Ἡ Περιστερὰ
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Δημήτριος Κορομηλάς
Κεφάλαιον πέμπτον
Τίτλος πρωτοτύπου στα γερμανικά: «Das Täubchen.»


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ καὶ ἡ Εὐφροσύνη ἤξευρον ἤδη ὅτι οἱ κακοῦργοι δὲν κατώρθωσαν νὰ πυρπολήσωσι τὸν πύργον τοῦ Λιμενίου, ἀλλ’ ἦσαν πάντοτε ἀνήσυχοι περὶ τοῦ ἄρχοντος καὶ τῆς οἰκογενείας του.

— Ὤ! πόσον θὰ ἔχαιρον ἂν εἶχον ταύτην τὴν στιγμὴν καμμίαν εἴδησιν ἀπὸ τὸ Λιμένι, εἶπεν ἡ Κλεονίκη· εὐχαρίστως θὰ ἔδιδον ὅλα τὰ πολύτιμα μου πράγματα εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἤθελε μοῦ φέρει τὴν εἴδησιν ταύτην! — Καὶ ἐγὼ, εἶπεν ἡ Εὐφροσύνη, ἤθελα προσθέσει ὅλον μου τὸ ἀργύριον!

Ὅ,τι λοιπὸν συνέβη τὴν νύκτα εἰς τὸ Λιμένι ἦτο ἄγνωστον εἰς αὐτάς· ἰδοὺ τί συνέβη αὐτοῦ.

Τὴν προτεραίαν, πρὸς τὸ ἐσπέρας, ὁ ἄρχων Χριστόδουλος, ἡ Μαρία καὶ ἡ Ἑλένη ἐκάθισαν χαρούμενοι εἰς τὴν τράπεζαν· ὁ ἥλιος ἐπλησίαζε πρὸς τὴν δύσιν του καὶ αἱ τελευταῖαι του ἀκτῖνες πίπτουσαι ἐπὶ τῶν ὑέλων ἐφώτιζον τὸ πανάρχαιον ἑστιατόριον ὅπου ἦτο συνηθροισμένη ἡ οἰκογένεια.

Ἐνῷ ἔτρωγον ἦλθον καὶ ἀνήγγειλαν τὴν ἔλευσιν τῶν δύω προσκυνητῶν· ὁ δὲ ἄρχων διέταξε νὰ τοὺς δεχθῶσι.

— Μετὰ τὸ δεῖπνον, εἶπε, θὰ συνομιλήσω μετ’ αὐτῶν, ἐν τούτοις δόσατέ τους φιάλην οἴνου διὰ νὰ κάμουν ὀλίγην διάθεσιν.

Ὁ ὑπηρέτης ἀπῆλθεν, ἡ δὲ Ἑλένη ἔχαιρε διότι ἔμελλε νὰ ἀκούσῃ τὰς ὡραίας διηγήσεις τῶν προσκυνητῶν. Ταλαίπωρος οἰκογένεια! οὐδὲ κἂν ἠδύνατο νὰ ὑποπτευθῇ τὸν ἐπαπειλοῦντα αὐτὴν κίνδυνον.

Ἐκάθηντο λοιπὸν περὶ τὴν τράπεζαν καὶ συνωμίλουν ὅταν αἴφνης ἡ Ἑλένη ἐφώνησε μετ’ ἐκπλήξεως:

— Ἔ! ἔ! ἰδέτε, ἰδέτε τὴν περιστεράν μου.

Πραγματικῶς ἡ περιστερὰ ἦτο ἔξω τοῦ παραθύρου μὲ τὰς πτέρυγας ἀνοικτὰς καὶ ἐτζύμπα τὰς ὑέλους ὡς νὰ ἐζήτει νὰ τῆς ἀνοίξωσι.

Ἡ Ἑλένη ἤνοιξεν ἀμέσως τὸ παράθυρον καὶ τὸ χαριέστατον πτηνὸν ἐπέταξεν εἰς τοὺς ὤμους της διὰ νὰ τὴν θωπεύσῃ.

— Κύτταξε τὸν ὡραῖον κόκκινον λαιμοδέτην, τὸν ὁποῖον ἔχει εἰς τὸν λαιμὸν, εἶπεν ἡ μήτηρ· παρατήρησε, ἔδεσαν ἕνα χαρτάκι τυλιγμένον, νομίζω, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ὅτι εἶναι γράμμα! Τί παραδόξους ἰδέας ἔχουν τὰ παιδία!

