Θείον όραμα
Θεῖον ὅραμα Συγγραφέας: |
Λόγια τῆς πλώρης (1924) |
— ΔΕ λέτε, ρὲ παιδιά, τίποτα νὰ ζεσταθοῦμε;
Καὶ μὲ τὸ λόγο φάνηκε μαῦρο κορμὶ στὴν ἀνοιχτὴ θυρίδα, κύλισε ἀπὸ τὴ σκάλα κάτω ὁ Κώστας ὁ θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στὴν πατατοῦκά του. Ἔκανε κρύο δυνατό. Βοριᾶς ἐξύριζε τὰ πέλαγα, πάγωνε τ’ ἀκρογιάλια, κρουστάλλιαζε τὰ στοιβαγμένα χιόνια στὰ βουνά. Καὶ τὸ πλήρωμα, ναῦτες καὶ θερμαστές, συναγμένοι ὁλόγυρα στὴ θερμάστρα φρόντιζαν νὰ ζεσταθοῦν μὲ τὴ φασκομηλιὰ καὶ τὸ ψωμοτύρι. Ὁ λύχνος καρφωμένος στὴ μέση ἑνὸς στύλου φώτιζε καὶ κάπνιζε μαζὶ τὰ περίγυρα σωθέματα. Διπλᾶ-τριπλᾶ τὰ κρεβάτια κολλημένα στὰ πλευρά, μὲ τὰ μαῦρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθῆκες στ’ ἀνήλιαστα βάθη τῆς γῆς ταφιασμένες. Κοντὰ ἡ καμαρούλα τοῦ ναύκληρου ἀνοιχτόπορτη, ἔδειχνε ἄλλο κρεβάτι στρωμένο, δυὸ-τρεῖς φωτογραφίες παλιές, μιὰ χρωμολιθογραφία χανούμισσας, χρυσοφορεμένης καὶ ξαπλωμένης σὲ πουπουλένια προσκέφαλα. Καὶ ὁλοῦθε κρεμασμένα τὰ ροῦχα, στὸ λάδι καὶ στὸ κάρβουνο βουτημένα· οἱ μουσαμάδες ξεσχισμένοι καὶ μυριομπαλωμένοι· τὰ χοντρὰ ποδήματα καὶ τὰ κασκέτα καὶ οἱ χρωματιστοὶ σκοῦφοι, ἔδειχναν τὸ χώρισμα καλογερικὸ κελλί. Ἀλλὰ τὸ φλίφλισμα τοῦ νεροῦ ποῦ ἀκουόταν στὰ πλευρά, ἡ μυρωδιὰ τοῦ κατραμιοῦ καὶ τὰ ψημένα πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων, ἔδειχναν πῶς ἡ ζωὴ ἐδῶ ἀγωνίζεται τὸν τελευταῖο ἀγῶνά της. Γιὰ τοῦτο καὶ κανένας δὲν πρόσεξε τόρα στὸ ἀστεῖο κατρακύλιμα τοῦ θερμαστή.
— Δὲ λέτε, ρὲ παιδιά, καὶ τίποτα νὰ ζεσταθοῦμε; ξαναδευτέρωσε κεῖνος, ἀγκαλιάζοντας τὴ θερμάστρα σὰν ἐρωμένη.
