Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΜΑΓΙΣΣΑ.


ΤΗι ΜΟΥΣΟΤΡΑΦΕΙ ΚΥΡΙΑι Α. Μ. ΚΟΡΙΑΛΕΝΙΟΥ.

(Προς ἀνάμνησιν καὶ κατὰ τὸν ἦχον τῆς “Βαρκαρόλας”.)

’Ψηλὰ βουνὰ καὶ θάλασσαις
διαβάτης ταξιδεύει—
Ποῦ ’πάγει; Τί γυρεύει;
—Ὠϊμένανε, ὠϊμένανε!
Ἐχάθ’ ἡ ἀδερφούλα του,
τὴν ἔκλεψαν οἱ μάγοι,
γιὰ νὰ τὴν εὕρῃ ’πάγει—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!

Μικρὸ παιδὶ ’ξεκίνησε,
τὸν ’γέρασαν οἱ δρόμοι,
δὲν τὴν εὑρῆκ’ ἀκόμη—
Ὠϊμένανε, ὠϊμένανε!
Ταὶς χώραις ὅλαις ’γύρισε,
στῆς γῆς τὴν ἄκρη φθάνει,
ἐκεῖ τὸν δρόμο χάνει—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!

Ἐκεῖ τραγούδημ’ ἄκουσε,
πουλὶ σὰν νὰ τὸ στέλλῃ,
σὰν νὰ τὸ λὲν ἀγγέλοι—
Ὠϊμένανε, ὠϊμένανε!
Πρὶν ἢ τὸ νοιώσ’ ἑλκύσθηκε,
πρὶν τὸ σκεφθῇ ’παγαίνει,
’σ’ ἕνα παλάτι ’μβαίνει—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!

“Ἐμὲ μ’ ἐκάμαν μάγισσα.
Τί θὲς ἐσύ, διαβάτη,
στ’ ὡραῖό μου παλάτι;”
“Ὠϊμένανε, ὠϊμένανε!
Κυρά, τὸν δρόμο μ’ ἔχασα,
κ’ ἐμβῆκα, τὸ ξενάκι,
ν’ ἀναπαυθῶ ’λιγάκι—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!”

Τὰ ’μάτια της χαρούμενα
ἀστράψαν σὰν ἀστέρια,
κ’ ἐπρόβαλε τὰ χέρια—
Ὠϊμένανε, ὠϊμένανε!
Ἐλύγισε τὸ σῶμά της
καὶ ’πέσαν τὰ ξανθά της,
τὰ μακρυὰ μαλιά της—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!

Κι’ ἀρχίνησε στὴν χάρπα της
νὰ ψάλλῃ καὶ νὰ κρούῃ.
Ὁ νιὸς ποῦ τὴν ἀκούει—
Ὠϊμένανε, ὠϊμένανε!
Σὰν οὐρανὸ τὸ πνεῦμά του,
σὰν γῆ τὴν σάρκα νοιώθη,
’ως ποῦ ἐμαρμαρώθη—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!

Ἡ ψάλτρα ἡ μαργιόλισσα,
στὴν πλάτη του θαρριέται,
λυγᾷ κι’ ἀφοκρυέται—
“Ὠϊμένανε, ὠϊμένανε!
Ἀπ’ ἔξω κρύος, μάρμαρο.
Στὸ μάρμαρο ’πὸ κάτου
ζεστὴ βαρᾷ ἡ καρδιά του—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!

“Πολλοὺς διαβάτας ’πλάνεψα
κ’ ἐπῆρα στὴν σκλαβιά μου
μὲ τὸ τραγούδημά μου—
Ὠϊμένανε ὠϊμένανε!
Αὐτὸν δὲν τὸν ἐπρόσμενα
στὴν ἄκρη ’δῶ τοῦ κόσμου:
Αὐτὸς εἶν’ ἀδερφός μου—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!”