Κακότυχος
Συγγραφέας:
Λόγια τῆς πλώρης (1924)


Η «Παντάνασσα» τὸ νιόχτιστο μπάρκο τοῦ Βάραγγα φρεσκοβαμμένο, σημαιοστόλιστο, ἀρμένιζε μὲ φλόκους καὶ πανιὰ μέσα στὸν κόρφο τοῦ Γαλαξιδιοῦ. Ἔκανε τὸ πρῶτο ταξίδι του. Χτὲς πῆρε τὴ σαβοῦρά του, σύναξε ὅλες τὶς προμήθειες: ψωμί, τυρί, ἐλιές, παστὰ κρέατα, νερό, καφὲ καὶ ζάχαρη καὶ μὲ τὸ χάραμα ἔλυσε τὰ πρυμόσχοινα. Οἱ συντοπίτες ὅλοι, ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, χυμένοι ἔξω στὸ ἀκρωτῆρι τὸ κοίταζαν, τὸ καμάρωναν καὶ τὸ καταβόδωναν μὲ τὴν ψυχὴ τρεμάμενη. Ἐμεῖς ἀπὸ μέσα δέκα ναῦτες, ὁ γραμματικὸς ἕντεκα κι ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος δώδεκα μιὰ ματιὰ ρίχναμε στ’ ἄρμενα καὶ μιὰ στὴ στεριά.

— Καλὸ ταξίδι· καὶ καλὴ ἀντάμωση!…

— Ναί· καλὴ ἀντάμωση!…

Ὁ Μπουρίνας ὁ σκύλος μας ἔτρεχε ἀπάνω κάτω χαρούμενος καὶ κεῖνος. Μπλεκότανε στὰ πόδια μας, κατέβαινε στὴν πλώρη, ἔμπαινε στοῦ καπετάνιου τὴν κάμαρη, γύριζε στὸ μαγεριό, πηδοῦσε στὸ τσιμποῦκι καὶ γάβ! γάφ! ἀλύχταγε κατὰ τὶς στεριές, σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε καὶ κεῖνος:—Καλὲς ἀντάμωσες!

Ὁ οὐρανὸς καταγάλανος ἀπάνω· τὰ νησιά, τ’ ἀκρογιάλι γύρω ἥμερα καὶ γελαστά· ἡ θάλασσα χρυσάχτινη. Πρύμος ἄνεμος φούσκωνε τὰ πανιὰ κι’ ἔσπρωχνε τὸ καράβι γοργὸ στὸ δρόμο του. Μὰ τί τὰ θές! Μὲ ὅλη τὴ χαρὰ ποῦ ἔδειχναν ψυχωμένα κι ἄψυχα γύρω, κάτι κρεμόταν ἀόρατο ψηλὰ καὶ κάθιζε μυλόπετρα στὴν ψυχή μας. Ἦταν ἡ πίκρα τοῦ χωρισμοῦ; Ἦταν ὁ φόβος τοῦ κίνδυνου; Ὄχι· δὲν τὸ πιστεύω. Ἂν ἦταν ἡ «Παντάνασσα» πρωτοτάξιδη ἐμεῖς εἴμαστε παλιοὶ θαλασσομάχοι. Ὁ Βάραγγας διάλεξε τὸν ἀθέρα γιὰ νὰ βάλῃ μέσα. Χρόνια, ταξίδια καὶ θαλασσοδαρμοὺς δὲν ἤξερε ποιὸς εἶχε τὰ περισσότερα. Κι’ οἱ ἀπέξω ποῦ μᾶς καταβόδωναν δὲν ἦταν ἄμαθοι. Χίλιες φορὲς εἶδαν τὸ μισεμὸ καὶ τὸ γυρισμό μας. Τά δάκρυα κι’ οἱ χαρὲς ἔχασαν το σύνορό τους σὲ κάθε ναυτότοπο. Τραγούδια καὶ μυρολόγια βρίσκονται ἀδερφωμένα, ὅπως τὸ κυπαρίσσι κι ἡ τριανταφυλλιὰ στὸ νεκροταφεῖο.

Δὲν ἦταν λοιπὸν ὁ μισεμός· ἦταν ἡ τύχη τοῦ πρώτου μας. Θαλασσινὸ σὰν τὸν καπετὰν Δρακόσπιλο δὲ γέννησε δεύτερο. Ζωντανὴ χάρτα ἦταν τὸ κεφάλι του. Ποῦ τὰ ρέματα, ποῦ ξέρες, ποῦ πάγκοι τὰ ἤξερε μὲ τὸ διαβήτη, σὲ Ἄσπρῃ καὶ Μαύρη θάλασσα. Τα λιμάνια, τ’ ἀκρωτήρια, τὶς λένες, τὰ ρίχη, τὰ πόρτα μποροῦσε νὰ τὰ εἰπῇ ἕνα κι’ ἕνα μὲ τὰ μίλια τους. Ἂν ρωτᾷς γιὰ τοὺς ἀνέμους; ἔνιωθε τὸ φύσημά τους τρεῖς ὥρες πρὶν κινήσει τὸ πρῶτο φύλλο. Θάλασσα, οὐρανός, στεριές, ἄστρα, σύννεφα, τοῦ ἥλιου ἀνατολὴ καὶ βασίλεμα δὲν εἶχαν γι’ αὐτὸν μυστικό. Μιλοῦσαν στὴν ψυχή του.