Ὁ ἄρχων ἐξήτασε τὸ χαρτίον μετὰ περισσοτέρας προσοχῆς καὶ εὗρε τὴν ἑξῆς ἐπιγραφήν: «Ἀνάγνωσον τάχιστα». Ἤνοιξεν αὐτὸ, τὸ παρετήρησε καλῶς καὶ ἤλλαξεν ἡ ὄψις του.

— Θεὲ, ἀνεφώνησε, τί σημαίνει τοῦτο.

— Τί τρέχει; ἠρώτησαν περίφοβοι ἡ σύζυγος καὶ ἡ θυγάτηρ του.

Ὁ ἄρχων ἀνέγνωσε τὴν ἐπιστολὴν μεγαλοφώνως·


Γενναιότατε Κύριε.

Οἱ δύο προσκυνηταὶ, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔλθουν ἀπόψε τὸ ἑσπέρας εἰς τὸν πύργον σου, εἶναι λῃσταὶ ἐκ τῆς συμμορίας τὴν ὁποίαν διεσκόρπισες. Ὁ πρεσβύτερος ὀνομάζεται Λυκογιάννης καὶ ὁ νεώτερος Ἀρκουδομανόλης. Εἶναι ὡπλισμένοι καὶ ἔρχονται μὲ τὸν σκοπὸν νὰ φονεύσουν σὲ, τὴν σύζυγόν σου, τὴν θυγατέρα σου καὶ τοὺς ἀνθρώπους σου τὴν νύκτα ταύτην, ἔπειτα νὰ λεηλατήσουν τὸν πύργον σου καὶ νὰ τὸν καύσουν. Ἄλλοι ἑπτὰ κακοῦργοι, εὑρισκόμενοι πλησίον τοῦ πύργου προσμένουσι τὸ συμφωνημένον σημεῖον.

Τρία κηρία ἀναμμένα εἰς τὸ παράθυρον τοῦ κοιτῶνος τῶν ξένων θὰ εἰδοποιήσωσιν αὐτοὺς ὅτι εἶναι καιρὸς νὰ εἰσέλθωσι κρυφίως εἰς τὸν πύργον διὰ νὰ δώσωσι χεῖρα βοηθείας· τὴν δὲ θύραν τοῦ πύργου θὰ ἀνοίξωσιν αὐτοὶ οἱ δύο κακοῦργοι. Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ νὰ φθάσῃ ἐγκαίρως ἡ περιστερὰ καὶ νὰ σωθῆτε ὅλοι. Μὴ σᾶς φανῆ παράδοξος ὁ τρόπος τῆς ἀποστολῆς τοῦ γράμματος· ἀλλὰ δὲν ἠδυνάμην ἄλλως πῶς νὰ σᾶς εἰδοποιήσω· μήνυσέ μου ἀμέσως διά τινος ἱππέως τὴν ἀπολύτρωσίν σας.

Ἡ εὐγνώμων ΚΛΕΟΝΙΚΗ.


—Θεέ! Θεέ! ὁποῖον θαῦμα, εἶπε τότε ἡ Μαρία συγκεκινημένη. Ἡ περιστερὰ εἶναι οὐράνιος ἄγγελος, καθὼς ἐκείνη ἡ ὁποία ἔφερεν ἄλλοτε εἰς τὸν Νῶε ἐν τῇ Κιβωτῷ τὸν κλάδον τῆς ἐλαίας. Εὐχαριστοῦμέν σοι, Θεέ μου, ὁ ὁποῖος μᾶς σώζεις!

Ὁ Χριστόδουλος οὐδὲ στιγμὴν ἀπώλεσεν, ἀλλὰ τὴν μὲν γυναῖκα καὶ τὴν θυγατέρα του εἰσήγαγεν εἰς τὸν πλησίον θάλαμον, αὐτὸς δὲ ὡπλίσθη καὶ ἀφοῦ ἐκάλεσέ τινας τῶν ἀνθρώπων του ἐμήνυσεν εἰς τοὺς δύο προσκυνητὰς νὰ ἔλθωσι πρὸς αὐτόν.

