεί. Ήταν και ο αφέντης και ο Μήτσος και ο Χρήστος, που μόλις είχαν φθάσει. Μα δεν είχα κέφια για συντροφιά, και κατέβηκα στο κάτω πάτωμα. Η πόρτα της βιβλιοθήκης ήταν ανοιχτή, και ξεφεύγοντας της Μαριγώς, που δε με κοίταζε, μπήκα μέσα και, στα σκοτεινά, πήγα και χώθηκα κάτω από μια πολυθρόνα. Προσπάθησα να κοιμηθώ. Μα ήμουν στενοχωρημένος και δεν μπορούσα. Ήμουν θυμωμένος και με τον εαυτό μου, που δεν έβρισκα τρόπο ν' αποδείξω την αθωότητα του Λουκά. Αχ, και να μπορούσα μια στιγμή να μιλήσω με ανθρώπου λαλιά!

Και ήμουν φούρκα που δεν είχα προφθάσει να δαγκάσω τον Βρασίδα για την ψευτιά που είχε πει. Θυμήθηκα τη γλυκόσαχλη μυρωδιά που έβγαζαν τα ρούχα του και μου ήλθε αναγούλα. «Να σε είχα στα δόντια μου!», γρύλισα πεισμωμένος.

Κι επειδή δεν τον είχα, τράβηξα μια δαγκωματιά σε ό,τι βρέθηκε μπροστά μου, δηλαδή στην πολυθρόνα πάνω από το κεφάλι μου. Τα δόντια μου σκάλωσαν σε κάτι περίεργο, σα δυνατό πανί πολύ τεντωμένο, και με δυσκολία τα ξεσκάλωσα. Έριξα πάλι πίσω το κεφάλι και ξαναδάγκασα. Και πάλι σκάλωσαν τα δόντια μου.

Το παιχνίδι μού φάνηκε νόστιμο. Άρχισα να ερεθίζομαι. Βγήκα έξω και πήδηξα πάνω στην πολυθρόνα. Μύριζε σιορ-Αμπρουζή. Ρουθούνισα δυο - τρεις φορές με θυμό. Αλήθεια! Πάντα σ' αυτή την πολυθρόνα στρώνουνταν. Πήδηξα χάμω. Ήμουν θυμωμένος. Ξαναχώθηκα κάτω από το κάθισμα, και, όλο και πιο ερεθισμένος, ξανάρχισα να δαγκάνω με λύσσα, να γρυλίζω και να τραβώ δυνατά ό,τι βρίσκουνταν πάνω από το κεφάλι μου. Όσο βαστούσε το περίεργο αυτό τεντωμένο πράμα, τόσο ερεθίζουμουν περισσότερο, και ορμούσα και άρπαζα, και μασούσα. Ώσπου ακούστηκε ένας παράξενος κρότος, σαν κάτι που σπάζει και σχίζεται, και στα σκοτεινά είδα κομμάτια κορδέλες που κρέμουνταν από την πολυθρόνα. Τότε πια απόγινε η χαρά μου.

Σήκωσα το κεφάλι κι έμπηξα τα δόντια μου σε άλλες όμοιες κορδέλες, πλεγμένες σταυρωτά κάτω από το κάθισμα, τις μάσησα, τις τράβηξα, τις έκοψα, έσχισα και άλλες, και ακόμα και άλλες, ώσπου κρέμουνταν όλες, υγρές, ελεεινές και αξιοθρήνητες, και τις μάσησα και τις κομμάτιασα. Και χάρηκα χαρά μεγάλη. Ρίχθηκα πάλι στην πολυθρόνα. Μα τα δόντια μου χτύπησαν σε σύρματα. Και πόνεσα και τα παράτησα. Πήρα ένα κομμάτι κομμένη κορδέλα και πήγα και τη μάσησα πάνω στο χαλάκι της πόρτας.

Έξαφνα άκουσα τ' αφεντικά μου που κατέβαιναν. Ξαναθυμήθηκα τον Λουκά και το θυμό μου, και ξανακάκιωσα. Δεν ήθελα να τους δω. Κανένα τους. Τρύπωσα στην είσοδο κι έφυγα κατά την πίσω σκάλα, την ώρα που τ' αφεντικά μου έμπαιναν στην τραπεζαρία. Ήταν η ώρα του γεύματος. Ήταν ανοιχτή η πόρτα του κήπου, και βγήκα έξω. Ουφ! Αέρα! Αέρα καθαρό!... Μα κι εκεί δεν ήταν αέρας καθαρός. Βρωμούσε Βρασίδα.

