Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΤΕΧΝΗ ΜΟΥ.


(Ἀφιερωτικὸν τοῦ εν σελ. 53 ποιήματος ὁ Γαλαξίας.)

ΤΩι ΕΞΟΧΩΤΑΤΩι ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗι ΕΝ ΛΟΝΔΙΝΩι

ΚΥΡΙΩι Π. ΒΡΑΪΛΑι ΑΡΜΕΝΗι.

Ῥαφτάκι μ’ ἤθελ’ ἄλλοτες ἡ Τύχη—
Γιατί νὰ ’ντροπιασθῶ καὶ νὰ τ’ ἀρνοῦμαι;
’Λησμόνησα τὰ ράμματα, τὴν πήχη,
μὰ τὴν ἰδέα τῆς τέχνης τὴν ’θυμοῦμαι.

Τὴν ὥρα, ποῦ τῆς νύχτας ἡ αὗρα φέρει
τὴν πρώτη δρόσο στ’ ἄνθη καὶ τὰ κρίνα,
ἐγὼ ’ξυπνῶ καὶ κάθομαι νυχτέρι,
σκυμμένος ’μπρὸς ’σὲ θεϊκὴν ἀκτῖνα.

Μέσ’ στὴν σιγή, ποῦ γύρω βασιλεύει,
μόνο τὰ ὄνειρ’ ἀγρυπνοῦν τοῦ κόσμου—
Ποιά εἶν’ αὐτὴ ἡ ὡραία, ποῦ με γνεύει
μὲ μιὰ ’ματιά, ποῦ ’μοιάζει τῆς μητρός μου;

Μὲ τὴν στολὴ τὴν ἐθνικὴ ’νδυμένη,
μὲ τὴν ἁγνὴ κι’ ἀρχοντική της χάρη,
βασίλισσά ’ναι, λέγεις, ’ξακουσμένη,
Ἁγία σ’ ἐκκλησιᾶς προσκυνητάρι.

“Θεὸς μαζί σ’. Ἀρχόντισσα! Λυπήσου
ἕν’ ἄγνωστο κι’ ἀνήξερο τεχνίτη!

Δὲν εἶμ’ ἐγὼ ἄξιος γιὰ δουλειὰ ’δική σου,
ἄξιος νὰ μ’ ἔρθῃς στὸ φτωχό μου ’σπίτι!”

Μὰ ’Kείνη, μὲ χαμόγελο μὲ βλέπει,
καὶ λέγει μὲ στοργὴ καὶ καλοσύνη.
“Ἔχω δουλειά, πολλὴ δουλειά. Καὶ πρέπει,
ἀφοῦ ὄχι ἀπ’ ἄλλον, ἀπὸ σὲ νὰ γείνῃ.

”Τ’ αὐτί σου κλάμματα, φωναὶς δὲν νοιώθει;—
Εἶναι παιδάκι’ ἀπ’ τὰ δικά μου στήθη:
Αἰσθήματα, καὶ ὄνειρα, καὶ πόθοι,
κ’ εἰκόναις, καὶ παράδοσαις, καὶ μῦθοι.

”Ὁ ἥλιος τρώγει τ’ ἀνθηρό τους σῶμα,
κ’ ἡ παγωνιὰ τὰ μέλη τους πληγόνει.
Ἂν μείνουν ἄνδυτα, σὰν εἶν’ ἀκόμα,
θὰ τ’ ἀφανίσουν τὰ ὀρφανά μ’ οἱ χρόνοι!

”Καὶ θὰ τολμήσῃ τῶν ἐχθρῶν μ’ ἡ σπείρα
νὰ μὲ ’νειδίσῃ, τέκνο μου, μιὰ ’μέρα,
νὰ ’πῇ πῶς εἶμαι μιὰ μητέρα στεῖρα,
μιὰ ἀνάξια τῶν Ἀρχαίων θυγατέρα.”