— Τί νὰ εἰποῦμε; ρώτησε μελαγχολικὸς ὁ Κώστας ὁ Ἀξιώτης. Νυχτιὰ σὰν τὴν ἀποψινή δὲ θέλει παραμύθια· ὄχι, δὲ θέλει παραμύθια! Ἐδὼ στὸν ἄγριον κόρφο ποῦ εἴμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι ἀπὸ τὸ μούγκρισμα τῆς Μαύρης Θάλασσας, σαβανωμένοι ἀπὸ τὸν πουπουλένιο θυμὸ τ’ οὐρανοῦ, ἂς ποῦμε κατιτί θεϊκὸ καὶ παρήγορο. Στὰ παλιὰ χρόνια οἱ γέροντές μας δὲν εἶχαν τὴν καταδίκη ποῦ ἔχουμε μεῖς τόρα. Περνοῦσαν τὶς ἅγιες ἡμέρες κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τους, κοντὰ στὴ φωτιά, ἀνάμεσα στὴ φαμίλια τους. Ὅπως ὁ ἀμπελοφυτευτὴς τ’ ἀμπέλι του, τρυγούσανε καὶ κεῖνοι τὸ καλοκαίρι τὴ θάλασσα καὶ χαίρονταν τὸ χειμῶνα τὰ καλά της ἄφοβα. Ἤξεραν τὴ γιορτὴ καὶ τὴν καματερή τους. Εἶχαν καιρὸ γιὰ τὴ χαρὰ καὶ γιὰ τὴ θλίψη τους. Ἐμεῖς τίποτ’ ἀπ’ αὐτά! Χειμῶνα-καλοκαῖρι τ’ ὀργώνουμε τὸ κῦμα. Βώδια καματερὰ στὴ βουκέντρα τῆς Ἀνάγκης, ὑποταχτικὰ θ’ ἀβλακώνουμε τὸ ἁρμυρὸ χωράφι, μονάχα τὴ φάκνα μας ἔχοντας γιὰ πληρωμή. Γιὰ τοῦτο καλά ποῦ ἔτυχε ἡ κακοκαιρία ν’ ἀφήσουμε λίγο τὸν κάματο. Δὲ λέω πῶς θὰ μείνουμε καὶ τόσα ἥσυχοι. Ὁ ἀφέντης θέλει δουλειὰ ἀπὸ τὸ δουλευτή, γιατὶ φοβεῖται μὴν ὀκνέψη μὲ τὴν ἀκαμοσιά. Φαντάσου ὅμως ἂν ἦταν καλωσύνη, τί δρόμο θὰ παίρναμε τόρα! Ἔτσι τοὐλάχιστο ἔχω ἐλεύθερο τὸ νοῦ νὰ συλλογισθῶ τὸ σπίτι μου.
Ἄχ, τὸ σπίτι μου! Ἄρχισα τὸ παράπονο καὶ κοντεύω νὰ δακρύσω σὰν ἄπραγο παιδί. Μὰ δὲ φταίω γώ. Φταίει αὐτὴ ἡ νύχτα. Φταίει τὸ ἀποψινὸ ἀποσπέρισμα, τ’ ἀστέρι τὸ λαμπρὸ ποῦ ἔτρεμε βασιλεύοντας πίσω ἀπὸ τὰ χιονισμένα βουνὰ καὶ τάραξε τὸ εἶναι μου. Ὅπως τοὺς Μάγους, ὡδήγησε καὶ μένα πίσω ἀπὸ τὰ βουβὰ καὶ τὰ πέλαγα στὴ Νάξο, στὸ Γρίτι μου τὸ πρασινοντυμένο, στὸ ταπεινὸ μὰ ὁλόχαρο σπιτάκι μου. Καὶ ὄχι ὥς ἐδῶ· παραμπρός, παραμπρός ἀκόμη. Μ’ ἔφερε στὰ παιδιάτικα χρόνια μου, πρὶν ἀφήσω τὴ στεριὰ καὶ πρὶν νὰ ταξιδέψω τὴ θάλασσα.
Καθόμαστε ὅλοι στὸ παραγῶνι, διπλοπόδι στὰ μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι μὲ τὰ ζεστὰ φορεματάκια μας, ποῦ τὰ ἔρραψε τῆς μάννας ἡ φροντίδα καὶ τῆς ἀδερφῆς μας, τῆς Ὀμορφούλας τὰ πιδέξια χέρια. Ὁ πατέρας μου, θεριακωμένος καὶ νιοφάνταχτος γέροντας, καθότανε στὶς προσκεφαλάδες ψηλὰ καὶ ρουφοῦσε ἀπολαυστικὰ τὸ τσιμποῦκί του.
