Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΒΡΟΧΗ.


Τοῦ Ὠκεανοῦ κοπέλαις
μὲ γεμάτα τὰ σταμνιὰ
ἀναβαίνουν ᾑ νεφέλαις
στ᾿ οὐρανοῦ τὴν ἐρημιά.

Ναὕρουν ἄνθη νὰ ποτίσουν,
ἤ καμμιὰ τρανταφυλλιά,
ῥόδα, λούλουδα ν ἀνθήσουν,
νὰ τὰ βάλουν στὰ μαλιά.

᾿Δὼ κ ἐκεί ἐνῷ ᾿ξετάζουν
μὲ δειλὴ δειλὴ καρδιά,
οἱ Ἀνέμοι ταὶς κυττάζουν,
τῶν ὀρέων τὰ παιδιά.

Καὶ καθὼς τὰ παλληκάρια
διοῦν κοπέλαις μὲ σταμνιά,
κυνηγοῦν σὰν τὰ ζαγάρια,
γιὰ νὰ πιάσουνε καμμιά.

Μιά, ποῦν᾿ εὐμορφιαὶς γεμάτη
κ᾿ ἔχει τὰ μαλιὰ χυτά,
γιὰ νὰ παίξουνε κομμάτι,
γιὰ νὰ κάμουν χορατά.

᾿Δώ κ᾿ ἐκεῖ τὰ κυνηγοῦνε
τὰ κοράσια τὰ δειλά,
κι᾿ ἀπ᾿ τὰ ῥοῦχά τους τ᾿ ἁρποῦνε
καὶ τὰ σκιοῦν καμμιὰ βολά.

᾿Δώ τὰ πᾶνε, ᾿κεῖ τὰ πᾶνε,
μ᾿ ἕνα κρότο φοβερὸ
τὰ τρανὰ σταμνιὰ τους σπᾶνε,
καὶ τοὺς χύνουν τὸ νερό.

Κάτ᾿ αὐτὸ στοὺς κάμπους τρέχει,
στοὺς ἀγροὺς μὲ ταραχή.
Κ᾿ ἔιν᾿ αὐτὸ ποῦ, δός του, βρέχει,
κ᾿ ἔιν᾿ αὐτὸ ποῦ λὲν βροχή.