Ὅταν βαρεθῇ ἡ νεφέλη
καὶ στεριά κι᾿ ὠκεανό,
νὰ μισέψῃ τότε θέλει
ν᾿ ἀναβῇ στὸν οὐρανό.
Ἀπ᾿ τῆς γῆς λοιπόν τὴν σφαῖρα
λίγο λίγο ξεκολλᾷ
καὶ τραβᾷ μὲ τὸν ἀγιέρα
κι᾿ ἀναβαίνει στ᾿ ἁψηλά.
Μὰ ἐκεῖ ᾿ψηλὰ θυμᾶται
μ᾿ εὐσπλαχνία καὶ στοργὴ
ὅλ᾿ αὐτά, ποῦ δὲν λυπᾶται
ὅταν φεύγ᾿ ἀπὸ τὴν γῆ.
Βλέπει τὰ φυτὰ πῶς κλίνουν
τὸ κεφάλι θλιβερό,
καὶ δὲν ξεύρουν τὶ νὰ γείνουν
τὰ φτωχὰ χωρὶς νερό.
Βλέπει τ᾿ ἄνθη ποῦ χλωμιάζουν,
ποῦ, χωρὶς καλὴ δροσιά,
τὰ μικρὰ παιδάκια μοιάζουν,
ποῦ τὰ πιαν᾿ ἡ θερμασιά.
Βρύσαις βλέπει, ῥυάκια τόσα,
π᾿ ἀπ᾿ τῆς δίψας τὸν καϋμό,
τοὺς ἐκόλλησεν ἡ γλῶσσα
στὸν ξερό τους τὸν λαιμό.
Καὶ τὴν παίρνει μία θλίψη,
ἕνας πόνος στὴν καρδιά:
πῶς νὰ πῇ νὰ ᾿γκαταλείψῃ
καὶ τὰ ἴδια της παιδιὰ!
Λίγο λίγο μετανοιόνει,
νὰ βαστάξῃ δὲν ᾿μπορεῖ
ἀπ᾿ τὴν λύπη της φουσκόνει
κ᾿ εἴν᾿ τὸ στῆθός της βαρύ.
Καὶ τὰ δάκρυα, που χύνει
ἠ θλιμμένη της ψυχή
περισσεύουν, ὡς νὰ γείνῃ
μιὰ καλὴ καλὴ βροχὴ.
Καὶ με ᾿κείνην καταβαίνει
κ᾿ ἡ νεφέλη στὰ βουνά,
καὶ μὲ τὰ παιδιά της μένει,
ὠς νὰ βαρεθῇ ξανά.
|