Η καπετάνισσα (Ανδρέας Καρκαβίτσας)

Ἡ καπετάνισσα
Συγγραφέας:
Λόγια τῆς πλώρης (1924)


TΟΝ καπετάνιο μας ὅλοι τὸν ἐμακάριζαν γιὰ τὴν καλὴ καρδιά, τὴ γλήγορη γολέτα καὶ τὴν ὄμορφη γυναῖκά του. Οἱ προξενῆτρες στὸ νησὶ γιὰ νὰ παινέψουν τὸ γαμπρὸ ἔλεγαν: Καλόγνωμος σὰν τὸν καπετὰν Παλούμπα. Οἱ ναυτικοί, ὅταν ἤθελαν νὰ συστήσουν κάποιο καράβι: Καλοτάξειδο σὰν τὴ γoλέτα τοῦ καπετὰν Παλούμπα. Κ’ οἱ νέοι, ὅταν μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἀγαπητική τους: Ὄμορφη σὰν τὴ γυναῖκα τοῦ καπετάν Παλούμπα. Ἦταν φημισμένος σὲ ὅλα τὰ Δωδεκάνησα αὐτὸς καὶ τὸ ἔχει του.

— Τήρα καλά, κακομοίρη· τὴν καπετάνισσα καὶ τὰ μάτια σου! μοῦ εἶπε, ὅταν τὴν ἔφερε στὴ γολέτα νύφη, Δὲν ξέρεις, καλὸ παιδί, πόσο τὴν ἀγαπῶ!… Τρέμω νὰ τὴν ἀφήσω μοναχὴ καὶ νὰ φύγω.

Ἔ, καλά! καὶ ποιὸς δὲν τὸ ἤξερε; Ἀπάνω στὰ ἑξήντα χρόνια του ὁ καπετὰν Παλούμπας ἀποφάσισε νὰ παντρευτῇ. Τὸ ἀποφάσισε ὄχι· ψέματα εἶπα. Ἡ τύχη τὸ ἔφερε. Ἐκεῖ ποῦ γύριζε σὲ κάποιο νησί, εἶδε ἄξαφνα τὴ Λενιὼ νὰ κολυμπᾷ κι’ ἀνατρίχιασε σύψυχος. Μιὰ πάνα σηκώθηκε ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὴ ζωὴ ἀλλιῶς κι’ ἀλλιώτικα. Ἡ ματιὰ τῆς κόρης κτύπησε τὴν πέτρινη καρδιὰ τοῦ ναυτικοῦ καὶ πήδησε κεφαλόβρυσο τὸ αἴσθημα. Τὸ λυγερὸ κορμὶ ποῦ ἔφευγε λαυράκι στὰ νερά, ξάφνισε τὰ νεῦρά του· καὶ τὸ γέλιο ποῦ ἀπέμενε ὀκνὸ στὸν ἀέρα, τὸν τύλιξε σὲ πόθους καὶ σὲ ὄνειρα.

Δὲ χασομερίζει· βάνει τὰ γιορτινά του, τὴ φουφουλαβράκα τσακιστὴ-ἀνεμιστή, γαλάζιες κάλτσες, μυτερὰ παπούτσια· ζώνει στὴ μέση κοκκινομέταξο ζωνάρι, περνᾷ τὸ κεντητὸ γιλέκο· λεβέντικα τσακίζει στὸ πλευρὸ τὸ τουνεζίνικο φέσι καὶ τρέχει στὸ σπίτι τῆς Λενιῶς. Πρὶν ὅμως πατήσῃ στῆ βάρκα πισωγυρίζει καὶ κρεμᾷ στὴν ἀριστερὴ μασχάλη χρωματιστὸ μεταξομάντηλο καὶ παίρνει στὸ χέρι γαρουφαλοκέντητο πορτοκάλι. Τὸ ἕνα γάμου κάλεσμα, τὸ ἄλλο συμπεθεριᾶς σημάδι.

— Γιά σας κ’ ἦρθα, λέει τῆς γριᾶς. Εἶμαι ὁ καπετάνιος τῆς «Κυραδέσποινας», ποῦ ἄρραξε προχτὲς στὸ νησί σας. Τ’ ὄμορφο καράβι θέλει κι’ ὄμορφη καπετάνισσα. Ἦρθα νὰ πάρω τὸ Λενιὼ γυναῖκα μου. Ἂν εἶνε μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐκή σου, αὔριο τὴ στεφανώνω.

— Καλῶς ἤρθατε καὶ καλῶς κοπιάσατε, σὰν τὸν καλὸν τὸ χρόνο· ἀπήντησε ἡ γριὰ γλυκομίλητη. Ὁ λόγος ἀπ’ τὸ στόμα σου καὶ στοῦ Θεοῦ τ’ ἀφτί.

