Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΕΣΠΕΡΑ.


Κλίν’ ὁ Ἥλιος λαμπρὸς
κι’ ἀνυπόμονος στὴν δύση
κ’ ἔνα νέφος στήν’ ἐμπρὸς
νὰ τὸν κρύψ’ ἀπὸ τὴν κτίση.

Ἐπειδὴ χρυσονδυμένη
κι’ ὁλονὲν ὡραιοτέρα,
μ’ ἀνοικτὰς τὸν περιμένει
τὰς ἀγκάλας ἡ Ἑσπέρα.

Εἰς τ’ ἀθάνατα νερὰ
τόνε λούει πρῶτα πρῶτα
καὶ τοῦ παίρνει δροσερὰ
τοῦ προσώπου τὸν ἱδρῶτα.

Καὶ κατόπι τὸν καθίζει,
νηστικὸ καὶ κουρασμένο,
στὸ τραπέζι ποῦ ἀχνίζει,
ποῦ τοῦ ἔχ’ ἑτοιμασμένο.

Μόλις πάρῃ καὶ γευθῇ,
γέρν’ ἐκεῖνος τὸ κεφάλι,
γιὰ νὰ γλυκαναπαυθῇ
στὴς καλῆς του τὴν ἀγκάλη.

Καὶ αὐτή, ποῦ τόσην ὥρα
τὸν ’καρτέρα νὰ καταίβῃ,
τὰ χρυσὰ μαλιά του τώρα
μὲ τὸ χέρι της χαϊδεύει.

Τότε βγαίνουν στ’ ἁψηλὰ
μὲ τοὺς λύχνους εἰς τὰ χέρια,
καὶ προβαίνουνε δειλὰ
πρὸς τήν δύση καὶ τ’ ἀστέρια.

Καὶ καθένα τους κυττάζει
νὰ ἰδῇ πίσ’ ἀπ’ τὰ ὄρη,
πῶς δηλοῖ καὶ πῶς ἐκφράζει
τὴν ἀγάπη της ἡ κόρη.