Μπροστά μου στέκουνταν ο πάγκος, όπου τον είχα δει καθισμένο, χλωμό και άρρωστο, και όπου τόσο τον τρόμαξα. Ο αέρας, εκεί, μύριζε γλυκόσαχλα και αναγουλιαστικά σαν τα ρούχα του.

Ρουθούνισα μια - δυο φορές. Δε μύριζε πολύ δυνατά σαν τα ρούχα του, μα μύριζε. Σίμωσα στον μπάγκο. Μύριζε και αυτός. Μα πολύ ελαφριά. Η δυνατή μυρωδιά ήρχουνταν απ' αλλού. Με τη μύτη χάμω, γύρισα εμπρός - πίσω, ολόγυρα και στο τέλος χώθηκα μέσα στον ανθώνα μπρος στον μπάγκο. Εκεί χάμω βρήκα ένα μπογαλάκι, και μέσα ήταν δεμένα κάτι μαλακά γλυκά πράματα που μύριζαν γλυκόσαχλα, πιο δυνατά και από τα ρούχα του Βρασίδα. Τόσο ερεθίστηκα με το εύρημα μου, που άρχισα να γαβγίζω δυνατά και πυκνά. Έτυχε ο Βασίλης να περνά εκείνη την ώρα από κει, και μου σφύριξε.

- Σώπα, Μάγκα! φώναξε.

Μ' αντί να σωπάσω, όλο και πιο νευρικά γάβγιζα και γρύλιζα, δαγκάνοντας το μπογαλάκι. Σίμωσε ο Βασίλης, με είδε, έψαξε και μάζεψε το μπογαλάκι, επίσης και κάτι μετάλλινο που γυάλιζε χάμω. Τα πήρε όλα και τα κοίταξε στο φως που χύνουνταν από το παράθυρο της κουζίνας.

- Γεια σου, Μάγκα! μουρμούρισε. Να δούμε τώρα τι θα πει ο κύριος Χρήστος!

Και μπήκαμε μαζί στην πίσω πόρτα του σπιτιού. Τρεχάτος ανέβηκα τη σκάλα και μπήκα στην τραπεζαρία κουνώντας γρήγορα την ουρά μου, καταχαρούμενος για τον έπαινο του Βασίλη. Δεν ήξερα γιατί μου είπε: «Γειά σου, Μάγκα», μα κατάλαβα πως ήταν ευχαριστημένος μαζί μου. Πηδηχτά έτρεξα στη Λίζα. Ήταν άκεφη η καημένη και μου είπε σιγά:

- Κάτω, Μάγκα.

Την ίδια ώρα μπήκε μέσα ο Σωτήρης, και, πηγαίνοντας στον Μήτσο, του είπε σιγά κάτι στο αυτί.

- Ο Βασίλης; έκανε ο Μήτσος. Πατέρα, ο Βασίλης θέλει, λέγει, κάτι να μου πει. Μπορεί να έλθει μέσα;

- Βέβαια, ας έλθει, αποκρίθηκε ο αφέντης κάπως παραξενεμένος, γιατί βράδυ αργά δεν είχε δουλειά στο σπίτι ο περιβολάρης.

Ο Βασίλης μπήκε στην τραπεζαρία και χαιρέτησε.

- Με συγχωρείς, κύριε Μήτσο, που ζήτησα σένα, είπε.

Μα μου είπες το απόγευμα πως δεν πίστεψες ότι ο κύριος Λουκάς έφαγε τις κουρμάδες. Ο Μάγκας βρήκε αυτά στο περιβόλι. Όποιος τα έχασε, αυτός έφαγε και τις κουρμάδες. Κι εμπρός σε όλους ξεδίπλωσε το μπογαλάκι που ήταν γεμάτο από κάτι μαύρα γυαλιστά και μακρουλά φρούτα. Επίσης, του έδωσε και το γυαλιστό μετάλλινο πράμα που βρέθηκε πλάγι στο μπογαλάκι.

