Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Ο ΣΟΦΙΑΝΟΣ.


ΤΗι ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΤΑΤΗι ΜΗΤΡΙ, ΔΙΗΓΗΣΑΜΕΝΗι,

(Τὴν Ἑλληνικὴν ταύτην παράδοσιν.)

Ὡσὰν τὴν ἄπιστη γυναίκ’ ἄλλο κακὸ
δεν ἔγεινε στὴν γῆ στὴν οἰκουμένη!
Τὸν ἄνδρα της ἀφήνει, τὸ ἀφεντικό,
καὶ μὲ τὸν Λάμπο, εἶν’ ἐρωτεμμένη.
Καί, τὴν ἀλήθει’ ἂν θέλῃς, ἀπ’ ἀναποδιά!
Ἕν’ ἄλλο δοῦλο ἔχ’ ἀφέντη στὴν καρδιά,
μὰ εἶν’ αὐτὸς ἐντροπαλὸ κοπέλι.
Δὲν ’ξεύρει τὸ κακό, ἢ δὲν τὸ θέλει.

Τὰ χέρια τἄχει μόνο διὰ τὴν δουλειά·
τὸν νοῦ του μόνο δι’ αὐτὸ ποῦ πρέπει.
Τὸν στέλλουν κἄπου; Δὲν ἀργεῖ οὐδὲ σταλιά·
οὐδὲ δεξιὰ κι’ ἀριστερά του βλέπει.
Μονάχ’ ἂν τύχῃ νὰ περάσ’ ἀπὸ ναό,
τότ’ ἔχ’ ἀφέντη του, νομίζεις, τὸν Θεό.
Κ’ ἐμβαίνει μὲ χαρὰ καὶ προθυμία
γιὰ νὰ λειτουργηθῇ στὴν ἐκκλησία.

Αὐτὸ δὲν τ’ ἀποφαίνεται τ’ ἀφεντικοῦ.
Μ’ ἀγάπη τὸν τηρᾷ κ’ ἐμπιστοσύνη.
Ἡ προσευχὴ τ’ ἀνθρώπου τοῦ δουλευτικοῦ
τὴν δύναμ’, ὄχι ταὶς δουλειαὶς πληθύνει—
Ἔτσι τὸ στέλλει μιὰν ἡμέρα τὸ παιδὶ
ἀπὸ τ’ ἁρμάρι νὰ τοῦ φέρ’ ἕνα κλειδί.
Τί ’ξεύρ’ αὐτό, πῶς ἡ κυρά τ’ ἀκόμα
εἶναι μαζὶ μ’ ἕν’ ἄλλον εἰς τὸ στρῶμα;

Ἀνοίγει, παίρνει τὸ κλειδὶ σὰν ἀστραπή·
’βγαίνει καὶ κλεῖ, καὶ πᾷ χωρὶς φροντίδα.
Ἂν τὸ ῥωτήσῃ κι’ ὁ Θεός του θένα ’πῇ:
“Τίποτε ἄλλ’ ἀπ’ τὸ κλειδὶ δὲν εἶδα!”
Μ’ ἀπ’ τὸν θυμό, γιατί νὰ τὴν καταφρονῇ,
κι’ ἀπὸ τὸν φόβο, μὴν τοὺς εἶδε καὶ φανῇ,
σκάφτ’ ἡ σκληρή, λάκκο βαθύν ἀνοίγει,
νὰ πέσ’ αὐτός, κ’ ἐκείνη νὰ ξεφύγῃ.

“Ὡραῖο δοῦλο μ’ ἔχεις φέρ’ ἀληθινά!
(Λαλεῖ τ’ ἀνδρὸς μὲ ’μάτια δακρυσμένα.)
Ἂν μείν’ αὐτὸς στὸ ’σπίτι σου παντοτεινά,
δὲν θ’ ἀπομείνῃ πιὰ δουλειὰ γιὰ σένα.
Μὰ ’γώ, τὸ θέλεις δὲν τὸ θέλεις, ἐννοῶ
μὲ τὴν τιμή μου νὰ φανῶ ’μπρὸς στὸν Θεό.
Κι’ ἂν δὲν παστρέψῃς ἕνα δούλ’ αὐθάδη,
ἀπ’ τὸ κακό μου θένα ’μβῶ στὸν Ἅδη!”