Ὅταν μᾶς ἔβλεπε ἔτσι συναγμένους, τοῦ ἄρεσε νὰ διηγέται παραμύθια καὶ ἱστορίες τῆς ζωῆς του. Τῆς θάλασσας οἱ κίνδυνοι, τῆς στεριᾶς οἱ χαρές, ὁ τρόμος τῶν κουρσάρων, τὰ ναυτικὰ κατορθώματα τῆς Ἐπανάστασης διάβαιναν ζωντανὰ καὶ ὁλοφώτιστα μπροστά μας. Μὰ κείνη τὴ νύχτα δὲ θέλησε νὰ μιλήσῃ οὔτε γιὰ παραμύθια, οὔτε γιὰ ταξίδια του. Μόλις βάλαμε τὸ λύχνο στὸ λυχνοστάτη καὶ φάγαμε τὴ λειψόπητα, μᾶς ἄρχισε θρησκευτικὲς κουβέντες. Ἦταν θρῆσκος ὁ ἁγιοχώματος καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία δὲν τ’ ἄφινε ἀπὸ κοντά του. Ἀλήθεια στὰ ταξίδια του εἶχε πρόχειρα τὰ τροπάρια καὶ τὶς βλαστήμιες. Μὰ τόρα ποῦ ἔπαψε τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς φρόντιζε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
— Δὲ μοῦ λές, εἶπε στὸν ἀδερφό μου τὸ μικρότερο, τί ὅραμα εἶδε ἡ Παναγία τὴ νύκτα ποῦ γέννησε τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό;
Κόκκαλο ἐκεῖνος. Ρωτάει ἐμένα, τὸ ἴδιο.
— Ἄ, δὲν τὸ ξέρτε! πρόσθεσε μὲ ἥμερη φωνή. Μὰ δὲ φταῖτε σεῖς· φταίω γὼ ποῦ δὲ σᾶς τὸ ἔμαθ’ ἀκόμη. Ἔγινε πέρα στὴν Ἀνατολή, στὸν τόπο τὸν παράδοξο. Ποιὸ χρόνο δὲ σᾶς λέω. Φτάνει νὰ μετρήσετε τὸ φετεινὸ καὶ τὸ βρίσκεται ἀμέσως. Ἐκείνη τὴ νύχτα μιὰ γυναίκα συντροφιασμένη ἀπὸ τὸν τέχτονα τὸν ἄντρα της, στάθηκε μισοστρατὶς σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ γέννησε ἕνα παιδί. Φτωχὰ ἦταν τὰ ροῦχά της, ἡ ὄψη της πικραμένη· μὰ εἶχε κατιτί τόσο λαμπρὸ στὴ ματιά, ποῦ ἔλεγες θ’ ἀναστήσῃ καὶ τὴν πέτρα. Κάτω ἀπὸ τὸ γάλαζιο φόρεμα καὶ τὸ κόκκινο στηθοπάνι, τὸ κορμί φάνταζε λυγερό, ἄξιο γιὰ νὰ θρονιάσῃ μιὰ πάναγνη ψυχή. Καὶ κάτω ἀπὸ τὸν ἄσπρο της κεφαλοδέτη τὰ μυγδαλωτὰ μάτια, τὰ φρύδια τὰ σμιχτά, τὸ λεφαντένιο μέτωπο, λαμπρότερο κι’ ἀπὸ τὰ χρυσᾶ στολίδια του, φανέρωναν τὴν αἰσθαντικὴ πηγὴ ποῦ θὰ σαρκώσῃ τὴν Ἀγάπη καὶ τὴν Καλοσύνη.