Ἦταν ἔξυπνη ἡ μάννα τῆς Λενιώς, ψημένη στὴ ζωή, ἀπὸ τὰ μικρά της χρόνια χήρα. Βουτηχτής ὁ ἄντρας της, καθὼς ἀνέβαινε μὲ τὸ δίχτυ του γεμᾶτο, τὸν ἔκοψε τὸ σκυλόψαρο στὰ δύο, σὰν πράσο. Ἄφησε πεντάρφανο τὸ κορίτσι του. Ἐκείνη πάλαιψε μὲ τὸν κόσμο, ἀνάθρεψε γαρυφαλίτσα πρόσχαρη τή Λενιώ. Δὲν ἔλεγε ὅμως ποτὲ νὰ τῆς δώσῃ ἄντρα γέροντα. Οὔτε καὶ διάβαινε στὸ νοῦ της τέτοιο κακό. Ὅταν συχνὰ-πυκνά συλλογιζόταν τὸ γαμπρό, ἔβλεπε πάντα ἕνα μεστωμένο καὶ γερὸ παλληκάρι χρόνων εἴκοσι, μὲ μουστάκι μαῦρο, δυνατὰ μπράτσα καὶ στῆθος πλατύ, ἀπαράλλακτο σὰν τὴ Μακεδόνα, ποῦ βάζουν στὴν πλώρη τους πολλὰ καράβια. Ἀλλὰ τόρα, μόλις εἶδε τὸν καπετὰν Παλούμπα καλοδέματον ἀληθινά, πάντα ὅμως ψαρομάλλη, ταμπακορούφη, σαλιάρη καὶ τέλος γέροντα, δὲ δίστασε νὰ δώσῃ ἀμέσως τὸ λόγο της. Γέροντας σοῦ λέει, μὰ καπετάνιος· καὶ καπετᾶνοι δὲ βρίσκονται κάθε μέρα στὸ νησί!

Ὁ καπετὰν Παλούμπας στεφανώθηκε τὴ Λενιὼ καὶ μόλις ἔφτασε στὴ Σύρα, ὁλάκερο βιὸς ξόδεψε γιὰ τὰ στολίδια της.

— Γυναῖκά μου, κυρά μου, ἀφέντρα μου! νὰ τὰ φορῇς νὰ χαίρεσαι· τῆς εἶπε δακρύζοντας ἀπὸ χαρὰ καὶ περηφάνεια, ὅταν τὴν εἶδε λαμπροστολισμένη σὰν τὴ Λιογέννητη. Ἂν δὲ σοῦ φτάνουν αὐτά, σοῦ παίρνω κι’ ἄλλα. Κι’ ἂν δὲν ἀρκοῦν καὶ κεῖνα, πουλῶ καὶ τὴ γολέτα μου, νὰ σὲ χρυσοντύσω σὰν τὴν Τηνιακιά.

Ἐκείνη δὲν εἶπε τίποτα, παρ’ ἀπόμεινε κοιτάζοντας τὰ φανταχτερὰ ροῦχά της. Καθρέφτης ὁ ἴσκιος της. Καὶ ὅταν ἀργὰ σήκωσε τὰ μάτια πάνω του, τὸ πικρὸ χαμόγελό της δὲν ἤθελε νὰ εἰπῇ, ἂν ἔβγαινε ἀπρόθυμη ἀπὸ τὸ νησί, ἢ ὅτι τῆς δῶσαν ἄντρα γέροντα.

