Στον ήσκιο της καρυδιάς
←Θάνατος | Σκαραβαίοι και Τερρακότες Συγγραφέας: Στὸν ἥσκιο τῆς καρυδιᾶς |
Ἀπὸ τὸν ὕπνο τὸ βαρὺ→ |
Του Γιαλινοῦ μεσημερὶς
ποῦ τἀνεφόκαμμα πνιχτὸ φουντώνει,
ποῦ μ’ ἄγριαν ἄφρη ἡ ὄχεντρα
θεριακωμένη βαλαντώνει·
Ποῦ ἱδρώνει ἡ φύση βαρβατιὰ
καὶ πυριωμένο τὸ αἷμ’ ἀπὸ τὴ ζέστη
σὰ μοῦστος γλυκοπίπερος
σὰν τὸν ἀκρᾶτο βράζει ἀσβέστη·
Ἡ Μαντελένια ἡ γιόμορφη,
κάτω ἀπ’ τὴν καρυδιά, μέσα στὴν κούνια
φτερνοκοπάει τοὺς πόθους της
καβάλλα, μὲ χρυσὰ σπερούνια.
Καθε της κλῶνος καὶ φωλιὰ
καὶ κάθε της φωλιὰ κι ἀπό ’να ταῖρι
τῆς καρυδιᾶς ποῦ πυκνοθόλωτη
τὸ ἁψὺ ἀντικόβει μεσημέρι.
Μὲ χαϊδογαργαλίσματα
καὶ τιτυβίζοντας τὰ φλώρια, οἱ σπίνοι
τῶν ὑμεναίων τὸ ποθοκέρασμα
ταῖρι κερνᾷ καὶ ταῖρι πίνει.
Κ’ ἡ Μαντελένια ἡ γιόμορφη
ἡ Μαντελένια ἡ ρούσα ἀποδιαντράπη
καὶ τραγουδάει καὶ λέει γιὰ τὰ πουλιὰ
δυὸ δυὸ πῶς κάνουν τὴν ἀγάπη.
Μα ἡ καρυδιὰ ἡ κυκλόβολη
ἥσκιο βαρὺ καὶ καλὸν ἥσκιο κάνει·
κοιμᾶται…κι ὁ ἀξύπνητος
δὲ θἆναι πιο βαρύς, ὅταν πεθάνῃ.
Μὲ στρύχνους κ’ ὑοσκύαμους
τῆς πλέκει ὁ πνίχτης ὁ βραχνᾶς στεφάνι,
κ’ οἱ λήθαργοι ἀπ’ τὰ φύλλα του
κ’ οἱ φανταγμοὶ σταζοβολοῦν οἱ πλάνοι.
Ζώνει τὴν κόρη ὁλόγυρα
κάτι σὰν ἥσκιου ἀτράνταχτο τουφάνι·
στὸ δέντρο οἱ ἀπονύχτερες
κουρνιάζουν υπνοφαντασιές, ποῦ κάνει.
Κι ἀπὸ τὰ τρίκλωνα τὰ ξέκλωνα
στῆς ὀμορφιᾶς της τὸ ἄνθος γύρω
πετοῦν τὰ ὁλόξανθα ἐρωτόπουλα
κῦμα ἀπ’ ἀφρὸ καὶ φῶς καὶ μύρο.
Τοῦ ἥσκιου τἀνάερο παχνοΰφασμα
ἔχει μονάχα φορεσιά της,
στὰ τροφαντὰ ξώσαρκα στήθια της
παραπατάει ὁ μεσημεριάτης.
Καὶ πάνω στὴ ροδοελεφάντινη
κοιλιά της – νάνι Μαντελένια!
νάνοι πηδοῦν κοκκινοπρόσωποι
μ’ ἄκουρα γένεια, μαῦρα γένεια.
Σαν πουλολόγος, ξόβεργα
βροχόλουρα καὶ δίχτυα θὲ νὰ στήσω,
γύρω στὸ δέντρο τὸ τρανό,
γιὰ δόλο, μάγια θὰ σκορπίσω.
Δὲ στήνω γι’ ἄγρη τοὐρανοῦ
καὶ σύρριζα στῆς ἀστοιβῆς τὸ φράχτη,
κράχτη δὲ δένω κότσυφα
δὲ δένω τὴ γαλιάντρα κράχτη.
Μὰ πουλολόγος ξωτικὸς
στῆς Μαντελένιας τὰ ὄνειρα θὰ στήσω·
στ’ ἀντίβροχα τῆς τέχνης μου
ποιό τάχα κι ἄπιαστο θ’ ἀφήσω;