Ἀφέντης μὲ τὸ πόδι του τὴν γῆ χτυπᾷ−
“Καλὰ τὸ ὑπωπτεύθηκ’ ἡ καρδιά μου!
Γιὰ σένα μόνον ἔχει ’μάτια χαρωπά,
μᾆναι δειλὸς ἢ δύστροπος ’μπροστά μου−
Ὁ Λάμπος! ’Τόλμησε καὶ σοὖπε κἄτι τί;
Ὁ Διάβολός του τοῦ τὸ ’σφύριξε στ’ αὐτί!
Στὰ σίδερα νὰ κρατηθῇ προστάζω!
Ταχιὰ κ’ ἐμπρός σου, σὰν σκυλί, τὸν σφάζω!”

Σὰν εἶδε πῶς τὸν φταίστην ἔχ’ ὑποπτευθῇ,
μιὰ μαχαιριὰ τῆς ἦλθε στὸ πλεμμόνι!
Καὶ τἄχασε! Καὶ δὲν ’μπορεῖ ν’ ἀποκριθῇ−
Μά, ἦταν βλέπεις μιὰ στιγμούλα μόνη!
Κατόπι ’πῆρε θάρρος· ’πῆρ’ ἀδιαντροπιά−
“Ὁ Λάμπος, καὶ ὁ Λάμπος κάθε ὥρα πιά!
(μὲ ὠργισμένην ὄψη τοῦ φωνάζει.)
Δὲν ’ξεύρ’ ὁ Χριστιανὸς τί σὲ πειράζει!

“Ἀλήθεια πῶς δὲν εἶν’ ἀπὸ τοὺς εὐγενεῖς,
κ’ ἔχει χονδρούς, ἀπελεκήτους τρόπους.
Μὰ ἔχ’ ὁ Λάμπος μιὰ καρδιά, ὡσὰν κανεὶς
ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀρχοντικοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ ἄλλος, σ’ εἶπα. Ὁ καλός σου Σοφιανός!
Σὰν τὸ βαθὺ ποτάμι τρέχει σιγανός·
κ’ εἶν’ ἀρετὴ ἀπ’ ἔξ’ ὅλως διόλου,
μὰ ἔχ’ ἐντός του μιὰ ψυχὴ Διαβόλου!”

“Αὐτός, γυναῖκα, εἶν’ ἀμούστακο παιδί!
Μωρό! Τὸ παραξήγησες, ὡς μοιάζει.”
“Μωρὸς μονάχα εἶν’ αὐτὸς ποῦ παραϊδῇ
τὰ στέφανά τ’ ὁ δοῦλος ν’ ἀτιμάζῃ!”
“Ὁ Διάβολος μὲ παίρνει! ’Πῆγε στὸν κρεμνό;”
“Δὲν ’πῆγε. Ζῇ, καὶ τόνε λένα Σοφιανό.
Γιά ’να κλειδί, τὸν ἔστειλες, ’θυμήσου,
καὶ ἦρθε νὰ μοῦ πάρῃ τὴν τιμή σου!”

Σὰν φύλλο τὴν καρδιά του δέρν’ ἡ τρεμουλιά −
Ὁ δοῦλος εἶν’ ὡραῖο παλληκάρι!
Μὲ μαῦρα ’μάτια, μ’ εὔμορφα ξανθὰ μαλιὰ
καὶ μὲ κορμί − ὅλο δροσιὰ καὶ χάρη.
Τόσο καλὸ κοπέλι − Τόσο ’ντροπαλό −
Δὲν τοῦ χωρεῖ ’να τέτοιο πρᾶμμα στὸ μυαλό!
Μὰ τὴν κυρὰ κλαμμέν’ ἐμπρός του βλέπει−
Νὰ ’κδικηθῇ τὴν ἀτιμιά του πρέπει!