Μέσα στὴ γολέτα εἴμαστε ὅλοι κι’ ὅλοι ἕξη νομάτοι. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸ γραμματικό του δυό· ἐγὼ καὶ τὸ ναυτόπουλο ἄλλοι δυὸ καὶ δυὸ ναῦτες Μυκωνιᾶτες. Ἄλλος κανείς. Μὰ ὁ γραμματικός, ὁ Πέτρος Ζούμπερος, ἦταν ὁ ναύτης μας, ὁ κυβερνήτης, ψυχὴ καὶ στόλος τῆς ὄμορφης γολέτας μας. Μόλις ἵδρωνε τὸ μουστάκι του. Τὰ μαῦρά του μαλλιὰ ἔφευγαν ἀπὸ τὸ πλατὺ μέτωπο, ἀνέβαιναν στὴν κορφή, κατέβαιναν κατσαρὰ στὰ λαιμοτράχηλα, σὰν πολυτρίχι, ποὺ ζῇ δροσερὸ-μεταξωτὸ ἀπάνω σὲ μελαχροινὸ κεφαλοκόλωνο. Εἶχε τὰ μπράτσα δυνατά, πλατὺ τὸ στῆθος, ἄτρομο τὸ βλέμμα. Ἄν τὸν ἔβλεπε ἡ γριὰ μάννα τῆς Λενιώς, βέβαια θὰ γνώριζε τὸν ὀνειρεμένο της γαμπρό. Τὸν εἶδε ὅμως ἡ κόρη. Τὸν εἶδε καὶ τὸν γνώρισε γιὰ φαντασιὰ τῆς μάννας της, μπορεῖ καὶ γιὰ στοχασμὸ δικό της. Ἔβγαλε ἀμέσως τὰ μεταξωτά, ἔκλεισε τὰ χρυσαφικὰ σ’ ἕνα κοχυλοστόλιστο κουτάκι κ’ ἔλαμψε στὸ κατάστρωμα, μὲ τὸ κόκκινο μεσοφόρι καὶ τὸν ἄσπρο σάκκο της. Ὠιμὲ τ’ ἦταν ἐκεῖνο! Τί πλάσμα ἦταν ἐκεῖνο, ποῦ ἔπεσε, δῶρο τ’ οὐρανοῦ ἢ τοῦ κυμάτου γέλασμα, στὸ ἄχαρο σκαφίδι μας! Ἄλλαξε ἀμέσως ἡ ἔρμη ζωὴ τοῦ ναύτῃ. Τὸ καράβι ἔγινε σπίτι της. Ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὥς τὸ βράδυ τὸ γύριζε τὸ στόλιζε, τὸ περιποιόταν σὰ νοικοκυριό της. Ἀνέβαινε στὸ κάσαρο, κατέβαινε στὴν πλώρη, συγύριζε τὰ φτωχόρρουχα στὰ γιατάκια μας· ἔμπαινε στὸ μαγεριό, ἔβγαινε στὸ τσιμποῦκι, νὰ δέσῃ μαζί μας τοὺς φλόκους. Τί ἤθελες καὶ δὲν ἔκανε τοῦ καθενός; Ποιὸς εἶχε ράψιμο νὰ τοῦ ράψῃ· ποιὸς μπάλωμα νὰ τὸν μπαλώσῃ· ποιὸς εἶχε λύπη στὴν καρδιὰ νὰ τὴ σηκώσῃ μὲ τὸ δροσᾶτο γέλιο της, μὲ τὸ γλυκόλογό της. Πουλάκι, θαρρεῖς, ἀγαπησάρικο καὶ ὀμορφόπλουμο, πέταξε ἀπὸ τὰ δέντρα τῆς Παράδεισος στὴν κούρνια μας καὶ μὲ τὸ φτερούγισμα, μὲ τὸν κελαηδισμό του, ἅπλωσε βάλσαμο στὶς τυραννισμένες ψυχές, ἀνάδωσε τὴ χαρά, πλανεύτρα τὴν ἐλπίδα, τὸν πόνο καὶ τὸ μόχθο ἄβλαβα καὶ ποθητά. Ἔφευγε ἡ μαρτιάτικη μέρα γοργὴ σὰν διάνεμα. Ἐρχόταν ἡ αὐγὴ καὶ λέγαμε: ποτὲ νὰ μὴ νυχτώσῃ! Νύχτωνε καὶ λέγαμε: πότε θὰ ξημερώσῃ; Τὴν ἡμέρα ὅλοι μαζί· χαρά, τραγοῦδι, γέλια. Τὴ νύκτα μοναχὸς καθένας, συλλογισμένος, μισάνθρωπος! Ἕνας τ’ ἀλλουνοῦ ἀπόφευγε τὸ συναπάντημα, παραξηγοῦσε τὸ βλέμμα, μὲ τὸν παραμικρὸ λόγο ἅπλωνε τὸ χέρι στὸ λάζο, σὰ νὰ τὸν εἶχε ἀντίδικο. Κάθε χαραυγὴ τὸ μάτι ἀνυπόμονο γύριζε στοῦ καπετάνιου τὴν κάμαρη, λὲς κ’ ἦταν σημάδι τ’ οὐρανοῦ νὰ δείξῃ τὸν καιρὸ τῆς ἡμέρας. Καὶ ὅταν τέλος χάραζε στὸ κεφαλόσκαλο τὸ κόκκινο μεσοφόρι κι’ ἔχυνε στὸ κατάστρωμα τοῦ κρεβατιοῦ τὴ ζεστασά, τοῦ θηλυκοῦ τὸ μόσκο καὶ τῆς νυχτιᾶς τὰ μυστικά, ἀλοὶ στοὺς ταύρους καὶ τὰ κόκκινα μεσοφόρια!