- Τι είναι αυτά; Πού τα βρήκες; ρώτησε ο Μήτσος εξετάζοντας το μετάλλινο πράμα, που ήταν σουγιάς ανοιχτός και πασαλειμμένος ζουμιά κίτρινα.

- Τα βρήκε ο Μάγκας μέσα στον ανθώνα που είναι πλάγι στην πόρτα της κουζίνας. Παρατήρησε, κύριε Μήτσο, το μαντίλι είναι μαρκαρισμένο. Και κοίταξε τη λάμα του μαχαιριού που είναι ασκούπιστη, και λίγο φλούδι της κουρμάδας έμεινε μέσα στη θέση όπου διπλώνει το μαχαιράκι.

- Μα τίνος είναι ο σουγιάς αυτός; ρώτησε μ' έξαψη ο Μήτσος. Τον αναγνωρίζει κανένας σας; Εσείς, Άννα - Λίζα, το γνωρίζετε;

Η Άννα δεν πρόφθασε να τον καλοδεί και φώναξε:

- Ναι! Είναι ο καινούριος σουγιάς του Βρασίδα. Όλοι είχαν μαζευθεί γύρω στον Μήτσο, και κοίταζαν το σουγιά και το μαντίλι. Η Εύα, κατακόκκινη, γύρισε στον Χρήστο.

- Τώρα πιστεύεις; ρώτησε αναμμένη.

Και χωρίς να περιμένει απάντηση, έφυγε τρεχάτη, ανέβηκε στο σπουδαστήριο, όπου την ακολούθησα, παίρνοντας δυο - δυο τις σκάλες, και άνοιξε την πόρτα με ορμή. Ο Λουκάς είχε τελειώσει το γράψιμο του, και καθισμένος στο πεζούλι του παραθύρου κοίταζε τα δέντρα στο σκοτάδι, μουρμουρίζοντας θλιμμένα και μελαγχολικά ένα τραγούδι: «Κάτω στη Ρόδο, στο Ροδονήσι, Τούρκος βγήκε για να κυνηγήσει.» Γύρισε καθώς άνοιξε η πόρτα. Μα η Εύα δεν του άφησε καιρό να μιλήσει. Τον άρπαξε στην αγκαλιά της φωνάζοντας:

- Έλα κάτω, ο Μάγκας βρήκε τον ένοχο! Κατεβήκαμε στην τραπεζαρία, όπου όλοι μαζεμένοι γύρω στον Βασίλη μιλούσαν, ρωτούσαν, γελούσαν. Η Γιαγιά βαστούσε το βρώμικο μαντίλι. Κοίταζε τη μάρκα που ήταν κεντημένη σε μια γωνιά κι έλεγε:

- Β.Σ. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Βρασίδας Σαρδελίδης.

Μας είδε που φθάναμε και χαμογέλασε του Λουκά.

- Έλα, παιδί μου, άρχισε.

Μα την πρόλαβε ο αφέντης. Χάιδεψε το σγουρό κεφάλι του Λουκά και του είπε:

- Είμαι πολύ ευχαριστημένος να έχω να σου ομολογήσω πως έκανα λάθος. Και είμαι υπερήφανος για το αγοράκι μου.

Όλοι ήταν χαρούμενοι, και όλοι ήθελαν να φιλήσουν τον Λουκά. Η Λίζα μισόκλαιγε από συγκίνηση. Η Άννα είχε βουρκωμένα τα μάτια, μα διηγούνταν φωναχτά «πώς βρήκε ο Μάγκας το μαντίλι και το σουγιά μέσα στον ανθώνα». Ο Χρήστος έσφιξε το χέρι του Λουκά και του είπε:

- Κι εγώ ειλικρινώς σου ζητώ συχώρεση που σε υποψιάστηκα.

Κατακόκκινος, ντροπαλός, ευχαριστούσε ο Λουκάς. Ο καημενούλης δεν περίμενε τέτοια υποδοχή και τόση θριαμβευτική απόδειξη πως ήταν αθώος.

- Τώρα καταλαβαίνω τι ήταν η ζαλάδα του κυρίου Βρασίδα! είπε ο Σωτήρης, που χαίρουνταν όσο η οικογένεια πως ξεπλύθηκε ο Λουκάς από την υποψία.