Καὶ δὲν τὸν ἔφταναν αὐτά· ἤθελε περισσότερα. Ἤθελε πάντα νὰ μαθαίνῃ τὰ μακρινά. Ὅπου δὲν ἔφτανε τὸ μάτι πετοῦσε ἡ φαντασία του. Ἅμα ἔβρισκε κανένα κοσμοπερπατημένο, τὸν ρωτοῦσε γιὰ ὅλα. Γιὰ τοὺς Ὠκεανούς, γιὰ τὴν Ἀμέρικα, γιὰ τοὺς Πόλους, γιὰ τοὺς πάγους ποῦ κατεβαίνουν ὥς τ’ ἀκρογιάλια τῆς Ἀγγλίας καὶ τὰ ρέματα ποῦ ἔρχονται ἀπὸ τὸ Μεξικὸ στὴ Νορβηγία κι ἔχουν τὸ νερὸ ζεστὸ καὶ φέρνουν βανάνες, καφέδες, τῶν τροπικῶν καρπούς, στὰ παγωμένα κλίματα. Ὄνειρο εἶχε νὰ κλείσῃ στὸ κεφάλι του ὅλη τὴν Ὑδρόγειο.

Καὶ ὅμως—θὰ τὸ πιστέψετε;—αὐτὸς ὁ θαλασσομάχος ἕνα καλὸ δὲν εἶδε ἀπὸ τὴ θάλασσα. Δέκα χρόνια καπετάνιος καὶ τρόμαξε τὸν ναυτόκοσμο μὲ τὰ ναυάγια. Ἕνα μπάρκο του μαδέρια τὸ σκόρπισε ἡ λεονάδα στὸν Καβοκόρσο. Ἕνα μπρίκι ποῦ εἶχε μισακὸ μὲ τὸ Δήμαρχο, τὸ δάγκωσαν οἱ πέτρες στὸ Βονιφάτσιο. Τοῦ πεθεροῦ του μιὰ γολέτα τὴν ἔφαγε ὁ ἄμμος τοῦ Ἀλαφονησιοῦ. Μὲ κανένα ξύλο δὲ μπόρεσε νὰ τελειώσῃ ταξίδι. Ἂν γλύτωνε στὸ πρῶτο, τὴν πάθαινε στὸ δεύτερο. Ἂν γλύτωνε καὶ στὸ δεύτερο, στὸ τρίτο ἤτανε ξοφλημένος. Κατάντησε οὔτε τ’ ὄνομά του νὰ μὴ θέλουν ν’ ἀκούσουν οἱ ναυτικοί. Κανεὶς καραβοκύρης δὲν τοῦ ἔδινε καράβι νὰ κυβερνήσῃ· κανεὶς ναύτης δὲν τοῦ μπιστευότανε τὴ ζωή του. Ἀκόμη καὶ γιὰ ἐπιβάτη δὲν τὸν ἤθελαν. Ἔλεγες καπετὰν Δρακόσπιλο κι’ ἀνατρίχιαζε ὅλο τὸ Γαλαξίδι, σὰν νὰ πλάκωνε ὁ Παπακώστας μὲ τοὺς ἀντάρτες του. Οἱ καπετᾶνοι ποῦ θὰ ταξίδευαν φρόντιζαν νὰ μὴ τὸν ἀπαντήσουν στὸ δρόμο τους. Τὸ εἶχαν κακοσημαδιά.

Ἐκεῖνος τὰ ἔβλεπε κι’ ἀναστέναζε κατάκαρδα. Δὲν παραπονιόταν ὅμως, γιατὶ γνώριζε τὸ δίκηό τους. Ἐκεῖνο ποῦ τὸν ἀπέλπιζε ἦταν ἡ τύχη του. Μὲ κείνη πάλαιβε στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνο του. Πίστεψε πῶς κάτι κακὸ γεννήθηκε μὲ τὴ γέννησή του καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε στὰ ταξίδια του. Ἀναγνώριζε πῶς δὲν εἶχε πιὰ δικαίωμα νὰ συνεπαίρνῃ στὴν κακοτυχιά του ξένη περιουσία, μὲ βάσανα καὶ ἵδρωτα ἀποχτημένη καὶ ξένη ζωὴ πολυάκριβη.

Αὐτὸ δὰ ἦταν ἡ μεγαλείτερη δυστυχία του. Ἦρθε καὶ ψυχομαράθηκε· σούρωσε σὰν τὸν Ἄρειο. Ἄρχισε ν’ ἀποφεύγῃ ὄχι πιὰ τοὺς ξένους, ἀλλὰ καὶ τοὺς δικούς του. Πήγαινε πάντα μοναχός, μιλοῦσε, χειρονομοῦσε πότε δυνατὰ καὶ θυμωμένα, πότε κουφὰ καὶ φοβισμένα. Καὶ κάθε ἡλιοβασίλεμα ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι του, ποῦ ἦταν στῆ Χηρόλακκα ψηλά, γλύστραγε ἀμίλητος στὴν ἀγορά, κατέβαινε στὸ λιμάνι, ἔστεκε κατάνακρα στ’ ὀρθολίθι, κοίταζε τὴ θάλασσα. Κοίταζε κάπου μισὴ ὥρα. Ἔκανε φτοῦ! φτοῦ!… τρεῖς φορές· ἄλλες τρεῖς τὴν ἔδερνε μὲ τὶς πέτρες. Ἔπειτα πάλι ἔπαιρνε τὸν ἀνήφορο, διάβαινε στὴν ἀγορά, ἔφτανε σπίτι του.