Ἄξαφνα ὁ οὐρανὸς συγνέφιασε. Ὄχι ὁ οὐρανὸς ψηλά, ὁ πλατύχωρος θόλος. Ἐκεῖνος ξακολουθοῦσε ὁλογογάλαζος καὶ ἡλιολουσμένος τὴν ἡμέρα, τὴ νύχτα κοσμοστόλιστος νὰ σκεπάζῃ τὸ τρυφερὸ θάμα, ποῦ ἔπεσε στὴ γολέτα μας. Ἐρωτεμένος, λές, ἦταν καὶ κεῖνος μαζί του κ’ ἔβλεπε κι’ ἀναγκάλλιαζε. Ἄλλος οὐρανὸς συγνέφιασε· τὸ μέτωπο τοῦ καπετὰν Παλούμπα. Ἡ καλογνωμιὰ τῆς Λενιῶς δὲν τοῦ ἄρεσε. Τὴν ἤθελε τὴ γυναῖκά του μὰ τὴν ἤθελε δική του. Οὔτε ἀπὸ τὸν ἀέρα της δὲ χάριζε κουρέλι στοὺς ἄλλους. Στὴν ἀρχὴ ἔκαμε παράπονα· ἔπειτα τὴν περιώρισε.

— Ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ κάσαρου δὲν ἔχεις νὰ κάμῃς βῆμα! τῆς εἶπε ὀρθὰ-κοφτά.

Καὶ γιὰ νὰ βάλῃ σύνορο, ἅπλωσε στὸ ξύλο, ποῦ κρατᾷ τοὺς κουβάδες, ἕνα καραβόπανο. Χωρίστηκε ἔτσι σὲ δυὸ ἡ γολέτα. Ἐδῶ ἡ Κόλαση· ἐκεῖ Παράδεισος. Ἐκείνη θύμωσε.

— Παλιόγερε! ψιθύρισε πεισματικά· παλιόγερε! Μὲ πῆρες περιστέρι ἀπὸ τὸν κόρφο τῆς μάννας μου καὶ κοντέβεις νὰ μὲ κάμῃς κουρούνα μὲ τὶς γρίνιες σου.

Καὶ λύθηκε στὰ δάκρυα. Μὰ δὲ βάσταξε πολύ. Σὲ λίγο πάλι τὰ γέλια καὶ τὰ χάχανα. Σβούρα πάλι ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη στὸ κατάστρωμα. Τὸ μεσοτοῖχι, ποῦ πίστεψε ἀκλόνητο ἐκεῖνος, ἔγεινε μαγνάδι στὴ θέληση τῆς γυναῖκας. Τὴν κονταυγή, ὅταν ὁ καπετάνιος ξενυχτισμένος βαρυρροχάλιζε στὴν κάμαρη, ξέφευγε ἀχτῖνα ἀπὸ τὸ πλευρό του κ’ ἐρχότανε νὰ πλύνῃ μαζί μας τὸ κατάστρωμα. Ὠχρόδροση σὰν αὐγινὴ μοσκιά, μὲ τὰ χρυσόμαλλα κυματιστὰ στὸν ἄνεμο, μὲ τὸν ἄσπρο σάκκο ἀφρόντιστα κουμπομένο καὶ τὸ κόκκινο μεσοφόρι σφιχτοσηκωμένο στὰ γόνατα, τσαλαβουτοῦσε στὰ νερὰ κ’ ἔτριβε τὰ σανίδια ξαναμένη, τρελλή. Μέσα στὰ σμιχτὰ φορέματα τὸ λιγερὸ κορμὶ λαχταριστὸ κι’ ὁλότρεμο, ἔδερνε τὴν ψυχή μας. Κάτω ἀπὸ τὰ χυτὰ μαρμαροτράχηλα ἀνέτελλε αὐγερινὸς τὸ στῆθος της· καὶ κάτω ἀπὸ τὸ μεσοφούστανο—π’ ἀνάθεμάτο!—οἱ γάμπες τορνευτές, τὰ τριανταφυλλένια ἀκροδάχτυλα, ἔφευγαν περιστέρια στὸ νερό. Ἐκείνη ὅμως, ἀδιάφορη ἔτριβε μὲ πάθος τὰ σανίδια καὶ κάθε τόσο ἀργυρογελῶντας ἔλεγε στὸν Πέτρο Ζούμπερο:

— Ἔ, καλὸ γραμματικοῦδι· δὲ μὲ παίρνετε μοῦτσο σας;

Καὶ ξεχνιότανε κοιτάζοντάς τον μὲ τὰ μάτια γλαρά, μὲ τέτοιο ἀνάδεμα τῶν χειλιῶν, ποῦ ἔλεγες ἦταν μέλισσα κ’ ἔτρεχε νὰ κολλήσῃ σὲ γλυκόχυμο ἀνθό. Μὰ ἀμέσως ξαφνισμένη ἀπὸ τὸ κάμωμά της.—Σούτ! σφύριζε, βάζοντας τὸ ροδοδάχτυλο στὰ διψασμένα χειλάκια της καὶ βλέποντας ὁλόγυρα-σούτ! μὴ μᾶς ἀκούσῃ ὁ γέρος!…