- Ναι! Ελπίζω να μην το ξανακάνει, αποκρίθηκε η κυρία Βασιωτάκη που δεν ήθελε ποτέ να κατηγορήσει κανένα.

Έβγαιναν από την τραπεζαρία για να περάσουν στη βιβλιοθήκη όταν χτύπησε η πόρτα και ο κύριος Σαρδελίδης μπήκε μέσα. Ποτέ, νομίζω, δεν τον υποδέχθηκαν τα παιδιά του αφέντη, μεγάλα και μικρά, με τέτοιον ενθουσιασμό. Ο ίδιος σάστισε. Μα ήταν θυμωμένος. Φαίνουνταν από την κίτρινη όψη του.

- Ζωηρά και εύθυμος, βλέπω, ιλαρότης βασιλεύει εις τον οίκον σας, είπε με το γλυκόξυνό του χαμόγελο.

Και πρόσθεσε αμέσως:

- Φοβούμαι όμως ότι η επίσκεψις μου θα μετριάσει και θα ελαττώσει την ωραίαν και ευχάριστον αυτήν διάθεσιν.

- Σα να γίνεται ποτέ και αλλιώς... μουρμούρισε ο Μήτσος που έβραζε από θυμό εναντίον του Βρασίδα.

Μα η Εύα του έδωσε μια σπρωξιά, και του έκανε νόημα να μη στενοχωρεί τη μητέρα τους.

- Γιατί, σιορ-Αμπρουζή; έκανε ευγενικά η Γιαγιά. Ελπίζω να μη μας φέρνετε καμιά κακήν είδηση!

Κανένας όμως δεν τον ρώτησε για τον Βρασίδα, και αυτό σα να του παραξενοφάνηκε. Κοίταξε τον ένα και ύστερα τον άλλο και είπε:

- Θα ηρχόμην πολύ ενωρίτερα, αλλ' ηναγκάσθην να προσκαλέσω ιατρόν. Ίσως δεν γνωρίζετε ότι ο Βρασίδας είναι βαρέως και σοβαρώς ασθενής;

- Δεν πάμε καλύτερα στη βιβλιοθήκη; είπε λίγο νευρικά η κυρία Βασιωτάκη, ελπίζοντας να διακόψει και ν' αποφύγει το επικίνδυνο θέμα.

Μπήκαν στη βιβλιοθήκη, και η Εύα πρόσφερε μια καρέγλα του θείου της. Μα εκείνος την αρνήθηκε. Και ξαφνικά, παίρνοντας ύφος ανακριτού, με τα δυο του χέρια στις τσέπες, γέρνοντας εμπρός το μακρύ του σώμα, και σουφρώνοντας τα φρύδια, είπε του Λουκά αυστηρά:

- Ώστε ενόμισες, φίλτατε μικρέ, ότι ατιμωρητί ηδύνασο να δηλητηριάσεις τον εξάδελφόν σου;

- Τι λες, καλέ Αμπρουζή; αναφώνησε όλο και πιο νευρικά η κυρία Βασιωτάκη. Τι λόγια είναι αυτά;

- Θλίβομαι, αδελφή Μαρίνη, ότι θα σοι αναγγείλω θλιβερά και οδυνηρά γεγονότα, είπε ο σιορ-Αμπρουζής. Αλλά δεν ευθύνεσαι βεβαίως συ, εάν ο απερίσκεπτος και αστόχαστος αυτός μικρός έπεισε τον εύπιστον και απονήρευτον Βρασίδαν μου να φάγει σπόρους δηλητηριώδεις, βλαβερού φυτού.

Ο Μήτσος ανατινάχθηκε.

- Α, έτσι σας διηγήθηκε την ιστορία ο κυρ-Βρασίδας; είπε με θυμό.

- Μήτσο, σε παρακαλώ, παύσε! του φώναξε η μητέρα του.

- Μα, Μητέρα...

- Σε παρακαλώ, παύσε! επανέλαβε η καημένη η κυρία Βασιωτάκη όλο και πιο νευρικά.