Ἡ γυναῖκά του, ἡ ὄμορφη Χρυσούλα, ὁ γυναικάδερφός του ὁ Βάραγγας κι’ ὁ γεροπεθερός του ἦταν ἀπαρηγόρητοι. Δὲν ἤξεραν τί νὰ κάμουν· πῶς νὰ τὸν σώσουν. Νέος ἄνθρωπος, βλέπεις, χεροδύναμος, πολυκάτεχος, ἄτρομος, γιὰ τὸν κίνδυνο καὶ τὸν ἀγῶνα γεννημένος, πῶς μπορεῖ νὰ κάθεται ἄδουλος, σὰν ἄκαρπο δεντρί; Καὶ ὄχι μονάχα οἱ συγγενεῖς του, ἀλλὰ κι οἱ ξένοι πόναγαν γιὰ τὴν κατάστασή του. Ὁ ναυτόκοσμος, βλέπεις, εἶνε μιὰ φαμελιά. Ἤθελαν πολλοὶ νὰ τὸν βγάλουν ἀπὸ τὴ νέκρα του, νὰ τοῦ δώσουν δουλειά· ἔλα ὅμως ποῦ τρόμαζαν τὴν τύχη του! Δὲν ἦταν παῖξε-γέλασε. Καλὰ ἂν γύριζε πίσω τὸ πλεούμενο. Μ’ ἂν τὸ κάρφωνε σὲ καμιὰ ξέρα;

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἔχτιζε τὴν «Παντάνασσα» ὁ γυναικάδερφός του στὰ Καταλόνια. Ὁ πρωπομάστορης ἔβαλε ὅλη του τὴν τέχνη νὰ τὸ κάμῃ γερό, κομψό, τέλειο· τὰ δάση ἔδωκαν τὰ καλύτερα ξύλα τους· οἱ μαστόροι κι οἱ καλαφάτες ὅλη τὴ μαστοριά τους. Ὁ Βάραγγας ξόδεψε ἀλύπητα. Πούλησε καὶ κάτι χωράφια ποῦ εἶχε προῖκα στὴ Γλύφα. Ἢ τοῦ ὕψους ἢ τοῦ βάθους· συλλογίστηκε.

Ἡ Χρυσούλα ρίχτηκε στὸν ἀδερφό της κολλιτσίδα:

— Λυπήσου τον· λυπήσου τὰ παιδιά μου! βάλε τον μέσα γρεντῆ.

— Μωρὲ ἀδερφή, τὸν λυποῦμαι, μὰ τί νὰ κάμω; ἔλεγε κεῖνος στενοχωρημένος. Βλέπεις ποῦ ξόδεψα τὰ μαλλοκέφαλά μου. Θὲς νὰ μὴν τὸ ξαναϊδῶ; Ἔχει κακοτυχιὰ ὁ ἄνθρωπος· μάλαμα πιάνει στάχτη γένεται. Δὲν τὸν θέλει ἡ θάλασσα. Ἂς πιάσῃ στὴ στεριὰ δουλειὰ καὶ νὰ τὸν βοηθήσω ὅσο μπορῶ.

— Τί δουλειὰ νὰ πιάσῃ; ἐπίμενε κείνη κλαίοντας. Μπορεῖ νὰ κάμῃ ἄλλη δουλειὰ ὁ ναύτης; Ζῇ τὸ ψάρι ὄξω ἀπ’ τὸ νερό;

Θέλοντας καὶ μὴ τὸν ἔβαλε καπετάνιο στὴν «Παντάνασσα» τὸ Δρακόσπιλο.

— Τήρα, μωρὲ Θύμιο, τοῦ εἶπε πικρογελῶντας, ὅταν τὸν ἀποχαιρετοῦσε στὴν ἀνεμόσκαλα· τήρα νὰ μὴν τὸ κάμῃς μαδέρια καὶ τοῦτο.

— Ἂν δὲν ἔρθῃ τὸ μπάρκο, δὲ θὰ ἔρθω καὶ γώ· ἀπάντησε κεῖνος.

— Ὄχι, καλήτερα νὰ ἔρθετε κι οἱ δυό.

Τόρα ἡ «Παντάνασσα» ἔτρεχε ὁλάρμενη στὸν Καβομαλιᾶ. Πηγαίναμε ἴσα στὸν Ποταμὸ γιὰ φορτίο. Τὸ κῦμα ἔτρεχε πίσω της παιγνιδιάρικο, δροσόλουζε τὰ σμαλτωμένα πλευρά της, ἁρμονικὰ τὴ λίκνιζε. Ρίζι σκόρπιζε τὸ νερὸ ἡ πλώρη της. Ὁ ἄνεμος φούσκωνε τὰ ὁλοκαίνουργα πανιά, καμάρωνε τὰ σχοινιά, σφύριζε στοὺς μακαράδες, στὶς στραλιέρες, στὶς μοῦδες. Δίπλα πισωδρομοῦσαν οἱ στεριὲς καταπράσινες, ἔφευγαν τρεχᾶτες, ἔσβυναν τὴν ὥρα ποῦ ἄλλες ἔβγαιναν ἐμπρὸς γιὰ νὰ χαθοῦν καὶ κεῖνες κι’ ἄλλες νὰ φανερωθοῦν. Δέκα κόμπους ἔπαιρνε στὴν ὥρα. Ἔβλεπα τὰ γερά της δεσίματα, τὸ λυγερὸ σκαφίδι, λαμπάδες τὰ κατάρτια, τὸ γοργὸ τρέξιμο, τ’ ὀρθοπλώρισμά της καὶ τὴν καμάρωνα. Δὲν ἦταν καλύτερο μπάρκο σέ ὅλη τὴ Σφαῖρα! Τὰ βουνά, ἔλεγα, πρόβαιναν νὰ τὸ καλωσορίσουν· τὰ κύματα ἔτρεχαν νὰ στρωθοῦν στὴν καρίνα του.