Γέννησε τὸ παιδί, τὸ βύζαξε, τὸ τύλιξε μὲ τὸ σάλι της καὶ τ’ ἀπίθωσε στὴ φάτνη, ἀπάνω στ’ ἄχυρα νὰ κοιμηθῇ. Σὲ λίγο ὁ ἀνασασμὸς ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στηθάκι του ἥσυχος, σὰν ἀνασασμὸς βαλσαμόδεντρου. Γύρω τὸ σκοτάδι ἁπλωνόταν πίσσα. Κάτω στὸ χῶμα πλαγιασμένα τὰ ζωντανά, βώδια καὶ πρόβατα καὶ ἄλογα μαζί, ἔνιωθαν κάποια φρίκη νὰ χαμοπετᾷ πάνω τους, σύγκρυο νὰ τὰ περιγλείφῃ κι’ ἔμειναν ἄγρυπνα. Μὰ οὔτε βέλασμα οὔτε χλιμίντρισμα οὔτε βούγεμα ἠχολογοῦσε. Ἡ φάκνα ἔτριζε κάποτε· ἀλλὰ καὶ κείνη ἔμενε ξερομασημένη στὸ στόμα τους. Ἀπάνω ἡ σπηλιὰ μὲ τὸν οὐρανό της νεροστάλαχτο, μὲ τὰ πλευρά της αὐλακωμένα ἀπὸ τὶς νεροσυρμές, πράσινα ἀπὸ τὰ πολυτρίχια, σκισμένα ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ ὄρνιου, τρύπια ἀπὸ τοῦ σφαλαγγιοῦ τὸ κεντρί, κλεισμένα μὲ τὸν πλοκὸ τῆς ἀράχνης, ξεθεμελιωμένα ἀπὸ τὸν ποντικό, ψήλωνε βουβὴ κι ἀτάραχη. Καὶ κάτω ἀπὸ τὴ χαμηλὴ ἐμπατή, τὸ φῶς ἀστροστόλιστης νύχτας χυνότανε στὶς πλαγιὲς καὶ τὰ λακώματα. Οἱ κουρμάδες ἐκεῖ ψήλωναν λαμπάδες, μὲ τὰ καμαρωτὰ κλωνιά καρποφορτωμένα. Ἐκεῖ τ’ ἀμπέλια ἔδειχναν κλαδιὰ ἕτοιμα ν’ ἀνοίξουν μάτια χλωροπράσινα στὸ πρῶτο φύσημα τῆς ἄνοιξης. Ἐκεῖ ἀσπραργυρανθισμένες οἱ ἐληὲς λαγάριζαν ἀπὸ τόρα τὸ χυμὸ ποῦ θὰ καῇ θυσία στὸ νεογέννητο. Ἐκεῖ καὶ τὰ σπίτια τῆς Βηθλεὲμ μικρά, τετράγωνα, μὲ τὸ δῶμα πάνω καὶ τὴν πόρτα στὸ πλάγι, ἔλαμπαν στὸν ἀσβέστη, λὲς καὶ στολίσθηκαν νὰ καλωσωρίσουν Ἐκεῖνον ποῦ θὰ τοὺς χαρίσῃ τὴ δόξα. Βαθειὰ ὁ Ἰορδάνης στέναζε μέσα στὴ χαλικοστρωμένη κοίτη του καὶ πρόσμενε μὲ τρόμο τὸ θεῖκὸ κορμὶ ποῦ θ’ ἅγιαζε τὰ νερά του. Δεξιὰ στὴ χούνη σὰν κατάρατο πνεῦμα βρουχιόταν ἡ Νεκρὴ Θάλασσα, λὲς κι’ εἶχε ἀκόμη μέσα της τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα. Ἀριστερά, ἀπάνω ἀπὸ τοὺς ζυγούς, ἐκεῖ ποῦ δὲν ἔφτανε τὸ ἀνθρώπινο μάτι, ἦταν ὅμως ἀσήκωτος ὁ λογισμὸς τοῦ Θεοῦ, στὴ χαρὰ καὶ στὴν ἀκολασία παραδομένα οὔρλιαζαν τὰ Γεροσόλυμα, τὸ ἆσμα τῶν Προφητῶν κι’ ἡ λατρεία λαοῦ μεγάλου.