Εἰσῆλθον εἰς τὴν αἴθουσαν ταπεινοὶ καὶ συνεσταλμένοι πολλὰς ποιοῦντες ὑποκλίσεις, καὶ ὁ μὲν Λυκογιάννης, ὁ ὁποῖος ὡς πρεσβύτερος ἐλάμβανε τὸν λόγον, εἶπεν εἰς τὸν Χριστόδουλον μὲ προσποιητὴν εὐγένειαν, καὶ μειδιῶν μετὰ πολλῆς γλυκύτητος:

— Γενναιότατε, ἐρχόμεθα κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ Γύθειον καὶ ἔχομεν παραγγελίαν νὰ σᾶς προσφέρωμεν μυρίους φιλικοὺς χαιρετισμούς. Ἤμεθα εὐτυχεῖς διότι ἠδυνήθημεν νὰ γνωρίσωμεν καὶ προσωπικῶς τὸν ἔνδοξον ἄνδρα, τοῦ ὁποίου ὁ ἡρωϊσμὸς εἶναι γνωστὸς εἰς τὸν κόσμον ὅλον, τὸν ὁποῖον λατρεύουν οἱ δυναστευόμενοι, αἱ χῆραι καὶ τὰ ὀρφανὰ, τὸν καλὸν καὶ ἀγαθὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον δὲν δύναται νὰ ἐπαινέσῃ ἀρκούντως ἡ θεοσεβὴς Κλεονίκη. Πόσον εἶναι θεοσεβὴς ἡ εὐγενὴς αὐτὴ κυρία! Δὲν δύνασθε νὰ φαντασθῆτε πόσον μᾶς ἐπεριποιήθη· καὶ ἡ θυγάτηρ της Εὐφροσύνη, τί ἄγγελος! τί καλοκἄγαθον κοράσιον. Ὅταν τῆς διηγούμεθα τὴν ἀποδημίαν μας ἔκλαιεν ἀκαταπαύστως. Μᾶς παρήγγειλε νὰ σᾶς εἴπωμεν ὅτι ἡ περιστερὰ της εἶναι καλά.

Ὁ ἄρχων Χριστόδουλος, ὅσον ἤκουε τὰς κολακείας αὐτὰς, αἱ ὁποῖαι κατετάρασσον αὐτὸν τόσον ἠγανάκτει ἐνδομύχως, ἀλλ’ ἐκρατήθη ἀκόμη, καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τοὺς ἀθλίους αὐτούς.

— Ποῖοι εἶσθε; τοὺς ἠρώτησε μετ’ ἤθους αὐστηροῦ.

— Πτωχοὶ προσκυνηταὶ, ἀπεκρίθη ὁ Λυκογιάννης, ἐρχόμεθα ἀπὸ τὸν Ἅγιον Τάφον, καὶ ἐπιστρέφομεν εἰς τὸ Ταίναρον τὴν πατρίδα μας ὅπου ἐγεννήθημεν.

— Πῶς ὠνομάζεσθε; ἠρώτησε πάλιν ὁ ἄρχων.

— Ὀνομάζομαι Θεόδωρος, εἶπεν ὁ Λυκογιάννης, καὶ οὗτος ὁ νέος ἐξάδελφός μου, ὀνομάζεται Δημήτριος.

— Τί ζητεῖτε εἰς τὸν πύργον μου;

— Τίποτε ἄλλο παρὰ ὀλίγον τόπον διὰ νὰ διέλθωμεν τὴν νύκτα, εἶπον καὶ οἱ δύο ὑποκλινόμενοι· αὔριον εἰς τὴν φωνὴν τοῦ ἀλέκτορος θὰ ἀναχωρήσωμεν. Ὢ πόσην χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν θὰ αἰσθανθῶσιν οἱ γονεῖς μας ὅταν μᾶς ἐπανίδωσιν!