— Τὴν τάδε ὥρα στὸν Καβογρόσο· λογάριαζε ὁ γραμματικός. Αὔριο πρωῒ στὸν Καβομαλιᾶ· αὔριο βράδυ στὸν Καβοντόρο· ἀντιμεθαύριο στὰ Δαρδανέλια· σὲ ὀχτὼ ἡμέρες στὸν Ποταμό.

— Καὶ ἂν τύχῃ καμμιὰ φουρτούνα; ἔκανε νὰ ψιθυρίσῃ κανεὶς ναύτης.

Ὅλοι γύριζαν καὶ τον κοίταζαν μὲ ἀγριεμένα μάτια: Μπὰ ποῦ νὰ δαγκώσῃ τὴ γλῶσσα του! Κοτάει μωρέ, ἡ φουρτοῦνα νὰ βγῇ σὲ τέτοιο ὀμορφοκάραβο!

Πίσω της ὅμως ἡ «Παντάνασσα» ἔβαλε ὅλους σὲ μεγάλη ἀγωνία. Τόσα καράβια ντόπια ἦταν παραδομένα στὸ κῦμα καὶ κανένα δὲ συλλογιζόταν κανείς. Φαινότανε φυσικό. Ἀλλὰ τὸ μπάρκο τοῦ καπετὰν Δρακόσπιλου φαινόταν ἀφύσικο. Ἐκεῖνοι ποῦ ἦταν συγγενεῖς του καὶ κεῖνοι ποῦ δὲν εἶχαν κανένα, πάθαιναν τὸ ἴδιο.

— Ποῦ νὰ εἶνε τάχα ἡ «Παντάνασσα»; ρωτοῦσε στὸ συναπάντημά του ἕνας τον ἄλλον.

Στὰ καφενεῖα, στὰ κρασοπουλειά, στοὺς ταρσανάδες ἡ ἴδια κουβέντα. Ὁ Βάραγγας ἀπελπίστηκε. Δὲν ἔφτανε ἡ δική του στενοχώρια· εἶχε καὶ τὸν κόσμο. Ὅποιος τὸν ἔβλεπε, πρῶτο λόγο εἶχε νὰ τὸν ρωτήσῃ:

— Ἔ, τί μαντᾶτα; Εἶχες κάνα χαμπέρι ἀπὸ τὸ γαμπρό σου;

Ἄρχισε νὰ θυμώνῃ.

— Θὰ μὲ κάμουν νὰ μὴ βγῶ πιὰ στὸ δρόμο· συλλογίστηκε.

Ὅταν ὅμως λάβαινε γράμμα, ἔτρεχε νὰ τὸ διαβάσῃ στὸν καφενέ, στὰ κρασοπουλειά, στοὺς ταρσανάδες, νὰ τὸ ἀκούσουν ὅλοι. Καὶ γράμματα λάβαινε συχνά. Ὅλοι γράφαμε. Τόσο οἱ ναῦτες ὅσο κι’ ὁ καπετάνιος. Καὶ γὼ ποῦ δὲν ἤξερα νὰ πιάσω τὴν πέννα, ἔβαλα τὸν γραμματικὸ κι’ ἔγραψε τρία γράμματα στὴ μάννα μου. Ἀπὸ κάθε πόρτο κι’ ἕνα γράμμα: «Σήμερα φτάσαμε στὸ τάδε μέρος· σήμερα φεύγουμε ἀπὸ τὸ τάδε μέρος. Τέτοιον καιρὸ εἴχαμε ὡς τὸν Καβομαλιᾶ· μὲ τέτοιον καιρὸ περάσαμε τὸν Καβομαλιᾶ.» Σωστὸ ἡμερολόγιο.

Ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος τὰ μάτια του τέσσερα. Τὸ εἶχε ἀπόφαση. Ἢ νὰ γυρίσῃ πίσω τὸ καράβι στὸν κύρη του ἢ νὰ μὴ γυρίσῃ καὶ κεῖνος. Τὶς πρῶτες μέρες δὲν εἶχε ὕπνο· δὲν εἶχε σὲ κανένα μπιστοσύνη. Ἀτοῦ! τὸ χέρι στὸ τιμόνι· τὰ μάτια στὰ οὐρανοθέμελα.

Οἱ ἄλλοι ἄρχισαν νὰ μουρμουρίζουν. Τοὺς πείραζε στὸ φιλότιμο.

— Τί διάβολο, καπετὰν Θύμιο, τσοπάνιδες εἴμαστε! τόλμησε νὰ τοῦ παραπονεθῇ μιὰ ἡμέρα ὁ γραμματικός. Δὲν πιάσαμε καὶ μεῖς τιμόνι, δὲν ἴδαμε μπούσουλα!…

Ἐκεῖνος τὸ αἰσθάνθηκε. Τὸν κοίταξε κατάματα καὶ δακρυσμένος γυρίζει καὶ τοῦ λέει:

— Συχώρα με τ’ ἀδέρφι· δὲ φταίω γώ. Σὲ γνωρίζω καλύτερό μου. Δὲ φταίω γώ· φταίει ἡ τύχη μου. Συλλογίσου καλά νὰ σπάσω καὶ τοῦτο!…

Δὲν κατέβηκε νὰ πλαγιάσῃ παρὰ ὅταν βγήκαμε ἀπὸ τὰ Μπουγάζια κι ἔβαλε γραμμὴ γιὰ τὴν Καληάκρια! Ἀνοιχτὴ θάλασσα τόρα, ἂς σκαμπανεβάζῃ ὅσο θέλει. Μακριὰ ἀπὸ ξέρες! Μὲ τὸ φοῦντο στὸ λιμάνι γράμμα τοῦ καραβοκύρη: «Ἀδερφὲ Βάραγγα· ἀφίχτημε καλὰ μὲ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Οὔτε σκοινάκι, δὲν κόπηκε»…

Ὅταν τελείωσε τὸ φορτίο καὶ πήραμε τὴν ἄγκυρα, ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος εἶπε τοῦ γραμματικοῦ:

— Τρέμουν τὰ νεφρά μου τ’ ἀδέρφι· τόρα εἶνε τὸ μεγάλο πήδημα.