Καὶ λέγοντας σούτ! ἔβαζε κάτι γέλια, κάτι τρελλούτσικα, πεταχτά, κυματιστὰ γέλια, ποῦ καὶ νεκρὸ μποροῦσαν ν’ ἀναστήσουν. Ἀλλὰ σὲ λίγο τὸ γκούχ! γκούχ! ἐσαχλοβρόντα μέσα στὴν κάμαρη κ’ ἡ Λενιὼ ἔσβυνε πίσω στὸ κάσαρο. Ἔκλειγε τότε ἡ πύλη τῆς Παράδεισος κ’ ἔμεναν ὄξω ταπεινοὶ καὶ περίλυποι οἱ ἐξόριστοι δαίμονες. Ἐδῶ ἀνάτελλε καὶ κεῖ φώτιζε ἡ μέρα. Γέλια ἐκεῖ, τραγούδια καὶ μπουζούκια· βάσανα ἐδῶ, δουλειὰ καὶ καταφρόνια. Ὁ μποῦφος σφιχτοκρατεῖ στὰ νύχια τὴν ἄδολη τρυγόνα· ἐλεύθερος ἀναγυρίζει τὰ φτερά της· ψηλαφᾷ τοὺς κόρφους, μαδᾶ λυσσάρης τὰ μεταξένια πούπουλα, σφίγγει την καὶ πνίγει στὰ νεκρὰ στήθη του. Δὲ φτάνει πιὸ σὲ μᾶς παρὰ τὸ σβυμένο γέλιο της. Τὸ γέλιο ποῦ φορτώνει μολύβι τὴν καρδιά, τὸ αἷμα φέρνει στὸ κεφάλι μας. Ἔτσι τὴ συνηθίσαμε πάντα μαζί, ποῦ πίστεψε καθένας πῶς ἡ γυναῖκα κείνη ἦρθε νὰ σκορπίσῃ σὲ ὅλους τὴ χάρη της κι ὄχι σ’ ἕνα μοναχά. Ἔτσι φαίνεται τὸ συνήθισε καὶ κείνη. Γιατί ἄξαφνα, ἐκεῖ ποῦ τριβότανε σὰ χαϊδεμένη γάτα κοντὰ στὸν καπετάνιο, πεταγόταν ἀπάνω καὶ μέριαζε τὸ καραβόπανο φωνάζοντας τρομαχτικά:

— Παναγία, βόηθα!… Παναγία, βόηθα!…

Κ’ εὐθὺς ποῦ δροσόλουζε τὸ καράβι μὲ τὴ ματιά της, γύριζε πίσω γελαστά, κ’ ἔλεγε στὸν τρομαγμένον ἀφέντη της:

— Τίποτα, καλέ! τίποτα… Ἔλεγα πῶς ἦταν βαπόρι νὰ μᾶς κόψῃ…

Ἔτσι ξημερωθήκαμε μιὰ μέρα μπρὸς στὴν Καλλίπολη. Νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια ξημέρωσε ἡ μέρα κι’ ὄχι ἐμεῖς. Ἡ «Κυραδέσποινα» στὸ σύθαμπο ἀρμένιζε ἀκόμη. Πυκνὴ καταχνιὰ πλάκωνε τὰ Μπουγάζια κι’ οὔτε θάλασσα, οὔτε στεριά, οὔτε δέντρο μᾶς ἔδειχνε. Μόνον μιὰ στιγμή, μιὰ μοναχὴ στιγμή, δεξιά μου φάνηκε ἕνας μιναρές, κάποιο σπιτάκι, ἕνας μύλος μὲ ἀνοιγμένες φτερωτές, κάτι ἀληθινὸ καὶ ψεύτικο! Χρυσὸ τρεμόφεγγε τὸ μισοφέγγαρο τοῦ μιναρέ· ἔσβηνε καὶ θάμπωνε, ἔλαμπε κ’ ἔσβυνε. Τὸ σπιτάκι παραφουσκωμένο πισωπατοῦσε, μουλωχτὰ ἔφευγε. Οἱ φτερωτὲς τοῦ μύλου ἀκίνητες, πεῖσμα ἔδειχναν καὶ τὸ ξάφνισμα ἑνοῦ δράκου. Σύντροφοι ὅμως ἦταν καὶ τοὺς κοίταζα μὲ ψυχοπόνια. Μὰ ζηλιάρα ἡ καταχνιὰ ἔσυρε καὶ κεῖ τὴν ὑγρὴ σκέπη της, μᾶς ξεμονάχιασε στὴ γολέτα.

Καθένας ἔπιασε τόρα τὴ θέση του. Ὁ καπετὰν Παλούμπας κοντὰ στὸ τιμόνι· ὁ γραμματικὸς ὀρθὸς στὸ τσιμποῦκι· οἱ ἄλλοι ναῦτες ζερβόδεξα στὶς κουπαστές· τὸ ναυτόπουλο στὸ κορζέτo ψηλά· ἐγὼ μὲ τὸν κόχυλα καὶ τὸ γλωσσίδι τῆς καμπάνας στὰ χέρια.