— Ψεύδεσθε, ἀνεφώνησεν μὲ φωνὴν βροντῶδη. Σὺ, γέρον κακοῦργε, ὀνομάζεσαι Λυκογιάννης, καὶ σὺ πανοῦργε νεανίσκε ὀνομάζεσαι Ἀρκουδομανόλης! Δὲν ἔρχεσθε ἀπὸ τὸν Ἅγιον Τάφον καὶ οὐδὲ προσκυνηταὶ εἶσθε, ἀλλὰ λῃσταὶ, φονεῖς καὶ πυρπολισταί. Τὸ Ταίναρον δὲν εἶναι πατρίς σας, Ἕλληνες δὲν εἶσθε σεῖς καὶ οὐδὲ ἤλθατε ἐδῶ διὰ νὰ διέλθετε τὴν νύκτα, ἀλλὰ διὰ νὰ μᾶς δολοφονήσητε, νὰ λεηλατήσητε καὶ νὰ καύσητε τὸν πύργον μου. Τώρα θὰ σᾶς δώσω τὴν ἀμοιβὴν τῶν κακουργημάτων σας. Φύλακες, προσέλθετε! ἐκδύσατε τοὺς λῃστὰς τούτους· ἀφαιρέσατε ἀπὸ αὐτοὺς τὸ μοναχικὸν αὐτῶν ἔνδυμα διὰ νὰ φανῶσι μὲ τὴν πραγματικὴν αὐτῶν στολήν! Ἀφοπλίσατέ τους καὶ ρίψατε αὐτοὺς εἰς τὸ δεσμωτήριον τοῦ πύργου.

Οἱ φύλακες τοὺς ἀπεγύμνωσαν καὶ οἱ λῃσταὶ ἐφάνησαν ὑπὸ τὰ λῃστρικὰ αὐτῶν ἐνδύματα. Τὰ ὅπλα των κατέπεσον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους καὶ οὐδὲ γρῦ ἐτόλμησαν νὰ εἴπωσιν.

Ἐν τῇ ἀγανακτήσει του ὁ Χριστόδουλος ἐμέμφθη τὴν βδελυρὰν αὐτῶν ὑποκρισίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἤρχοντο ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς θεοσεβείας νὰ ἀπατήσωσιν ἀνθρώπους εὐλαβεῖς· ἔπειτα διέταξε νὰ τοὺς ρίψωσιν εἰς τὸ ὑπόγειον τοῦ πύργου.

Ὅταν εὑρέθησαν μόνοι, εἶπεν ὁ νεώτερος εἰς τὸν Λυκογιάννην.

— Πῶς ἆρα γε ἠδυνήθη ὁ ἄρχων νὰ μάθῃ τόσον λεπτομερῶς τὰ σχέδιά μας· καὶ ὅ,τι ἐλέγομεν καθ’ ὁδὸν καὶ τοῦτο ἀκόμη γνωρίζει. Μήπως ὁ ὁδηγός μας ἐνόει τὴν γλῶσσάν μας καὶ μᾶς ἐπρόδωκε;

— Εἶναι ἀδύνατον, ἀπεκρίθη ὁ Λυκογιάννης· ἐκτὸς ἐὰν εἰσῆλθεν ἀπὸ τὸ παράθυρον, διότι κανεὶς ἀφότου ἤλθομεν, κανεὶς δὲν ἐπέρασε τὴν γέφυραν τοῦ πύργου, καὶ εἶμαι βεβαιώτατος περὶ τούτου, διότι καθ’ ὅλον τοῦτο τὸ διάστημα παρετήρουν πάντοτε τὴν πύλην τοῦ πύργου· ἀναμφιβόλως μυστήριον κρύπτεται εἰς ὅλα ταῦτα καὶ ἀπίθανον δὲν εἶναι νὰ ἔχῃ συμμαχίαν μὲ τὸν διάβολον ὁ ἄρχων.

Τότε ὁ γέρων κακοῦργος ἔγεινεν ἄλλος ἐξ ἄλλου, μανία φρικώδης κατέλαβεν αὐτὸν καὶ κατηρᾶτο ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ του τὸν ἄρχοντα Χριστόδουλον.

— Ὁ ἀπάνθρωπος! ἀνεφώνει ἔξω φρενῶν, αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος αἴτιος τῆς δυστυχίας μας!

Ὁ ἀνόσιος Λυκογιάννης, ἐξαχρειωμένος καὶ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ ἔγκλημα, δὲν ἐνόει ὅτι αὐτὸς ἀφ’ ἑαυτοῦ διὰ τῶν κακουργημάτων του εἶχε γίνει δυστυχής.

Τοὐναντίον ὁ σύντροφός του Ἀρκουδομανόλης ἤρχισε νὰ κλαίῃ, νὰ ὀδύρηται καὶ νὰ τὸν ἐλέγχῃ πικρῶς.