Εμπρός στην ορμή του Μήτσου, ο σιορ-Αμπρουζής κοντοστάθηκε. Αλλά βλέποντας την ανησυχία της γυναικαδέλφης του, παρεξήγησε την αιτία κι εξακολούθησε διαλέγοντας τις λέξεις του:

- Κι εγώ λυπούμαι όσον ουδείς, ότι χρεωστώ να καταγγείλω μιαν άσχημον και απρεπή πράξιν, της οποίας την διήγησιν μετά κόπου και δυσκολίας κατόρθωσα να αποσπάσω από τον Βρασίδαν μου. Είναι τόσον λεπτόν και ευγενές παιδίον, ο Βρασίδας μου, ώστε δεν επεθύμει αρχικώς να μαρτυρήσει την πράξιν του μικρότερου και αμαθέστερου εξαδέλφου του, να καταγγείλει τουτέστι...

- Άκουσε, Αμπρουζή, διέκοψε ο αφέντης ανυπόμονα. Λέγω καλύτερα να τελειώνει αυτή η ιστορία. Ο γιος σου αρρώστησε, γιατί έφαγε ένα ζεμπίλι κουρμάδες. Δώστε του μια καλή δόση ρετσινόλαδο, και ας ξεχάσομε όσα έγιναν και όσα λέχθηκαν.

Οργισμένος γύρισε καταπάνω του ο σιορ-Αμπρουζής.

- Ποιος σου τάπε αυτά τα κοροφέξαλα; είπε ξεχνώντας στο θυμό του να διαλέξει τις εκφράσεις του.

- Ετούτα, αποκρίθηκε ξερά ο αφέντης, τείνοντας του το λεκιασμένο μαντίλι και το σουγιά.

- Τι λες; Αυτός ο σουγιάς είναι του γιου μου! Πώς βρέθηκε δω; Του τον έδωσα εγώ στα γενέθλια του...

- Ακριβώς. Και το μαντίλι είναι δικό του, με τη μάρκα του. Καν τα δυο, όταν τα παρατηρήσεις, θα σου διηγηθούν ολόκληρη την ιστορία που σου μισοείπα.

Ζαλισμένος έκανε πίσω ο σιορ-Αμπρουζής και, βρίσκοντας μια πολυθρόνα, κάθησε μέσα βαριά. Ένα κρακ ακούστηκε, και η πολυθρόνα βούλιαξε, καταπίνοντας το σιορ-Αμπρουζή.

- Μάνα μου! Ίνταν τούτα; ακούστηκε η πνιγμένη του φωνή, ενώ χέρια και πόδια του σπασμωδικά χτυπούσαν τον αέρα.

Σπαρταριστό γέλιο ξέσπασε απ' όλους. Η Γιαγιά και ο αφέντης ξέχασαν την αγανάκτηση τους, ο Μήτσος το θυμό του, ακόμα και η αγαθή κυρία Βασιωτάκη τη νευρικάδα της, και όλοι, πνίγοντας τα γέλια, όρμησαν ποιος να πρωτομαζέψει το σιορ-Αμπρουζή που πάλευε να βγει από την πολυθρόνα.

- Αμάν! Ένα χέρι! Βοήθεια, βρε παιδιά! 'Αι, άι, τσιμπούν οι σούστες! ξεφώνιζε κείνος όλο πιο πνιγμένος.

Τον έπιασε ο Χρήστος από το ένα χέρι, ο Μήτσος από το άλλο, ενώ η Εύα και ο πατέρας της τον έσπρωχναν από πίσω, και στο τέλος κατόρθωσαν να βγάλουν τον καημένο τον σιορ-Αμπρουζή από την πολυθρόνα που έχασκε, με το δέρμα της όλο τρυπημένο και τις σούστες πεταμένες έξω. Μα σε τι χάλια ήταν ο σιορ-Αμπρουζής! Η γραβάτα του, λυμένη, έπεφτε από τον ανοιχτό γιακά, τα μαλλιά του, ξεκολλημένα, κρέμουνταν φράντζα σ' ένα πλάγι, και η φαλάκρα του γυάλιζε ολόγυμνη, η κακομοίρα.