— Μπού!… μπού!… Ντάγκ!… Ντὰγκ-ντάγκ!…

Σφύριζα μιὰ καὶ δεκαείκοσι ἀπαντοῦσαν στὸ σφύριγμά μου. Μπουροῦδες ἐμπρός, καμπάνες πίσω, δεξιὰ σφυρίχτρες, ἀριστερά μας σήμαντρα. Κέρατα, ὄστρακα, ξύλα, μέταλλα καὶ ἀνθρώπινα λαρύγγια δὲ βροντοφωνοῦσαν ἄλλο μὲ κάθε τρόπο, βραχνά, παραπονιάριακα εἴτε ἀπειλητικά, παρὰ τὴν τρομερὴ προσταγή:—Σταθῆτε!… Φυλαχτῆτε!… Μὴ καὶ τρακάραμε!… Ὅλοι τὸ ἔλεγαν καὶ τὸ ἔνιωθαν ὅλοι νὰ πέφτῃ χιονοβολὴ στὴν ψυχή τους. Καὶ μονάχα ἡ καταχνιὰ ἀδιάφορη, ἐπίμενε νὰ συσμίγῃ τοὺς ἀτμοὺς κρύους καὶ νὰ τυλίγῃ, νὰ τυλίγῃ τὰ τόσα τέρατα ποῦ βρουχιόνταν περίτρομα στοὺς κόρφους της.

Ἄξαφνα βλέπω κάτω ἀσημοστρωμένη τὴ θάλασσα. Μπουλοῦκι θαλασσοπούλια πέταξαν, λὲς ἀπὸ τὴν πλώρη μας, ἁπλώθηκαν γραμμὴ ὁλότρεμη, ξύρισαν μὲ τὸ φτερὸ τὰ νερά, χάθηκαν πέρα σὰν μαῦρο φίδι μακρύτατο, ποῦ φεύγει τὴ φωτιά. Καὶ ζερβόδεξα, φαντάσματα νὰ κατεβαίνουν ἀπάνω μας, πανιὰ καὶ ξάρτια καραβιῶν, ποῦ ἔτρεχαν αἰθεροπλανημένα, θαρρεῖς, νὰ βροῦν τὸν πόρο τους. Οἱ ναῦτες τυλιγμένοι στὴν καταχνιὰ μόλις ξεχώριζαν, ψυχὲς ἀνεμοκίνητες ποῦ ταξειδεύουν στὸ χάος. Ἔτρεχαν καὶ κεῖνοι ζερβόδεξα, κοίταζαν ὁλόγυρά τους, κάτω στὰ νερὰ κι ἀπάνω στὸν ἀέρα, μὴν ξεβράσῃ κακὸ ἤ θάλασσα καὶ μὴ βρέξῃ χάλαρα ὁ οὐρανός. Ἔτρεχαν καὶ φώναζαν καὶ σφύριζαν δαιμονισμένα:—Σταθῆτε!… Φυλαχθῆτε!… Μὴ καὶ τρακάραμε!…

— Μπού!… μπού!… Ντάγκ!… ντὰγκ-ντάγκ!…

Φυσῶ καὶ γὼ τὸν κόχυλα καὶ τινάζω τὸ γλωσσίδι τῆς καμπάνας ξετρελλαμένος. Σὰν νὰ φύσηξαν Τρίτωνες στ’ ὄργανό μου, ἡ καταχνιὰ σηκώθηκε ἀπὸ τὴ Ρούμελη. Φάνηκαν τόρα οἱ πλαγιὲς πράσινες, τὰ χτίρια ροδισμένα, τ’ ἀκρογιάλια γελαστά, κατάγλαυκη ἡ θάλασσα. Ὁ ἥλιος χρυσόθρονος ἀνέβαινε σπέρνοντας παντοῦ στὸ χόρτο καὶ τὸ λιθάρι, στὸν ἄμμο καὶ τὰ νερὰ σωρὸ τὶς διαμαντόπετρες. Τὰ πλεούμενα μὲ κατάβροχα πανιά, φρόντιζαν νὰ πιάσουν τὴ γραμμή τους. Καὶ κάτω ἐκεῖ, ἀπὸ τὸ στενὸ τῆς Μάδυτος, πρόβαλλε τρεχᾶτο, σὰν νὰ ἔκοψε τὶς ἁλυσίδες του, τὸ Ἀράπικο βαπόρι ἐρχάμενο καταπάνω μας.