— Ἆ! ἔλεγε, τί ἤθελα νὰ πιστεύσω τοὺς ἀπατηλούς σου λόγους. Μοῦ ὑπέσχεσο εὐφρόσυνον ζωὴν μὲ πλοῦτον καὶ τιμὰς, καὶ τίποτε ἄλλο δὲν βλέπω ἢ τὸν θάνατον, ὁ ὁποῖος μὲ ἀναμένει. Μοῦ ἔλεγες ὅτι δὲν κάμνομεν κακὴν πρᾶξιν καὶ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ τὸ ἔγκλημα οὐδὲ εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν οὐδὲ εἰς τὸν ἄλλον· ἀλλὰ φωνὴ ἐξερχομένη τῶν ἀδύτων τῆς καρδίας μου μὲ προειδοποίει πάντοτε καὶ μοῦ ἀνήγγελλε τὴν ταχείαν τιμωρίαν τῶν ἐγκλημάτων μου. Διατί νὰ μὴν ἀκούσω τὴν φωνὴν αὐτήν! Ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τοὺς ὁποίους ἐσύναξα διὰ τοῦ φόνου καὶ τῆς ἁρπαγῆς τί μοῦ μένει σήμερον; τίποτε. Πόσον εὐτυχέστερος θὰ ἤμην ἂν ἔζων τιμίως, ἐργαζόμενος μετὰ κόπου μὲν, ἀλλὰ μὲ συνείδησιν καθαράν! Τώρα ὁ δάκτυλος τοῦ Ὑψίστου ἔθηκε στίγμα ἀνεξάλειπτον ἐπὶ τοῦ μετώπου μου. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος εἶναι πανταχοῦ παρὼν ἀνακαλύπτει καὶ τιμωρεῖ τοὺς ἐνόχους καὶ ὅταν ἀκόμη κρύπτωνται· αὐτὸς μᾶς ἔρριψεν εἰς τὸ βάθος τοῦ δεσμωτηρίου τούτου! Τί νὰ ἐλπίσω πλέον εἰς τὸν κόσμον αὐτόν; ἆρα γε θὰ μὲ συγχωρήσῃ ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἄλλον; εἴθε νὰ χρησιμεύσω ὡς παράδειγμα εἰς τοὺς νέους οἱ ὁποῖοι δύνανται νὰ ἀποπλανηθῶσι τῆς εὐθείας ὁδοῦ, εἴθε νὰ μὴ κρημνισθῶσιν, ὡς ἐγὼ, εἰς τὴν ἄβυσον ταύτην τῆς ἀθλιότητος!

Ἐνῷ οἱ λῃσταὶ ἔκλαιον τὴν τύχην των ὁ Χριστόδουλος παρεσκευάζετο διὰ νὰ συλλάβῃ τοὺς συνενόχους αὐτῶν. Κατὰ τὴν συμφωνημένην ὥραν διέταξε νὰ θέσωσι τρία κηρία εἰς τὸ παράθυρον τοῦ κοιτώνος, ὁ ὁποῖος ἦτο προωρισμένος πάντοτε διὰ τοὺς ξένους καὶ τοὺς προσκυνητὰς, τὸν δὲ θυρωρὸν νὰ λάβῃ μεθ’ ἑαυτοῦ ἑπτὰ φύλακας καὶ νὰ παραφυλάξῃ εἰς τὴν μικρὰν θυρίδα τῆς αὐλῆς τοῦ πύργου τοὺς ἄλλους λῃστάς.

Τοποθετηθέντες οἱ φύλακες ὄπισθεν τῆς θυρίδος ἐπρόσμειναν μέχρι τοῦ μεσονυκτίου, ὅτε ἀνέτειλεν ἡ σελήνη, ἡ ὁποία πρῶτον ἐφώτισε τὰς ἐπάλξεις τοῦ πύργου καὶ ἔπειτα ἐξήπλωσε τὸ φῶς της εἰς τὴν πεδιάδα, ἡ ὁποία ἐξετείνετο πρὸ αὐτοῦ. Ἀλλὰ ἤρχιζον καὶ νὰ βαρύνωνται διότι δὲν ἔβλεπον νὰ ἔρχωνται οἱ λῃσταί.