— Ντροπή μας!… ἀποκρίθηκε θαρρετὰ ἐκεῖνος. Δὲν κοιτᾶς τί καιρὸ ἔχουμε; Διαμάντι.

Διαμάντι, ναί. Ἀλλὰ ἔτσι τὸν εἶχε πάντα πρὶν ἀφήσῃ τὸ λιμάνι ὁ καπετάνιος μας. Ἡ θάλασσα παμπόνηρη γνώριζε, νομίζεις, τὴν ἀξία του καὶ πάσχιζε μὲ χίλια δολερὰ καμώματα νὰ τὸν ξεγελᾷ ὡς ποῦ νὰ τὸν ἁρπάξῃ στὰ φτερά της. Μιὰ τὸν ἅρπαζε, τὸν ἄλεθε καὶ τὸν ἄλεθε, ὥστε νὰ τὸν κάμῃ πασπάλη. Φιλοτιμήθηκε ὅμως στὰ λόγια τοῦ γραμματικοῦ κι ἔδωκε ρότα μὲ καρδιά. Γραμμὴ θὰ κατεβαίναμε στὴν Πόλη. Εἴχαμε πρύμο τὸν καιρό· τὰ σημάδια καλά. Ἡ «Παντάνασσα» φορτωμένη ὡς τὰ μπούνια μὲ τ’ ἀμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τὰ πανιὰ γιομᾶτα, ἔφευγε ἴσκιος στὸ πρασινόγλαυκο κῦμα. Τὰ δελφίνια ἔτρεχαν καὶ κεῖνα μαζί μας. Οἱ γλάροι σύννεφο ἔσκουζαν ὁλόγυρα.

— Τὰ Μπουγάζια! ψιθύρισε ὁ καπετάνιος ἕνα πρωΐ.

Καὶ στύλωσε τὰ μάτια δίβουλα ἀπάνω τους, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τὰ καλοπιάσῃ καὶ νὰ τὰ ἡμερώσῃ, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τὰ φοβερίσῃ καὶ νὰ τοὺς βγῆ στὸ πάλαιμα. Ἐκεῖνα ὅμως στρωτά, καταχνιασμένα, ἔστεκαν ἐμπρὸς σκοτεινογάλαζος τοῖχος σὰν νὰ τοῦ ἀπαντοῦσαν: δὲν ἔχει πόρο ἐδῶ! Καὶ ὁ δύστυχος δείλιασε.

— Τὰ Μπουγάζια! ψιθύρισε πάλι.

Καὶ ἠθέλησε νὰ ὀρθοπλωρίσῃ στὸν ἄνεμο. Ὁ γραμματικὸς τὸν ἐμπόδισε.

— Κουράγιο, καπετάνιε! Τὰ Μπουγάζια δὲν εἶνε θεριὰ νὰ μᾶς χάψουν. Δὲν εἴμαστε Μαυροθαλασσῖτες νὰ πᾶμε τὴν ἄκρη-ἄκρη. Γαλαξιδιῶτες μᾶς λέν!

— Ὁ χιονιᾶς πλακώνει! εἶπε ὁ καπετάνιος δείχνοντας πίσω του.

— Σὰν πλακώνει καὶ τί; Σαράντα μίλια θέλουμε ἀκόμα. Ἡ μέρα μόλις ἄρχισε. Ὥς ποῦ νὰ πλακώσῃ τὸ χιόνι φουντάρομε στὰ Καβάκια.

Καὶ φώναξε πάλι:

— Ντροπή μας!

Ἀλήθεια ἦταν ντροπή μας! Κάπου δέκα ξύλα μικρὰ-μεγάλα ἔρχονταν πίσω καὶ ἄλλα φύτρωναν στὸ θαλασσόφρυδο. Κανένα δὲν ἄλλαζε δρόμο· κανένα δὲν ὀρθοπλώριζε. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε πρῶτοι ἐμεῖς!

— Μωρέ, νομίζεις πῶς φοβᾶμαι γιὰ τὴ ζωή μου; εἶπε ὀξύθυμος στὸ γραμματικό. Ζωή, παιδιά, γυναῖκα ὅλα τὰ σφάζω ἐδεπαδὰ γιὰ τὸ τίποτα. Συλλογιέμαι τὸ μπάρκο καὶ τὸ Βάραγγα. Φαντάσου νὰ τὸν καταντήσω ζητιάνο ἀπὸ καραβοκύρη!…

Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσῃ τὸ λόγο του καὶ τὸ πλοῖο λάγκεψε ξαφνιαμένο. Ὁ χιονιᾶς ξέσπασε καραβοπνίχτης. Τὸ χιόνι ἄρχισε νὰ πέφτῃ χοντρό, ἀνάλαφρο στὸ κατάστρωμα, νὰ κάθεται στὰ ξάρτια, νὰ πιάνῃ στὰ πανιά, νὰ λυώνῃ στὴ σκοτεινὴ τὴ θάλασσα. Τρυγύρω ἔκλεισαν τὰ οὐρανοθέμελα, ἔσβυσαν τ’ ἄλλα πλεούμενα, χάθηκαν τὰ Μπουγάζια. Χάθηκαν ἀπὸ τὰ μάτια μας ὄχι ὅμως κι’ ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Ὅλοι τὰ νιώθουμε κάπου ἐκεῖ λουφασμένα. Καὶ ὁ χιονιᾶς προδότης ἔσπρωχνε ἀπάνω τους τὸ καράβι μας.

— Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τόρα ὁ γραμματικός.

— Σώπα, μωρέ, ποῦ χαθήκαμε! φωνάζει ἀγαναχτισμένος ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος.

Ἄλλαξε ἀμέσως πρόσωπο. Μυρίστηκε τὸν κίνδυνο κι’ ἔδραμε νὰ τὸν ἀπαντήσῃ στηθᾶτα. Ἄστραψε τὸ βλέμμα του· ἀγρίεψε τὴ φωνή του. Ξεφέσωτος, μὲ τὰ μαλλιὰ πίσω, τὴ βράκα ζωσμένη στὴ μέση, ἅρπαξε τὸ δοιάκι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ γραμματικοῦ.

— Κάτω τοὺς κούντρους!… Στίγγα τὴ μποῦμα!… προστάζει ἀγριόθυμος.

Ἔπεσαν κάτω οἱ κοῦντροι, σφιχτοδέθηκε ἡ μποῦμα στὰ κέρκια της. Ὁ χιονιᾶς ὅλο καὶ δυνάμωνε. Φύλλο στὸ φύλλο πλάκωνε ἀποπίσω, ἔπεφτε στὰ πανιά, τὰ φούσκωνε καὶ τὰ τέντωνε μὲ πεῖσμα νὰ τὰ ξεσχίσῃ. Καὶ τὸ κῦμα κάτω, θολὸ καὶ ἀφρισμένο, ἔπεφτε στὴν πρύμη τῆς «Παντάνασσας», τὴν κλόνιζε ἀπὸ ἁρμὸ σὲ ἁρμό, μὲ βρούχημα σὰν νὰ τὶς ἔλεγε: τρέχα! Καὶ κείνη ξετρελλαμένη, ὁλότρεμη ἔτρεχε, δρασκέλαε νερένια κορφοβούνια, ἔπεφτε σὲ λαγκαδιές, δυσκολοσκάλωνε στὰ πλάγια καὶ στέναζε βαρειά.

— Στίγγα τοὺς παπαφίγγους!… Στίγγα μαΐστρα!… Κάτω τὸν κοντραφλόκο!

Ὁ καπετάνιος ἔχυνε τρανταχτὰ σὰν καδένες τὰ προστάγματα. Καὶ οἱ ναῦτες ἔτρεχαν ἐδῶ καὶ κεῖ, σκαρφάλωναν στὰ κατάρτια. Τὰ πόδια τους ἁρπάγια γάτζωναν τὸ σχοινί· τὰ χέρια τους μάγγανο ἔσφιγναν τὴ σταύρωση. Στράλι δὲν ἔμεινε πουθενά. Τὶς γάμπιες, τὸν τρίγκο καὶ τοὺς φλόκους εἴχαμε ἀκόμη ἀνοιχτούς. Τὸ μπάρκο ἔτρεχε θεόστραβο στὴ στράτα του. Ποιὰ στράτα; Κανεὶς δὲν ἤξερε. Ἡ σκοτεινιὰ διπλῆ τριπλῆ κάθιζε γύρω μας. Ποῦ ἦταν οἱ ξέρες; ποῦ τὸ Μπουγάζι; ποῦ μᾶς ἔσπρωχνε ὁ ἄνεμος καὶ ποῦ μᾶς ἔσερναν τὰ ρέματα; τίποτα! Χάθηκαν γιὰ μᾶς τὰ γαλόμετρα.

— Τραβέρσο· λέει τόρα σκεφτικὸς ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος.

Δὲ μᾶς ἔμενε ἄλλο παρὰ νὰ ὀρθοπλωρίσῃ τὸ μπάρκο. Πρόσταξε γοργὰ τοὺς ναῦτες νὰ χύσουν καὶ νὰ κατσάρουν τὴ μαΐστρα, νὰ κάμουν τὴ μπούμα, νὰ μολάρουν τοὺς φλόκους.

— Βάλε κάτω σιγά-σιγὰ τὸ δοιάκι· λέει στὸν τιμονιέρη κάπως δίβουλος.

Τρέχω νὰ τραβήξω τὴ σκότα τῆς μπούμας· ναί! Ἡ σκότα κοκκαλιασμένη ἀπὸ τὸ χιονιὰ δὲν ἔσερνε. Πάει ὁ ὑποναύκληρος νὰ κάμῃ τὴ μαΐστρα καὶ φτοῦ σου διάβολε! – ἡ σταβεντοσκότα ξεκοτσάρεται κι’ ἡ μαΐστρα ἀνεμίζει σὰν παντιέρα. Ποῦ νὰ ὁρθοπλωρίσουμε! Τὸ ξύλο δὲ μᾶς ἀκούει πιά. Τὰ πανιὰ τῆς πλώρης γεμίζουν καὶ παραφουσκώνουν. Ὁ καπετάνιος βλέποντας τὴν ἀδυναμία του λύσσαξε. Τὸν ἔπιασε τὸ ἀράπικο.

— Δυὸ κεριὰ στὸν Ἁϊνικόλα· προστάζει τὸ ναυτόπουλο.

Φτερὸ ἐκεῖνο στὴν κάμαρη· ἄναψε τὰ κεριὰ ἐμπρὸς στὸ ἀσημοντυμένο κόνισμα τοῦ ἁγίου μας.

— Τί κάθεσαι, μωρὲ παιδί· μοῦ γνέφει ἀπὸ μακριὰ. Στὸ κορζέτο γλήγορα καὶ λέγε μας· Ἢ μπουκάρομε σήμερα ἢ χανόμαστε.

