Θάνατος (Γρυπάρης)
←Ύπνος | Σκαραβαίοι και Τερρακότες Συγγραφέας: Θάνατος |
Στον ήσκιο της καρυδιάς→ |
Καλωσ νἀρθῇ σὰν ἔρθ’ ἡ στερνὴ ὥρα
τὰ μάτια μου γιὰ πάντα νὰ μοῦ κλείσῃ,
κι ὅποτα νἆναι, ἢ τώρα ἢ ἀργήσῃ,
φτάνει νὰ μὴν ἐρθῇ σὰν ἄγρια μπόρα.
Ἄνοιξι βέβαια νἆναι, σὰν καὶ τώρα,
κι ἀκόμα μιὰ γλυκειὰ γλυκούλα δύσι
κ’ ἔτσι νὰ πάρῃ μιὰ αὔρα νὰ φυσήσῃ
καὶ νὰ πέσῃ ἡ ψυχούλα ἡ λευκοφόρα
Σὰν ἄνθι τῆς μηλιᾶς· κι ὅπου τὸ βγάλῃ
ἡ ἁγνὴ νεροσυρμὴ ποῦ ρέει ἀγάλι
σὲ δεντρόκηπους μέσα καὶ βραγιὲς
Κι ὅπου τὸ πάῃ κι ὅπου ἀκόμα μείνῃ
ἀπ’ τὶς παλιὲς μονάχα τὶς φωνὲς
νἀκούῃ τὸ χαῖρε ποῦ θὰ κλαίῃ ἡ Κρήνη.