— Ἂν μᾶς ἐννοήσωσιν, εἶπεν εἷς τῶν φυλάκων, τί θὰ κάμωμεν;

— Ἀληθῶς, ἀπεκρίθη ἄλλος φύλαξ, ἠμποροῦν καὶ νὰ μᾶς φονεύσουν.

Τότε ὁ θυρωρὸς, γνωστὸς διὰ τὴν φρόνησίν του, εἶπε:

— Ἔχετε δίκαιον, ἐγὼ εἶμαι τῆς ἰδέας νὰ ἐνδυθῶ τὰ μοναχικὰ ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα ἔφερον οἱ κακοῦργοι λῃσταί.

— Εὖγε! εὖγε! ἀπεκρίθησαν ὁμοφῶνως οἱ φύλακες, ἡ ἰδέα σου εἶναι ἀρίστη.

Εἰσῆλθεν ἀμέσως εἰς τὸν πύργον καὶ μετά τινας στιγμὰς ἐπέστρεψε φέρων τὸ μοναχικὸν ἔνδυμα τοῦ κακούργου Λυκογιάννη καὶ εἰς τὴν μέσην τὸ κομβολόγιον τὸ ὁποῖον ἔφερεν αὐτός.

— Τοιουτοτρόπως, εἶπε, θὰ νομίσωσιν ὅτι εἶμαι εἷς ἐξ αὐτῶν. Ἔλθετε ὅλοι ἐδῶ ὄπισθεν τοῦ στύλου τούτου καὶ περιμένωμεν!

Ὀλίγον μετὰ ταῦτα ἠκούσθη ἐλαφρὸς κτύπος εἰς τὴν μικρὰν θυρίδα· ὁ θυρωρὸς ἤνοιξε μετὰ προσοχῆς. Τότε εἷς τῶν λῃστῶν ἐπροχώρησε καὶ τοῦ εἶπε σιγὰ, σιγά:

— Ἤλθαμεν ἐγκαίρως;

— Βεβαίως, ἀπεκρίθη χαμηλῇ τῇ φωνῇ ὁ θυρωρὸς, μὴ ἀνησυχῆτε· εἰσέλθετε.

Εἰσῆλθον καὶ οἱ ἑπτὰ, ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου εἰς τὴν αὐλὴν κάθοπλοι, ἐφωδιασμένοι μὲ θεῖον καὶ δᾴδας διὰ νὰ κατακαύσωσι τὸν πύργον.

Ἀφοῦ εἰσῆλθε καὶ ὁ τελευταῖος, ἔκλεισεν ὁ θυρωρὸς τὴν θυρίδα καὶ ἔδωκε τὸ σημεῖον τῆς ἐφόδου εἰς τοὺς κεκρυμμένους ὄπισθεν τοῦ στύλου ἀνθρώπους. Ὥρμησαν λοιπὸν κατὰ τῶν ἐκπεπληγμένων λῃστῶν κατὰ τὴν στιγμὴν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔφθανε καὶ ὁ ἄρχων συνωδευόμενος ὑπὸ τῶν ὁπλοφόρων του, φερόντων δᾴδας ἀνημμένας. Οἱ λῃσταὶ ἀπέμειναν ἡμιθανεῖς ἐκ τοῦ φόβου καὶ οὐδὲ τὰ ξίφη των ἐπρόφθασαν νὰ σύρωσι.

Τοὺς ἔδεσαν λοιπὸν καὶ τοὺς ἔρριψαν εἰς τὸ ὑπόγειον· ἔπειτα ὁ ἄρχων ἔτρεξε νὰ ἐνταμώσῃ τὴν γυναῖκα καὶ τὴν θυγατέρα του, αἱ ὁποῖαι τὸν ἐπρόσμεναν ἀνυπομόνως.

Ἐξ ἄλλου μέρους πάλιν ἡ Κλεονίκη καὶ ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἐπρόσμενον ἀνυπομόνως εἰδήσεις ἀπὸ τὸ Οἴτυλον. Δεκάκις σχεδὸν ἀνῆλθεν ἡ Εὐφροσύνη τὴν κλίμακα τοῦ πύργου διὰ νὰ ἴδῃ ἰδίοις ὄμμασιν ἂν ἔρχεται ὁ ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος ἀπεσταλμένος· ἀλλ’ οὐδὲν ἔβλεπεν.