Παίρνει χαρτί, βουτᾷ καὶ γράφει μὲ χολή,
καὶ τὸ σφραγίζει μὲ σπασμοὺς στὸ χέρι:
“Τοῦ πρώτου νὰ τοῦ κόψετε τὴν κεφαλή,
στὸν δεύτερο νὰ δῶστε νὰ τὴν φέρῃ”.
Ἀπὸ βραδῆς τὸ γράφει στὸν Ντερβέναγᾶ,
ποῦ κάμν’ ὅ,τι προστάζ’ ἐκεῖνος κι’ ὁδηγᾷ.
Καὶ τὴν αὐγή, φωνάζει τὸ κοπέλι
καὶ στὸ Ντερβένι σκυθρωπὸς τὸ στέλλει.

“Πᾶνε νὰ ’πῇς τοῦ Μαύρου, τοῦ Ντερβέναγᾶ:
νὰ γείν’ ἡ προσταγή μ’ ἡ ’ψὲς γραμμένη”.
Φαιδρὸ τὸ παλληκάρι ’πέταξε γοργὰ
καὶ τραγουδᾷ στὸν δρόμο ποῦ ’παγαίνει.
Κακότυχο! Δὲν ’ξεύρει πῶς ’σὲ μιὰ στιγμὴ
θενὰ τοῦ κόψουν τὸ κεφάλ’ ἀπ’ τὸ κορμί,
γιὰ νὰ τὸ δώσουν, οἱ κακοὶ ἀνθρῶποι,
’σ’ αὐτόν, ποῦ στέλν’ ἁφέντης του κατόπι!..

Χαράζ’ ἡ ’μέρα· στ’ ἄνθη λάμπουν ᾑ δροσιαίς·
λαλοῦν τ’ ἀηδόνια στὸ νερό ποῦ τρέχει.
Ὁ Σοφιανὸς πετᾷ γοργαὶς περπατησιαίς—
’Σὲ τίποτε τὸν νοῦ του δὲν προσέχει.
Κ’ ἐζύγωσε! Μὰ ’κεῖ, σ’ ἀπόστασ’ ἁψηλή,
τὸ σήμαντρον ἀκούει ποῦ γλυκολαλεῖ:
Εἶν’ ἑορτή, καὶ στ’ ἅγιο παρακκλῆσι
ἀνέβηκ’ ὁ παππᾶς νὰ λειτουργήσῃ.

Θαρρεῖς ’ξυπνᾷ μὲ τοῦ σημάντρου τὴν βοὴ
ἕνα καθῆκον, ποῦ φωνάζ’ ἐντός του.
Ἀκόμη δὲν ἐσκέφθη γιὰ παρακοή—
Σὰν νὰ θωρῇ τὸν ἴσκιο τοῦ πατρός του!
“Ἀφ’ ὅτ’ ἀπέθανες, πατέρ’ ἀγαπητέ,
τὴν ἐντολή σου δὲν παράκουσα ποτέ.
Σήμερ’ Ἀφέντης ἔχει τόση βία—
Ἂν παραργήσω γιὰ τὴν ἐκκλησία;”

“Ὅποιος δουλεύει τὸν Θεό, δὲν παραργεῖ!
Ἡ προσευχὴ καθ’ ἔργον εὐοδόνει.
Ὅποιος ἐμβαίνει σ’ ἐκκλησιὰ ποῦ λειτουργεῖ,
ἀπὸ κινδύνους κι’ ἀπ’ ἐχθροὺς γλυτόνει!”
Καὶ μὲ θρῃσκεία στὴν καρδιά, Θεὸ στὸν νοῦ,
τὸ μονοπάτι παίρνει τ’ ἁψηλοῦ βουνοῦ·
μὲ φτερωμένα πόδια τ’ ἀναβαίνει,
στὸ παρακκλῆσι προσκυνᾷ κ’ ἐμβαίνει.