Μὰ ἡ «Κυραδέσποινα» ἀρμένιζε ἀκόμη στὸ σύθαμπο. Γύρω μας καὶ στὴν Ἀνατολὴ ἀντίκρυ, ἔστεκε ἡ καταχνιὰ σκοταδερή, ἀέρινος Καύκασος, σὰν νὰ μᾶς εἶχε πεῖσμα. Μονάχα δυὸ τρεῖς φορὲς ὁ ἥλιος λόγχισε τ’ ἀδυνατώτερα μέρη κ’ ἔδειξε τὴ φυλακή μας ἀσημοχρύσωτο κρύσταλλο. Κάτω στὰ νερὰ μονοπάτι φιδωτὸ ἔδενε τὰ δυὸ ἀκρογιάλια. Μὰ ἐγὼ ξακολουθοῦσα πάντα νὰ ρίχνω μὲ τὸν κόχυλα καὶ τὴν καμπάνα μου βουὴ καὶ κλάγγασμα στὸν ἀλαλαγμὸ καὶ τὸ θρῆνο.

— Μπού!… μπού!… Ντάγκ!… ντὰγκ-ντάγκ!…

Μιὰ στιγμὴ κάπως ἄκουσα ψιθυρίσματα στὴν πλώρη κατάνακρα. Βάνω τ’ ἀφτί μου. Ἕνα γέλιο μικρό, γαργαλιστικό, γνώριμο γέλιο ἔρχεται νὰ μοῦ παγώσῃ τὴν καρδιά. Καὶ μιὰ φωνίτσα μασσημένη, κελαηδιστὴ ἀκούω νὰ λέῃ:

— Ἄχ, τί καλά!… Τί ὄμορφα… Ἔτσι πάντα!… ἔτσι πάντα!… αἰώνια ἔτσι!…

Ἦταν ἡ φωνὴ τῆς καπετάνισσας.

— Γιατὶ ἔτσι πάντα; ρωτάει τοῦ γραμματικοῦ ἡ φωνή, τρυφερὴ καὶ κείνη.

— Γιὰ νὰ εἴμαστε οἱ δυὸ μονάχοι, οἱ δυό μας σ’ ὅλον τὸν κόσμο!… Καὶ γύρω μας μεταξοσέντονα, ὅπως τόρα· μεταξοσέντονα μὲ χρυσὲς οὔγιες, μὲ δαντελένιες ἄκρες, μὲ στημόνι ἀπὸ δροσιά. Γύρω κι’ ἀπάνω καὶ κάτω μας μεταξοσέντονα σὰν αὐτά, ποῦ δὲν τὰ γνώρισε ἀργαλιός, ποῦ δὲν τὰ ὕφανε ὑφάντρα. Μεταξοσέντονα σὰν αὐτὰ ποῦ τ’ ἅπλωσε στῆ θάλασσα νεράϊδας χέρι, νὰ κρύψουν στὶς χαρές τους ἐσέ, καλέ μου, κ’ ἐμὲ τὴ σκλάβα σου!…

Ἄνοιξα τὰ μάτια διπλᾶ· τίποτα δὲν ἔβλεπα. Ἡ καταχνιὰ ἔσφιξε πάλι καὶ θάμπωσε καὶ σκέπασε ὅλα μὲ μυστήριο. Χάθηκε ἡ Ρούμελη, ἔσβυσε ἡ θάλασσα, πᾶνε τὰ καράβια, ποῦ γύρευαν τὴ γραμμὴ τους· ἔσβυσε καὶ τ’ Ἀράπικο ποῦ ἔτρεχε πρὶν καταπάνω μας. Καὶ μέσα στὸ σταχτόμαυρο πλοκὸ πύρινα φίδια, οἱ σαγίτες, ἔφευγαν ψηλὰ μὲ βραχνὸ σφύριγμα, μὲ τρελλὴ γοργάδα, ἐκουφοβρόντουν ψηλά, ἔβρεχαν καντήλια περαδῶθε, λὲς κ’ ἤθελαν νὰ ἱστορήσουν στ’ ἀστέρια τὴ μοῖρά μας. Ὄχι στὴν πλώρη· μήτε δίπλα μου δὲν ξεχώριζα τίποτα. Τὸν κελαηδισμό τους μόνον ἄκουα καὶ κεῖνον κομματιαστό, πνιγμένο, σὰν νὰ ἐρχότανε ἀπὸ πηγάδι μέσα.

Δαίμονας μ’ ἔπιασε νὰ πάω κοντά. Ἔλα ὅμως ποῦ δὲ μποροῦσα ν’ ἀφήσω τὴ θέση μου. Ἔπρεπε ν’ ἀπαντάω καὶ γὼ κάθε δυὸ λεφτὰ στὸν ἀλαλαγμό. Ἤμουν ἐκείνη τὴν ὥρα ἡ φωνὴ τῆς γολέτας· ἡ ψυχή της ἤμουν. Καὶ ξακολούθησα ταχτικὰ νὰ φυσῶ τὸν κόχυλα καὶ νὰ κινῶ τῆς καμπάνας τὸ γλωσσίδι μὲ δύναμη, λὲς κ’ ἤθελα νὰ τὴ σπάσω.