Παρῆλθε καὶ ἡ μεσημβρία καὶ ὅμως ἐξηκολούθουν νὰ ἔχουν ἀνησυχίας, διότι οὐδεμίαν ἐλάμβανον εἴδησιν. Πᾶσα ὥρα ἐφαίνετο εἰς αὐτὰς τόσον μεγάλη ὥστε ἐνόμιζον ὅτι ἦτο ἀτελεύτητος.

Πρὸς τὸ ἑσπέρας, παρατηροῦσα πάλιν ἀπὸ τὸν ἐξώστην τοῦ πύργου εἶδεν ἡ Εὐφροσύνη πολὺ μακρὰν ἐπὶ τοῦ δρόμου ἅμαξαν συνοδευομένην ἀπὸ πολλοὺς ἱππεῖς.

Κατεχομένη ἀπὸ χαρὰν κατέβη ταχέως πρὸς τὴν μητέρα της φωνοῦσα:

— Μῆτερ! μῆτερ! ἰδοὺ ἔρχονται ! Εἶμαι βεβαία ὅτι εἶναι αὐτοί! Ἔλα νὰ ὑπάγωμεν εἰς προϋπάντησίν των.

Τῷ ὄντι ὁ Χριστόδουλος ἀνεχώρησεν εὐθὺς τὴν πρωΐαν μετὰ τῆς οἰκογενείας του διὰ νὰ φέρῃ ὁ ἴδιος εἰς τὸ Γύθειον τὴν εἴδησιν τῆς σωτηρίας των. Ὡς δὲ εἶδε τὴν Κλεονίκην καὶ τὴν Εὐφροσύνην ἀφίππευσε, ἐνῷ ἡ Μαρία μετὰ τῆς Ἑλένης κατήρχοντο τοῦ ὀχήματος διὰ νὰ χαιρετίσωσι τὰς εὐεργέτιδάς των καὶ νὰ εὐχαριστήσωσιν αὐτὰς μετὰ συγκινήσεως καὶ ἐγκαρδίου ἀγάπης, τῶν ὁποίων εἶναι δύσκολος ἡ περιγραφή.

Ἡ χαρὰ ἦτο ἐζωγραφισμένη ἐπὶ τῶν προσώπων αὐτῶν καὶ ἀναβαίνοντες πεζῇ τὸν ἀνήφορον, ὁ ὁποῖος ἔφερεν εἰς τὸν Πύργον ὡμίλουν περὶ μυρίων ἀντικειμένων καὶ διηγοῦντο πάμπολλα πράγματα.

Τὸ ἑσπέρας παρετάθη δεῖπνος εἰς τοὺς φιλοξενουμένους, ὅπου ὑπηρέτει καὶ ὁ Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος διετάχθη νὰ ἐπαναλάβῃ ὅσα ἔλεγον οἱ λῃσταί.

Εἶπε λοιπὸν ὅσα ἤκουσε καὶ διηγήθη μετὰ περισσοτέρας λεπτομερείας ὅσα συνέβησαν πλησίον τοῦ ἀποκρήμνου βράχου· πῶς ὁ νεώτερος εἶχε μεσολαβήσει ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ ἐμπόδισε τὸν σύντροφόν του ἀπὸ τοῦ νὰ τὸν κρημνίσῃ εἰς τὸν χείμαρρον.

— Εὐχαρίστως μεσιτεύω ὑπὲρ τοῦ δυστυχοῦς αὐτοῦ, προσέθηκεν ὁ ἀγαθὸς Ἀνδρέας· ἐπειδὴ ἐφάνη ὅτι ἔχει ἀνθρωπινώτερα αἰσθήματα δίκαιον εἶναι νὰ μὴ τιμωρηθῇ μὲ τὴν αὐτὴν αὐστηρότητα μὲ τὴν ὁποίαν θὰ τιμωρηθῇ καὶ ὁ σύντροφός του.

Περὶ τὰ τέλη τοῦ δείπνου ὕψωσε τὸ ποτήριόν του ὁ Χριστόδουλος καὶ προέπιεν εἰς ὑγείαν τῆς Εὐφροσύνης.

— Εἰς τὴν εὐφυεστάτην ἰδέαν της ὀφείλομεν τὴν ζωήν μας, εἶπε μετ’ εὐγνωμοσύνης.