Ὁ Ἰωσήφ, μόλις εἶδε κοιμισμένο τὸ παιδί, κατέβηκε στὸ χωριὸ νὰ φροντήσῃ γιὰ τὴ λεχώνα. Καὶ κείνη ὁλομόναχη, ἀδυνατισμένη, μὲ τὴ μητρικὴ λαχτάρα στὰ στήθη, σταύρωσε τὰ χέρια, ἀκούμπησε τὸ κορμὶ σ’ ἕνα στῦλο κι ἔκλεισε τὰ ματόφυλλα. Μὰ στάθηκε ἀδύνατο νὰ κοιμηθῇ. Ἡ τύχη τοῦ θεόσταλτου ἦρθε νὰ τῆς τυραννήσῃ τὴν ψυχή. Τί θ’ ἀπογένῃ στοῦ κόσμου τὴν ἀντάρα ὁ τρυφερὸς της Κρίνος, Ἐκεῖνος ποῦ τῆς δόθηκε μὲ τὸ χέρι ἀσπροντυμένου Χερουβείμ; Ποιὰ θὰ εἶνε ἡ ζωὴ καὶ ποιὸ τὸ τέλος του; Θὰ περάσῃ τὸ δρόμο πορφυρόστρωτο, ἢ θὰ βάψῃ μὲ τὸ αἷμά του τ’ ἀγκάθια καὶ τὶς στουρναρόπετρες; Ὁ κόσμος παραλυμένος δὲν προσέχει πιὰ στὰ λόγια τῶν Προφητῶν. Ὁ Ἰσραὴλ στενάζει κάτω ἀπὸ τὸ ψέμα τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Ρωμαίων τὸ ζυγό. Δὲν κιθαρίζει ὁ Δαβὶδ οὔτε ἡ Δεβόρρα δικάζει τὸ λαὸ κάτω ἀπὸ τοὺς κουρμάδες. Τοῦ Ἀαρὼν τὰ τέκνα ληστεύουν· ἀπιστίας σύγνεφο κάθεται στὴν Ἱερὴ Κιβωτὸ καὶ στοῦ Μεγάλου Ναοῦ τὰ ἄδυτα. Πίνει τὸ αἷμα τῶν Μακκαβαίων ἡ γῆ, χωρὶς ν’ ἀποδώσῃ ἐλευθερία καὶ δικαιοσύνη. Ὁ Γαυλωνίτης Ἰούδας χάθηκε χωρὶς ν’ ἀνορθώσῃ τὸ Νόμο. Ἡ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, χωρισμένη σὲ βασίλεια καὶ τοπαρχίες, φθείρεται ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο σπαραγμό, σὰν νὰ τὴ βαραίνει ἀκόμα ἡ ἀπείθεια τῶν προγόνων στὴν ἔρημο τοῦ Σίν. Κόλαση ἔγινε ὁ ποτὲ Παράδεισος! Ἐγωϊστὴς κι’ ἐκδικητικὸς καὶ ἄδοξος ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Κυρίου! Πῶς θὰ ζήσῃ σὲ τέτοιον κόσμο τὸ παιδί της;
Ἄξαφνα λύχνος ἡλιοστάλαχτος κρεμάσθηκε μπρὸς στῆς μάννας τὴν ψυχή, ἕτοιμος νὰ δείξῃ τὸ μέλλον τοῦ νιογέννητου, ὅπως ἡ νεφέλη ἔδειξε ἄλλοτε τὸν ἄγνωστο δρόμο στὴ φυλή της. Καὶ τὸν εἶδε τριαντάχρονο λεβεντονιὸ νὰ μαγνητίζῃ τὶς ψυχὲς τοῦ λαοῦ. Ψηλός, λυγερός, μὲ σεβαστὴ μελαγχολία στὸ ροδοζύμωτο πρόσωπο, μὲ τὰ καστανὰ μαλλιὰ κυματιστὰ στοὺς ὤμους, μὲ τὸ στόμα γλυκοστάλαχτο καὶ τὰ γαλανὰ μάτια μιλοῦσε στὸ λαὸ καὶ τὸν ἔπειθε. Ἐκήρυττε στὶς συναγωγὲς καὶ χίλιοι τὸν ἄκουαν· ἀνέβαινε στὸ βουνὸ καὶ μύριοι τὸν ἀκολουθοῦσαν. Διαβαίνει ἀνάλαφρα τὴ λίμνη τῆς Γενησαρὲτ καὶ ρίχνονται λαμνοκοπῶντας οἱ κόσμοι στὰ βήματά του. Οἱ Προφῆτες ποῦ τὸν προσεπερνοῦσαν, τόρα πισωδρομοῦν ὑποταχτικοί του. Ὁ Νόμος τοῦ Μωϋσῆ ἀναζῇ στὰ λόγια του καὶ συμπληρώνεται. Ἡ ἔρμη γῆ ἀναδροσίζεται· τ’ ἀπελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν· τὰ πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στὴ μάντρα τους. Ἡ ἀγάπη τρέχει ἀδαπάνητη ἀπὸ τὰ πλατειὰ στέρνα του καὶ δροσίζει τὸ καμίνι τῆς κακομοιριᾶς. Οἱ ἄπιστοι πιστεύουν καὶ σηκώνονται οἱ ταπεινοῖ· τυφλοὺς φωτίζει, χωλοὺς ὁδηγεῖ. Τὰ Γεροσόλυμα στρώνουν τοὺς δρόμους μὲ βάγια νὰ τὸν δεχθοῦν. Σύγκαιρα ὅμως καρφώνουν τὸ σταυρό. Ὁ φθονερὸς μαθητὴς τὸν παραδίνει μὲ φίλημα. Ὁ δειλὸς φίλος τὸν ἀρνιέται πρὶν λαλήσῃ ὁ πετεινός. Μὰ Ἐκεῖνος ἀνώτερος, ἀπὸ τὰ τέκνα τῶν ἀνθρώπων, συγχωρεῖ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν προδοσία, διαβαίνει πρᾶος μέσα ἀπὸ τὶς κοροϊδίες καὶ τὰ φτυσήματα, πίνει τὸ ξίδι καὶ τὴ χολή, φορεῖ τὸ ἀγκαθερὸ στεφάνι, τὴν περιφρονητικὴ χλαμύδα, κρατεῖ τὸ καλαμένιο σκῆπτρο καὶ ἀνεβαίνει στὸ μαρτύριο.
— Γυναῖκα, νὰ ὁ γιός σου· λέει τὴν τελευταία στιγμή.
Καὶ ἀποχαιρετᾶ μ’ ἕνα βλέμμα μελαγχολικό, τὴ μάννα ποῦ τὸν γέννησε, τοὺς φίλους ποῦ τὸν πίστεψαν, τὸ λαὸ ποῦ τὸν τυράνησε· τὴ Γῆ ποῦ εἶδε τὶς πίκρες του καὶ τὸν Οὐρανὸ ποῦ θὰ δεχόταν τὸ Σῶμά του.
Ἡ μάννα ἦταν ἐκεῖ καὶ τὰ ἔβλεπε ὅλα. Ἤθελε νὰ φωνάξῃ, νὰ τρέξῃ γιὰ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν κακούργων· ἀλλὰ δὲ μποροῦσε νὰ βγάλῃ φωνή. Τὸ σῶμα δὲν ἀκολουθοῦσε τοὺς πόθους τῆς ψυχῆς. Μὰ ὅταν εἶδε ἕνα στρατιώτῃ ἀγριοπρόσωπο, ἕτοιμο νὰ λογχίσῃ τὰ πλευρά του.