Σα βρέθηκε όρθιος, έριξε γύρω του μιαν οργισμένη ματιά, και αντελήφθηκε τα γελαστά πρόσωπα. Δεν είπε τίποτα. Σφίγγοντας τα δόντια του πήγε στην πόρτα και βγήκε έξω, δένοντας τη λυμένη γραβάτα του. Η κυρία Βασιωτάκη τον ακολούθησε, αφού έκανε νόημα στους άλλους να μη γελούν. Κι ευθύς έτρεξε η Εύα, μαζί και ο πατέρας της, και βιαστικά βγήκαν στην είσοδο να συνοδεύσουν τον κύριο Σαρδελίδη.

- Ελπίζω να μη χτύπησες, θείε Αμπρουζή; είπε διστακτικά η Εύα.

Δεν αποκρίθηκε κείνος, ούτε μίλησε καθόλου. Άνοιξε την έξω πόρτα και βγήκε στο πλατύσκαλο. Μάταια γύρευε η κυρία Βασιωτάκη να τον ησυχάσει, να τον παρηγορήσει.

- Έλα, έλα, Αμπρουζή, του έλεγε με καλοσύνη, και βγήκε μαζί του στη σκάλα. Δε φταίγει κανένας αν ο Βρασίδας έφαγε τόσες κουρμάδες, ώστε ν' αρρωστήσει. Για την πολυθρόνα όμως, σου ζητώ συγνώμη. Είμαι ασυγχώρητη που δεν παρατήρησα πως είχαν χαλάσει οι σούστες της.

Εκείνος ούτε αποκρίθηκε. Βιαστικά κατέβηκε στο περιβόλι, άνοιξε την καγκελόπορτα και μπήκε στο αμάξι του που περίμενε απέξω. Η κυρία Βασιωτάκη του φώναξε ένα τελευταίο:

- Περαστικά του Βρασίδα. Και ξαναμπήκε στο σπίτι.

Γύρισε στη βιβλιοθήκη κατακόκκινη και στενοχωρημένη.

- Αφήσετε τα γέλια, παιδιά, είπε πολύ δυσαρεστημένη. Δεν είναι αστείο αυτό που συνέβηκε του θείου σας.

- Είναι θεία δίκη, Μητέρα, μη συγχίζεσαι! φώναξε ο Μήτσος.

- Όχι, όχι δε χωρατεύω! Γύρισε, Μήτσο, την πολυθρόνα, να δω πώς συνέβηκε αυτό το ρεζιλίκι!

Ο Μήτσος και ο Χρήστος αναποδογύρισαν την πολυθρόνα, και, ω! φρίκη! Είδα όλες τις κορδέλες που είχα μασήσει, λιωμένες, κουρελιασμένες, που κρέμουνταν αξιοθρήνητες κάτω από την ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα, με τις πεσμένες μετάλλινες σούστες της.

- Καλέ, τι είναι αυτά; Λες και είναι πριονισμένα τα κορδόνια. Και μη χειρότερα! Καλέ, αυτές είναι υγρές! Ποιος τόκανε αυτό;

Ντροπιασμένος και αρκετά φοβισμένος, τρύπωσα κάτω από μια καρέγλα.

- Α, Μάγκα, Μάγκα, είπε ο Χρήστος κουνώντας μου το δάχτυλο. Σα να ομολογείς την ενοχή σου με το φέρσιμο σου.

Την ίδια ώρα, η Λίζα που ήταν κοντά στην πόρτα έσκυψε και μάζεψε από το χαλάκι την κορδέλα που είχα μασήσει.

- Να και άλλη κορδέλα... και είναι υγρή, είπε.

- Είναι η υπογραφή του Μάγκα φαρδιά - πλατιά, πρόσθεσε γελώντας ο Χρήστος.

Πώς φουρκίστηκα μαζί του! Θύμωσε με τα σωστά της η κυρία Βασιωτάκη.

- Α! Μα αυτή τη φορά θα τιμωρηθεί! είπε. Η Εύα σήκωσε το χέρι.

- Ζητώ συγχώρηση, παρακάλεσε. Αυτός ο ένοχος ξεσκέπασε τον Βρασίδα και απέδειξε την αθωότητα του Λουκά...

- Μα δεν είναι ανάγκη να ζητήσεις συγχώρηση! πετάχθηκε και είπε η Άννα. Ο Μάγκας δε φταίγει καθόλου για τη ζημιά!