Ἕν’ ἀσκητὴν εὑρίσκει, ποῦ τὴν ἱερὴ
μετάληψην ἐπρόθετε κ’ εὐλόγει.
Ἕν’ ἀναγνώστη στὸ στασίδι δὲν θωρεῖ,
κανέναν ἰσοκράτη στ’ ἀναλόγι.
Καὶ οἱ ὀλίγοι Χριστιανοὶ στὴν ἐκκλησιὰ
γιὰ ψάλτη καρτεροῦν μ’ ἀνυπομονησιά.
Ὁ Σοφιανὸς δὲν εἰμπορεῖ ν’ ἀφήσῃ—
Ποιός ἄλλος θἄρθ’ ἐδῶ νὰ βοηθήσῃ;

Στὸν Ὄρθρο, πιάνει τὸν Ἑξάψαλμο λαλεῖ·
Στοὺς Αἴνους, τὴν Δοξολογία ψάλλει.
Στὴν Λειτουργία, μὲ χαρὰ καὶ συστολή,
λαλῶντας τὸν Ἀπόστολο προβάλλει.
Ψάλλει στὸ “Ἄξιόν ἐστιν” ἕνα Εἱρμόν·
διαβάζει τὸ Πιστεύω, τὸ Πάτερ ἡμῶν—
Στὸ “Μετὰ φόβου” μιὰ μετάνοια κάνει,
κι’ ἀπαὶ κινᾷ καὶ στὸ Ντερβένι φθάνει.

“Μὲ στέλλ’ Ἀφέντης ὁ καλός μου, κι’ ἀπαιτεῖ
ἡ ’ψεσινή του προσταγὴ νὰ γείνῃ”.
Ἕνα τρουβά, βλέπ’, ὁ Ντερβέναγᾶς κρατεῖ,
τὸν δείχνει σκυθρωπὸς καὶ τοῦ τὸν δίνει.
“Ἐγείν’ ἡ πρώτη προσταγή του ἡ γραφτή—
Πάρ’ του τὸ δῶρο: Ἡ δευτέρα εἶν’ αὐτή”.
Κι’ ὁ Σοφιανός, μὲ τὸν τρουβὰ στὸν ὦμο,
παίρνει τρεχάτος τοῦ ’σπιτιοῦ τὸν δρόμο.

Ἀφέντης, ποῦ τὸν βλέπει καὶ γοργοπατᾷ,
τὰ ἴδια του τὰ ’μάτια δὲν πιστεύει.
Ἁρπάζ’, ἀνοίγει τὸ σακκοῦλι ποῦ βαστᾷ,
καὶ βλέπει τρομαγμένος τί συνέβη!
“Πῶς ἦλθες ’πίσω, τοῦ φωνάζει, Σατανά,
μὲ τέτοιο κρῖμα, ποῦ τὸ πρῶτο ξεπερνᾷ;
Σὲ στέλνω νὰ σφαχθῇς, κ’ ἔρχεσαι πάλι,
μὲσ’ στὸν τρουβὰ τοῦ Λάμπου τὸ κεφάλι;”

Ἀκούει αὐτὸς τὴν ὠργισμένη συντυχιά,
τὸν πιάνει φρίκη στὴν καρδιὰ μεγάλη!
Σὰν νὰ ’κρατοῦσεν εἰς τὰ χέρια μιὰν ὀχιά,
πετᾷ καὶ τὸν τρουβὰ καὶ τὸ κεφάλι!
“Σχωρέσατέ μ’, ἀφέντισσα κι’ ἀφεντικό,
ἀνίσως ἔχω κάμ’ ἀθέλητο κακό!
Μ’ ἀκούσθ’ ἡ προσευχὴ κ’ ἡ ἐκκλησία
νἆναί ποτε κακὸ καὶ ἁμαρτία;”

“Τί ἐκκλησιὰ μοῦ τσαμπουνᾷς καὶ προσευχή,
κακία σύ, στὴν ἀρετὴ ’νδυμένη!
Δὲν σ’ ἔχω στείλει νὰ προφθάξῃς τὸ ταχύ,
νὰ πᾷς ὁ πρῶτος πρῶτος στὸ Ντερβένι;”
“Κ’ ἐγὼ ἐπῆγα μὲ γοργὴ περπατησιά,
’ως στὸ βουνό, ποῦ ἔχει ’πάνου μιὰ ’κκλησιά.
Μά—Σχώρεσέ μ’, ἀφέντ’ ἀφεντικό μου!—
Ἀπ’ αὐτοῦ πέρα—’Πῆγα στὸν Θεό μου.

“Ὑπάκουσα στ’ Ἀφεντικὸ τοῦ καθενός—
Στὴν ἐντολὴ τοῦ ἴδιου τοῦ πατρός μου.”
“Ποιανοῦ πατρός! Δὲν μ’ εἶπες: ἤσουν ὀρφανός;”
“Πεντάρφανος, ὠϊμέ, ἐντὸς τοῦ κόσμου!
Μἆναν καιρό—’Μπορεῖ νὰ σ’ ἦναι ξεχαστός;—
Ἐζοῦσε κι’ ὁ πατέρας μου ἐξακουστὸς
στ’ ἀρχοντικά του κτήματα ’δῶ πέρα...
Ἄχ! τοῦ τὰ πῆρεν ἡ Τουρκιὰ μιὰ ’μέρα!

“Ἀπ’ ὅσα εἶχε δὲν τ’ ἀπέμεινε σταλιά—
Ἂν δεν ’στοιχοῦσα, θαὕρισκα νὰ φάγω;
Μ’ ἀφῆκε μόνο μιὰ ’στερνὴ παραγγελιά,
αὐτήν, ἀφέντ’, ’ως τώρα τὴν φυλάγω.
Μὴν παρατρέξῃς ἐκκλησιὰ ποῦ λειτουργεῖ.
Ὅποιος δουλεύει τὸν Θεὸ του, δὲν ἀργεῖ.
Ἡ προσευχὴ καθ’ ἔργον εὐοδόνει,
κι’ ἀπὸ κινδύνους κι’ ἀπ’ ἐχθροὺς γλυτόνει.

“Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἐνῷ γοργά, σὰν τὸ πουλί,
’ως στὸ Ντερβένι εἶχα καταντήσει—
Σὰν ἄκουσα τὸ σήμαντρο ποῦ διαλαλεῖ,
ἀνέβηκ’ ἁψηλά, στὸ παρακκλῆσι.
Ἂν ἀμελήθη κ’ ἐχαλάσθη μιὰ δουλειά,
γιὰ τοῦ πατρὸς τὴν ὑστερνὴ παραγγελιά,
χαλάλι σ’ ὅλος ὁ μικρὸς μισθός μου,
καὶ ὅλα—ἂν τἆχα—τὰ καλὰ τοῦ κόσμου!

“Μά, ἀπ’ αὐτὸ ποῦ μ’ ἔχουν βάλλει στὸν τρουβά—
ἰδέα ’γὼ δὲν ἔχω, τὸ καϋμένο!
Τὴν ἁμαρτί’ ἀφέντη, ’κεῖνος ἂς τραβᾷ,
ποῦ ἄδικα τὸν ἔχει ’σκοτωμένο!
Ἐγὼ ἐβγῆκ’ ἀπ’ τὸ ’ξωκκλῆσι τὸ καλὸ
καὶ μὲ τ’ Ἀντίδωρο στὸ στόμα τοὺς λαλῶ:
Ἡ προσταγὴ τ’ ἀφέντη μου νὰ γείνῃ!
Καί, νὰ τί πρᾶμμα σ’ ἔστειλαν ἐκεῖνοι!”

Ὅσο τ’ ἀκούει ἐκείνη, τόσο σιωπᾷ:
—Ἐδὤβαλ’ ὁ Θεὸς βεβαίως χέρι!—
Ὅσο τ’ ἀκούει ’κεῖνος, τόσ’ ἀγριωπὰ
ἡ πλάνη κι’ ὁ θυμὸς τὸν παραφέρει.
Θαρρεῖ πῶς εἶχ’ ὁ Σοφιανὸς τὸ μυρισθῇ,
πῶς ἔκαμε στὸν τόπο τ’ ἄλλος νὰ χαθῇ.
Θαρρεῖ πῶς ἔχει καὶ καλὰ ’μπροστά του
ἕναν ἐχθρὸ τρισάξιον θανάτου!