— Μπού!… Μπού!… Ντάγκ!… ντὰγκ-ντάγκ!…

Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκούω τὸν καπετάνιο μὲ φωνὴ πεισμωμένη, νὰ κράζῃ κοντά του τὸ μικρὸ ναυτόπουλο. Ἀπελπίστηκε ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ σκέφτηκε τοῦ Ἐπιτάφιου τὸ κερί. Σὲ κεῖνο δὲν ἀντιστέκεται ἡ καταχνιὰ οὔτε στιγμή. Τὸ ναυτόπουλο ἦταν ὁ μικρότερος κι’ ὁ ἀθῳότερος μέσα στὴ γολέτα. Νίφτηκε ἀμέσως, φόρεσε τὰ γιορτινά του, ἔβαλε τὸ κερὶ μ’ εὐλάβεια σ’ ἕνα κουτάκι, τὸ ἄναψε καὶ τὸ ἀπίθωσε μὲ μιὰ κλωστὴ κάτω στὰ νερά.

— Λύτρωσέ μας, Χριστέ, ὅπως λύτρωσες τόν κόσμο! δεήθηκε.

Στὴ στιγμὴ — τ’ ὁρκίζομαι — στὴ στιγμὴ ἔρχετ’ ἕνα φύλλο καὶ σαρώνει ἀπὸ τὴ γολέτα τὴν ἀντάρα. Τὴν κουρέλιασε, τὴν ἔσπρωξε στὶς σκοτεινὲς σπηλιὲς σὰν κατάδικο. Ὁ ἥλιος χρύσωσε τόρα τὰ σίδερα, διαμαντοστόλισε τὰ σχοινιά, βερνίκωσε τὸ μπαστοῦνι, τὰ κατάρτια, τὶς σταύρωσες· ἔδειξε νοτισμένα ξύλα καὶ πανιά. Ἀλοί! Ἔδειξε κ’ ἕνα ἀντρόγυνο ποῦ γλυκοφιλιόταν δίπλα στὸν ἀργάτη.

Δὲν πρόφτασα νὰ καλοκοιτάξω κι’ ἀκούω πίσω μου τέτοιο βόγγο, ποῦ νόμισα πῶς τὸ στοιχειὸ τῆς θάλασσας χύθηκε νὰ μᾶς καταπιῇ. Δὲν ἦταν τὸ στοιχειό· ἦταν ὁ καπετάν Παλούμπας· ἔτρεξε ἀπὸ τὸ κάσαρο κακὸ δρολάπι ἀπάνω τους. Ἐκεῖνοι, καθὼς ἄκουσαν τὸ βόγγο του, κατάλαβαν πῶς τὰ μεταξοσέντονα τοὺς πρόδωσαν. Τινάχθηκαν ντροπιασμένοι.

— Ἔλα! φωνάζει ὁ γραμματικός. Ἔλα μαζί μου!

Καὶ μὲ τὸ λόγο πηδᾷ στὴ θάλασσα. Ἔκαμε νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ Λενιώ. Ἀλλὰ μόλις ἀντίκρυσε τὸ κῦμα πισωπάτησε ὁλότρεμη. Πλάκωσε τότε ὁ καπετὰν Παλούμπας κι ἅπλωσε τὴν χοντρόχερά του στά χρυσᾶ μαλλιά. Δὲν πρόφτασε. Βρόντος ἀκούστηκε καὶ τινάχθηκαν ξύλα κι’ ἀνθρῶποι στὴ θάλασσα. Τὸ Ἀράπικο τρέχοντας νὰ κερδίσῃ τὸ δρόμο του, ἦρθε σωτῆρας τῆς λυγερῆς καὶ σκόρπισε πανιὰ-μαδέρια τὴν «Κυραδέσποινα». Τί ἀπόγινε ὁ γραμματικός; πῶς σώθηκε ἡ ἐρωταριά; Δὲν ξέρω τίποτα. Μπορεῖ νὰ χαίρονται κάπου τὴ ζωή, ὅπως τὴν ὀνειρεύθηκε ὁ καπετὰν Παλούμπας. Ἐκεῖνον ὅμως τὸν εἶδα σακατεμένο, ἄγριο, μελαγχολικὸ στὸ περιγιάλι. Τίποτα πιὰ δὲν ἔβρισκε κανεὶς νὰ τοῦ παινέψῃ.

Πάει κι’ ἡ καλὴ καρδιά, πάει κ’ ἡ γλήγορη γολέτα, πάει κ’ ἡ ὄμορφη γυναῖκά του.