— Μή!… ἐφώναξε μὲ ὅλη της τὴ δύναμη.
Καὶ μὲ τὸ μή! ξύπνησε. Δὲν εἶδε ὁλόγυρά της τίποτα ἀπὸ τὸ φριχτὸ ὅραμα. Τὸ βρέφος κοιμότανε ἀκόμη πλάγι της, μέσα στὴ φάτνη, ἀπάνω στὸ ἄχυρο. Μὰ δὲ βασίλευε ἡ σιγὴ καὶ τὸ σκοτάδι, ὅπως πρίν. Ἀγγελικὴ ἁρμονία κατέβαινε ἀπὸ ψηλὰ καὶ λαμπρομέτωπο ἀστέρι ἔχυνε θάλασσα τὸ φῶς του στὴ σπηλιά. Καὶ μπρὸς στὰ πόδια της, οἱ Μάγοι γονατιστοὶ μὲ τὰ δῶρά τους, τὴ σμύρνα καὶ τὸ μόσχο καὶ τὸ λιβάνι, ὠνόμαζαν τὸ γιό της Βασιλέα καὶ Θεό.
Ἐκείνη τὴν ὥρα φάνηκε στὴν ἐμπατὴ χλωμὸς ὁ Ἰωσήφ.
— Νὰ φύγουμε· λέει τρέμοντας στῆ γυναῖκά του. Ὁ Ἡρώδης θέλει τὸ παιδὶ κι οἱ ἀνθρῶποί του ψάχνουν στή χώρα. Γλήγορα νὰ φύγουμε!…
Ἐκείνη ἅρπαξε ἀμέσως τὸ βρέφος, τὸ ἔσφιξε στοὺς κόρφους της καὶ πῆραν δρόμο γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Ἡ νύχτα τοὺς ἔκρυψε. Μὰ τὰ αἵματα τῶν ἄλλων παιδιῶν κι’ ὁ θρῆνος τῶν μαννάδων, ἀνέβαιναν ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς Γαλιλαίας, προτόλουβη θυσία στὸν ἀναμορφωτὴ τοῦ κόσμου.
— Πόσα αἵματα θὰ χυθοῦν ἀκόμη! ψιθύρισε προφήτης ἡ γυναῖκα. Πόσα αἵματα!…»
Τέλειωσε ὁ Ἀξιώτης τὸ διήγημά του κι’ οἱ σύντροφοι ἔμειναν ἀκόμη ἀκίνητοι σὰν ὀνειροπλανεμένοι. Μερικοὶ σταυροκοπήθηκαν· ἄλλοι στέναξαν βαθειὰ σὰν νὰ ξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. Μὰ ὁ Κώστας ὁ θερμαστής, ἴδιος στ’ ἀστεῖα καὶ στὰ σοβαρά, ρώτησε πονηρὰ τὸ σύντροφό του:
— Δὲ μοῦ λές, βλάμη· εἶδε ἡ Παναγιὰ στ’ ὄνειρό της καὶ τὸν πατριώτη σου τὸ Βαραββᾶ;
Ἐκεῖνος χολοταράχτηκε· φοβερὴ βλαστήμια ἀνέβηκε στὰ χείλη του. Μὰ τὴν κατάπιε. Δὲν ἦταν καιρὸς τόρα νὰ κολασθῇ κανείς! Χαμογέλασε, ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ ξαπλώθηκε στὸ ἔρημο κρεβάτι του.
— Καὶ τοῦ χρόνου, παιδιά, στὰ σπίτια μας! εὐχήθηκε.
— Στὰ σπίτια μας, μὰ θὰ μᾶς θερίζει ἡ πεῖνα· εἶπε ὁ θερμαστής.
Καὶ γέλασε δυνατά.