—Ὄχι, ὄχι, ἀπεκρίθη ἐρυθριῶσα ἡ μετριόφρων Εὐφροσύνη, ἀλλ’ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν τῆς Ἑλένης, εἰς τὴν καλὴν αὐτὴν περιστερὰν καὶ εἰς τὴν ἀγαθότητά της διότι μοῦ τὴν ἐχάρισεν.

— Ἂς δοξάσωμεν τὸν Θεὸν, εἶπεν ἡ Κλεονίκη, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδωκε τοιαῦτα τέκνα. Ἀλλὰ, προσέθηκε, προσέξατε φίλτατά μου, προσέξατε νὰ μὴν ὑπερηφανευθῆτε διὰ τὸ ἐνεργὸν μέρος τὸ ὁποῖον ἐλάβατε εἰς τὰ γενόμενα. Ὁ καϋμένος ὁ Ἀνδρέας εὐγνώμων πρὸς τοὺς εὐεργέτας του, παραβαλλόμενος πρὸς σᾶς ἔκαμε πολὺ περισσότερον.

— Ἀληθῶς, εἶπεν ὁ Χριστόδουλος, δίδων τὸ ποτῆρι του γεμᾶτο ἀπὸ κρασὶ πρὸς τὸν νεανίσκον. Νὰ, καλό μου παιδὶ, πίε εἰς ὑγείαν μας!

— Καὶ εἰς τὸν καλὸν ἄρχοντα Γρηγόριον, εἶπεν ἡ Μαρία, καὶ εἰς αὐτὸν ὀφείλομεν ὡσαύτως δάκρυ εὐγνωμοσύνης· ἂν δὲν εὐσπλαγχνίζετο τὸν πτωχὸν Ἀνδρέαν τί θὰ ἤμεθα τώρα;

— Ἀλλὰ λησμονεῖτε τὸν ἄρχοντα Χριστόδουλον, ὑπέλαβεν ἡ Κλεονίκη, τὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ὑπερασπίζεται τόσον γενναίως δυστυχῆ χήραν καὶ ταλαίπωρον ὀρφανόν. Ἡ ἀγαθὴ αὕτη πρᾶξίς του δὲν ἠδύνατο νὰ μὴ ἀνταμειφθῇ. Ὡσαύτως λησμονεῖτε τὴν Μαρίαν καὶ τὴν Ἑλένην, αἱ ὁποῖαι ἔδειξαν πόσον μᾶς ἀγαποῦν. Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς, ὁ ὁποῖος ᾠκονόμησε πάντα τόσον καλῶς.

Μετ’ ὀλίγον ἐξῆλθεν ἡ Ἑλένη καὶ ἐπέστρεψεν ἀμέσως φέρουσα τὴν περιστερὰν, τὴν ὁποίαν εἶχε κομίσει ἀπὸ τὸ Οἴτυλον χωρὶς νὰ εἴπῃ τίποτε εἰς τὴν φίλην της.

Ἔφερε πρὸς αὐτὴν τὸ χαριέστατον πτηνὸν, κρατοῦν εἰς τὸ ράμφος αὐτοῦ κλάδον ἐλαίας χρυσοῦν καὶ τὸ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτῆς.

— Ἀγαπητή μου κόρη, εἶπεν ἡ Μαρία, δέξου τὸν κλάδον τοῦτον τῆς ἐλαίας ὡς τεκμήριον τῆς εὐγνωμοσύνης μας καὶ ἐνθύμημα τῆς εὐτυχοῦς ἀπολυτρώσεώς μας. Μοὶ τὸ ἐδώρησεν ἡ ἀγαθή μου μήτηρ, ἡ εὐσεβεστάτη ἐκείνη γυνὴ, ἐπειδὴ δὲ καὶ σὺ εἶσαι ἀγαθὴ καὶ θεοσεβὴς σοῦ τὸ χαρίζω μὲ μεγάλην μου εὐχαρίστησιν.

Τὴν ἐπαύριον ὁ Χριστόδουλος μετὰ τῆς οἰκογενείας του ἀνεχῶρησαν εἰς τὸ Οἴτυλον, μὲ σκοπὸν νὰ ἐπανέλθῃ καὶ πάλιν εἰς τὸν πύργον τοῦ Γυθείου διότι ἔκτοτε στενοτάτη φιλία συνέδεσε τὰς δύο αὐτὰς οἰκογενείας.