Ἀγκάλιασε τὸ κατάρτι κι ἔφτασα ἀπάνω στὸ κορζέτο. Μάννα μου! Τί νὰ ἰδῶ, καὶ τί νὰ παραγγείλω! Οὔτε τὸ μπαστοῦνι δὲν ξεχώριζα. Ὅλα θαμπὰ γύρω μου, ὅλα χαμένα στὸ χιονόβολο. Καὶ ἡ «Παντάνασσα» ἔτρεχε ἀκόμη γοργή, θεότρελλη σὰν νὰ τὴν ἔσερναν μαγνῆτες οἱ στεριὲς.

— Τίποτα! φωνάζω.

— Ἄλλα δυὸ κεριά, μωρέ! πρόσταξε πάλι ὁ καπετάνιος. Ἄναψε καὶ τὸ καντῆλι· ἄναψέ τα ὅλα στὴ χάρη του.

Τοῦ κάκου! Ὁ ἅγιος δὲ βοηθοῦσε. Ὁ χιονιᾶς ὅλο καὶ δυνάμωνε. Ἡ θάλασσα βρουχιόταν καὶ ἄφριζε καὶ τίναξε τὰ κύματά της ἕνα μὲ τὸ ἄλλο ἀπάνω μας. Ἤμουνα μούσκεμα καὶ δὲν ἤξερα ἄν ἤμουν ἀπὸ τὴ θάλασσα ἢ ἀπὸ τὸν οὐρανό.

— Τίποτα! ματαφώναξα.

— Ἔτσι; εἶπε ὁ καπετάνιος μὲ θυμό· καλά! φέρε τὸ κόνισμα.

Τίναξε σύγκερα τέτοια ἀγριοβλαστήμια ποῦ καὶ τὸ ξύλο ἀκόμη ἀνατρίχιασε.

Τὸ ναυτόπουλο ἔφερε τρέμοντας τὸν Ἁϊνικόλα στὸν καπετάνιο. Ὁ ἅγιος μὲ τὴ σεβαστὴ γενειάδα του, στὸ ἀργυρὸ φαιλόνι τυλιγμένος, μὲ τὴν κορώνα λιθοκόσμητη στὸ κεφάλι, ἦταν ἀτάραχος σὰν νὰ μὴ γινόταν τίποτα γύρω του. Οὔτε φουρτοῦνες, οὔτε ἀγριοκαίρια χαμπέριζε. Ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος ἄναψε περισσότερο.

— Ἔτσι ἔ; τοῦ εἶπε ἀναμπαιχτικά, στεκάμενος ἀντίκρυ του· δὲ δίνεις χέρι καὶ σύ! Τρῶς τὸ λάδι μου, καταλεῖς τὰ κεριά μου, δέχεσαι τὸ θυμιάμα καὶ τὰ γονατίσματα τοῦ φτωχόκοσμου, καὶ τὴν ὥρα ποῦ σὲ χρειάζεται δὲ λὲς καὶ σὺ νὰ βοηθήσῃς. Σύντροφος λοιπὸν μὲ τὴν τύχη μου καὶ σύ· κόντρα καὶ σύ! Μὰ πῶς θὰ χαθοῦν τόσες ψυχές, πῶς θὰ κλείσουν τόσα σπίτια, πῶς θὰ πεινάσουν τόσα στόματα, πῶς θὰ καταντήσῃ ἕνας χοντρονοικοκύρης ζητιάνος, πῶς θὰ χαθῇ ἕνα ὄμορφο πλεούμενο, καρφὶ δὲ σοῦ καίγεται! Καλὰ τὸ λοιπόν· κάμε ὅ,τι δύνασαι· θὰ κάμω καὶ γῶ ὅ,τι μπορῶ.

Ἅρπαξε τὸ κόνισμα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ παιδιοῦ, τὸ ἔδεσε στὸ κατάρτι καὶ μὲ τὸ βρωμερὸ παπάζι ἄρχισε νὰ δέρνῃ τὸν ἅγιο.

— Κάμε λοιπὸν τὸ θᾶμα σου, κάμε το· τί κάθεσαι; φώναζε κι’ ἔτρεμε ὁλόκορμος.

Ἐγὼ ἀπὸ ψηλὰ ἔβλεπα κάτω καὶ τρόμαζα περισσότερο τοῦ καπετάνιου τὸ κάμωμα παρὰ τοῦ καιροῦ τὴ λύσσα. Τόρα δὲν ἦταν ἔξω, ἦταν μέσα στὸ καράβι ὁ δαίμονας. Δαίμονας ὁ θυμὸς ποῦ ἔσπρωχνε τὸν Δρακόσπιλο νὰ κριματίσῃ, νὰ βρίσῃ ἔτσι τὸ δυνατὸ προστάτῃ τοῦ ναυτόκοσμου. Ἐκεῖνος πάντα στάθηκε κυβερνήτης τοῦ ξύλου. Ἐκεῖνος ἦβρε πρῶτος τὸ τιμόνι κι’ ἔσωσε τὸ πλεούμενο ἀπὸ τοῦ διαβόλου τὴν ἐπιβουλή. Καὶ μεῖς τόρα τὸν κάναμε θανάσιμο ἐχθρό. Ποιά ἡ τύχη μας;

— Τίποτα! ἑτοιμάστηκα νὰ φωνάξω πάλι.

Μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ μέσα ἀπὸ τὰ σύθαμπα, εἶδα νὰ προβάλῃ σὰν ἀράπικο κεφάλι μιὰ κοτρώνα κατάμαυρη. Πρόβαλε ἀργοκίνητη καὶ μουλωχτή, λὲς καὶ τοιμαζόταν νὰ ριχτῇ ἀπάνω μας.