Μια βοή από διαμαρτυρίες ακούστηκε. Μα η Άννα είχε ανάψει.

- Όχι, ο Μάγκας δε φταίγει καθόλου! επανέλαβε. Το είπε μια μέρα η Γιαγιά! Εμείς φταίμε, που δε φροντίσαμε να τον βγάλομε νωρίς, παρά τον αφήσαμε μόνο στο γραφείο.

- Ποιος τον έμπασε στο γραφείο; ρώτησε η μητέρα. Κανένας δεν ήξερε. Κανείς δε με είχε μπάσει.

- Και δεν πιστεύω να είπε η Γιαγιά πως δε φταίγει ένας που καταστρέφει... άρχισε η κυρία Βασιωτάκη.

Μα η Άννα, κατακόκκινη, τη διέκοψε.

- Ναι, η Γιαγιά το είπε μια μέρα, φώναξε. Είπε πως δεν έφταιγε η γάτα σαν έφαγε το ψάρι, αλλά ο Θανάσης, που ξέχασε το παράθυρο ανοιχτό. Το ίδιο λοιπόν για τον Μάγκα. Αφού είναι φυσικό για τη γάτα να φάγει το ψάρι σαν πεινά, φυσικό και για το Μάγκα να μασήσει τις κορδέλες αν τον πονούν τα δόντια. Δεν είναι έτσι, Γιαγιά;

- Μα, κυρία δικηγόρισσα, ο Μάγκας έπρεπε να ξέρει καλύτερους τρόπους από τη γάτα, είπε ο αφέντης. Από μικρός ζει ανάμεσα σε ανθρώπους και σε πολιτισμό...

- Μα, Πατέρα, διέκοψε όλο και πιο αναμμένη η Άννα, η μητέρα του ίσως να μην του είπε ποτέ να μην τρώγει τις πολυθρόνες!

Όλοι γέλασαν με τα τελευταία αυτά λόγια της Αννας. Και η Γιαγιά, που γελούσε περισσότερο απ' όλους, μεσίτεψε και είπε:

- Συγχώρησε τον, Μαρίνα μου, για χατήρι της Άννας, που θυμήθηκε τόσο καλά ένα μάθημα φιλοσοφίας.

Και πρόσθεσε:

- Μπορεί να πίστεψε ο φουκαράς πως ήταν άλλο είδος κόκαλο η πολυθρόνα.

- Αν το θέλεις, βέβαια θα γίνει το χατήρι σου, Μητέρα, είπε η κυρία Βασιωτάκη. Μα τουλάχιστον να μας γίνει εμάς μάθημα το πάθημα, και να τον βγάλομε τώρα έξω, μην ξανακάνει τη νύχτα την ίδια αταξία.

Ο Λουκάς πετάχθηκε πάνω.

- Εγώ, εγώ να τον πάρω έξω, αναφώνησε. Του χρεωστώ εγώ μεγάλη ευγνωμοσύνη. Έλα, Μάγκα, στο σπίτι σου! Έλα! Ακούς;

Τον ακολούθησα με την ουρά στα σκέλια και το κεφάλι σκυφτό. Ήμουν συντριμμένος από ντροπή. Βγαίνοντας έξω είπε ο Λουκάς της Άννας, που μας ακολουθούσε:

- Καλύτερα ήταν να είχες αφήσει τα πράματα όπως τα διόρθωνε η Εύα.

- Γιατί;

- Με αυτά που είπες, τον χαντάκωσες τον Μάγκα.

- Εγώ; Μα εγώ ήθελα να μη φάγει ξύλο! είπε η Άννα.

- Τον έβαλες όμως στην ίδια σειρά με τις γάτες, αποκρίθηκε ο Λουκάς.

Και κατσουφιασμένος σκάλωσε την αλυσίδα στο γιακά μου. Χώθηκα μες στο σπίτι μου και κουλουριάστηκα στο βάθος. Αλήθεια, αλήθεια, εκείνη την ώρα προτιμούσα να είχα φάγει ξύλο παρά να συχωρεθώ, πέφτοντας τόσο χαμηλά στην υπόληψη όλων, και προπάντων στην υπόληψη του Λουκά. Γιατί το είχε διατυπώσει σωστά. Είχα ξεπέσει στην ίδια σειρά με τις γάτες.