“Ἔχεις ξεφύγει τὸ μαχαῖρι τροχητό,
γιὰ τὴν κρεμάλ’, ἀχρεῖε, ἑτοιμάσου!
Καὶ ’ξεῦρε πῶς, ἂν ἕν’ ἀκόμα σ’ ἐρωτῶ,
τὸ κάμνω γιὰ ν’ αὐξήσω τὰ δεινά σου.
Ἔχεις εἰπεῖ, πῶς ἄλλοτε στὸν τόπ’ αὐτό,
εἶχες καὶ σὺ πατέρα τάχα ξακουστό—
Ποιό κτῆμα εἶχ’ αὐτός, ποῦ λὲς πατέρα!
Τὸ ’δῶθ’ ἀπ’ τὸ δικό μου, ἢ τὸ πέρα;

“Ἄν ’πῇς τὸ ’δῶθε— Ἦταν ἄτεκνος αὐτός,
καὶ ξεψυχᾷς μὲ τὴν ψευτιὰ στὸ στόμα.
Ἂν ’πῇς τὸ πέρα—Δὲν εἶχε παιδιά· ἐκτὸς
μιὰ θυγατέρα.... Τὴν ’θυμοῦμ’ ἀκόμα!”
“Δὲν τὴν ’θυμᾶσαι, ποῦ ν’ ἀστράψῃ νὰ καγῶ!
’Γὼ εἶμ’ ἐκείνη! Ἡ Σοφία εἶμ’ ἐγώ!
Ἡ φτώχεια καὶ οἱ φόβ’ ἀπ’ ἀτιμία
μ’ ἀλλάξαν φορεσιὰ κι’ ὀνομασία...”

Τὰ δάκρυά της, σὰν δροσούλα σιγαλὴ
στὰ ῥόδα, στάζουν πὰ στὰ μάγουλά της.
Τὸ φέσι ’βγάλλει κι’ ἀπολνάει ’ντροπαλὴ
τὰ μακρυὰ κι’ ὁλόξανθα μαλλιά της.
Ὡσὰν νὰ εἶχ’ ἀστράψει λὲς ὁ οὐρανός,
κ’ ἐμπρὸς στὰ πόδια τ’ ἔπεσ’ ἕνας κεραυνός,
’ξαφνίσθη τὸ σκληρὸ τὸ παλληκάρι,
κι’ ἀναπνοὴ δὲν εἰμπορεῖ νὰ πάρῃ.

Ἦταν καιρός, ποῦ συνεπαῖζαν σὰν παιδιὰ,
’σὲ περιβόλι μ’ ἄνθη στολισμένο!
Ἦταν καιρός, ποῦ τοῦ ’λαλοῦσε στὴν καρδιὰ
μιὰ μυστικὴ φωνὴ γιὰ τὴν παρθένο!..
Κατόπιν ἦλθε πόλεμος, καταστροφή,
καὶ τοῦ ’σκορπίσαν τὴν ἐλπίδα τὴν κρυφή—
Καὶ τώρα, δοῦλο μέσ’ στ’ ἀρχοντικά του
δὲν ἤξευρε πῶς εἶχε τὴν Κυρά του!..

Ποιός εἶν’ αὐτὸς ποῦ τῆς ’ζητοῦσε τὴν ζωή!
Ποιός ἦλθε κ’ εἶπ’ ἕνα κακὸ γιὰ ’κείνη;—
Τὸ μέτωπό του τρίβει· τώρα ἐννοεῖ
τί τρομερὴ συκοφαντία ἐγείνη!
Γυρνᾷ, γυρεύει μ’ ἄγρια ’μάτια τὴν κυρά—
Τὴν ἅρπαξεν ἡ φοβερή της συμφορά!
Μ’ ὀργὴ καὶ λύσσα μέσ’ στὸ ’σπίτι ’μβαίνει,
τῆνε ζητᾷ· τὴν ’βρίσκει — κρεμασμένη!..

“Ἔτσι νὰ πέσῃ μοναχός του νὰ φθαρῇ,
ὅποιος τὸν λάκκο γιὰ τοὺς ἄλλους σκάφτει!
Θεὸς φυλάγει τὴν καρδιὰ τὴν καθαρή,
τὴν ἔνοχη—τὸ κρῖμα τήνε χάφτει!
Σοφία, ἔλα, σχώρεσ’ ἕνα δυστυχῆ,
π’ ἀρχίζει τώρα πρῶτο νὰ ’ξαναὐτυχῇ!
Ἐδῶ ’ναι, βλέπω, τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι—
Ἐσὺ θὰ γείνῃς τὸ πιστό μου ’ταῖρι!”