— Ξέρα μπροστά!… φωνάζω μὲ ὅλη μου τὴ δύναμη.

— Τὸ τιμόνι στὴ μπάντα! προστάξει ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος.

Ὡς ποῦ νὰ εἰπῇ τὸ «τιμόνι στὴ μπάντα» ἡ πλώρη τῆς «Παντάνασσας» καρφώθηκε στοῦ βράχου τ’ ἀγριόδοντα. Καρφώθη καὶ σταμάτησε ξύλο νεκρό. Τὸ νερὸ περίγυρα ἄφριζε καὶ μάνιζε, λὲς ἤθελε νὰ ξερριζώσῃ τὰ πορολίθαρα. Ὁ ἄνεμος σφύριζε βλαστήμιες καὶ μοιρολόγια. Κανόνι βροντοῦσε πέρα τὸ κῦμα. Καὶ μᾶς ἔδερνε καὶ μᾶς ἔσπρωχνε καὶ μᾶς πελάγωνε, σὰν νὰ μᾶς εἶχε ἀντίδικους. Τὸ ξύλο ἔτριζε ἀπάνω στὸ βράχο, στέναζε, ἕνας-ἕνας τοῦ ἔφευγαν οἱ ἁρμοί, ἄνοιγε ἡ καρίνα, σκορποῦσαν τὰ δεσίματα. Ἕνα κῦμα ἔκοψε τὶς στραλιέρες. Ἄλλο κῦμα ξερρίζωσε τὸ πρυμιὸ κατάρτι μὲ ὅλα του τὰ ξάρτια. Τρίτο κῦμα ἄνοιξε τὸ λυγερὸ σκαφίδι του. Σχοινιὰ-μαδέρια στὰ κύματα· ναυαγοὶ στοὺς βράχους. Σὲ μιὰ ὥρα μέσα, κουρέλι ἔγεινε ἡ ὄμορφη «Παντάνασσα».

Τὸ χιόνι ἔπεφτε καὶ σαβάνωνε ὅλα, ναυαγοὺς καὶ ναυάγια· βράχους, πέτρες, χάλαρα! Κατατσακισμένος, πιάστηκα σὲ μιὰ σπηλάδα, σκαρφάλωσα ἀπάνω, ξέφυγα τοῦ κυμάτου. Τόρα δρόμο γιὰ καμμιὰ καλύβα, λίγη φωτιά. Ποῦ ἤμουν δὲν ἤξερα. Φωνάζω· ματαφωνάζω:

— Κώστα! Βασίλη!… Τάραρη!…

Τίποτα! ὁ βόγγος τοῦ πελάγου ἔπνιγε τὴ φωνή μου. Κάνω ἔτσι τὰ πόδια μου· πέφτω ἀπάνω σ’ ἕνα κορμί.

— Βρὲ κόφ’ τὸ κούτσουρο! κλωτσάω.

Τὸ κούτσουρο ἦταν ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στὸ λιθάρι δὲν ἔβγαζε μιλιὰ μόνον κοίταζε τὴ θάλασσα ποῦ ἔσερνε συντρίμμια στὰ πόδια του τὰ λείψανα τοῦ μπάρκου.

— Τί κάνεις ἐδῶ, καπετάνιε; τοῦ λέω. Σήκω καὶ πλακώνει τὸ σκοτάδι. Ἐδῶ θὰ μᾶς θάψῃ τὸ χιόνι.

Γυρίζει καὶ μοῦ ρίχνει ἀγριεμένο βλέμμα.

— Δὲν πάω πουθενά, μωρέ· δὲν πάω πουθενά! Τὸ εἶπα ξάστερα τοῦ συγγενῆ μου. Ἢ μὲ τὸ καράβι ἢ ποτέ. Δὲν θὰ πάω λοιπὸν ποτέ.

Καὶ λύθηκε στὰ δάκρυα. Μὲ πῆρε καὶ μένα τὸ παράπονο, καθὼς εἶδα ἐκεῖνον τὸ θαλασσόλυκο νὰ κλαίῃ σὰν μωρὸ παιδί.

— Ἄς τα τόρα, καπετάνιε· τοῦ λέω. Τί φταῖς τοῦ λόγου σου; Ὅ,τι ἦταν νὰ κάμῃς τό καμες. Περισσότερο δὲν μπορούσες· ἦταν θέλημα Θεοῦ· τί νὰ γίνῃ; Συλλογίσου πῶς ἔχεις γυναῖκα πίσω, παιδιά…

— Γυναῖκα, παιδιά!… ψιθύρισε, σὰν νὰ τὸ ἄκουε γιὰ πρώτη φορά. Ἡ τύχη τους ἦταν καὶ κεινῶν. Φτώχηνα τρία σπίτια· τί θέλω νὰ ζήσω περισσότερο…

Ὡς τόσο σηκώθηκε ὀρθός.

— Τράβα, μοῦ λέει καὶ θἄρθω.

Τράβηξα· δὲν ἦταν νὰ χασομερίζω. Πέρασα βράχους, πήδησα λιθάρια, ἔπεσα, σηκώθηκα· ἔφτασα κάποτε σὲ μιὰ καλύβα. Ἧβρα ὅλους τοὺς ἄλλους γύρω στὴ φωτιά. Βρεμένους, ξεσκλισμένους, ματωμένους, γεροὺς ὅμως ὅλους.

Ὅλους ὄχι. Ὁ καπετὰν Δρακόσπιλος ἔμεινε στ’ ὀρθολίθι ὥς ποῦ τὸν ἔθαψε τὸ χιόνι. Δὲ γύρισε ἡ «Παντάνασσα», δὲ γύρισε καὶ κεῖνος ποτὲ στὸ Γαλαξίδι.