Ἐμπρός της πέφτω πὰ στὰ γόνατά μου:
“Ἐσύ ’σαι, λέγω, ἡ ἅγια μου Πατρίδα!”
“Ναί, μ’ εἶπε. Κ’ εἶν’ αὐτὰ ’δικά μου.”
Καὶ λέγοντας, μ’ ἐσήκωσε καὶ εἶδα:

Ἕνας σωρὸς παιδάκια τὴν ’προφθάσαν,
ἀβράκωτ’, ἀξυπόλυτα, μὲ κάλλη
ποῦ μόλις πλέον φαίνονται. Σὰν νἆσαν
ξεθωριασμέν’ ἀπ’ ἀρρωστιὰ μεγάλη!

Γιὰ διές τα! Πῶς πηδοῦν καὶ σκαρβελόνουν,
ποιά πρῶτα στ’ ἀργαστῆρί μου νὰ ’μβοῦνε!
Ἐντρέπονται τὰ δύστυχα! Κρυόνουν!
Καὶ δίκῃο τους νὰ θέλουν νὰ ’νδυθοῦνε.

“Δὲν εἶν’ αὐτὸ δουλειά μου, τὸ γνωρίζω·
μὰ ὑπακούω, Πατρίδα μου, σ’ ἐσένα.
Ἴσως τελειώσ’ αὐτό, ποῦ ’γὼ ἀρχίζω,
ἄ:λλος κανεὶς καλλίτερ’ ἀπὸ ’μένα.”

Ἀπὸ τὴν ἄπειρ’ εὐμορφιά, ποῦ εἶδα
νἄχ’ ὁ Θεὸς μονάχα φορεσιά του,
δανείζομαι μιὰν ἀκρινὴ λωρίδα,
κατάλληλη νὰ φορεθῇ ’δὼ κάτου.

Καὶ κόφτω ἕνα ῥοῦχο στὸ καθένα,
μιὰ φορεσιὰ ποῦ πρέπει καὶ φαντάζει—
Kατὰ τὸ σχέδιο ποῦ μ’ ἀρέσ’ ἐμένα,
τὸ σχέδιο, ποῦ στὸ σῶμά τους ’ταιριάζει.

Ἀπαί, ’ξυπνῶ τῆς Τέχνης τὰ κοπέλια—
Kαὶ διὲς ἐσύ, ’σὲ μιὰ στιγμὴ τί θᾶμμα!

Μοῦ ῥάφτουν τὰ κομμάτια καὶ τὰ φέλια,
ποῦ οὔτε ῥαφὴ διακρίνεις, οὔτε ῥάμμα!

Καὶ μόλις τοὺς φορῶ τὰ ῥοῦχ’ ἀκόμη,
δείχνουν τὴν θεία αὐτὰ καταγωγή τους:
Τοὺς κάμνουν εὐγενέστερη τὴν γνώμη,
ὡραία τὴν χωριάτικη μορφή τους.

Καὶ παίρνουν ἀνθρωπιὰ τὰ σαμμιαμύθια·
καὶ γίνοντ’ ἀρεστὰ μέσα στὴν ψώρα.
Στὴν χώρα, ποῦ— ἂς ποῦμε τὴν ἀλήθεια—
τὰ ροῦχα κάμνουν τοὺς ἀνθρώπους τώρα.

Ἔτσι κι’ αὐτὸν τὸν “Γαλαξία”, Γέρο.
Παιδάκι τῆς Πατρίδας ξεχασμένο,
μοῦ τὤδωκες γυμνό, καὶ σοῦ τὸ φέρω
μὲ τὴν στολὴ ποῦ βλέπεις ἐνδυμένο.

Τοῦ ’πάγει; Δὲν τοῦ ’πάγει;— Ποιός ἠξέρει
καλλίτερ’ ἀπὸ σὲ ν’ ἀποφασίσῃ;
Ἐσύ ’σαι πρῶτος μάστορης, μὲ χέρι,
π’ ’ως κι’ ἄϋλας ἰδέαις ἔχ’ ἐνδύσει.

Σ’ ἀρέσκ’ ἐσέ; Κ’ ἐμὲ μ’ ἀρέσκ’ ἐξίσου.
Καὶ δὲν ῥωτῶ τῆς μάνας του τὴν γνώμη.
Κι’ ἂν θυμωθῇ – Ε, ben’! Ἂς πάρ’ ὀπίσου
τὴν πλερωμή, ποῦ μᾶς χρωστάει ἀκόμη!