Ὁ Χρόνος, ποῦ κάθε κακὸ ’μερόνει καὶ κοιμίζει,
ὀλίγο ’πὲς ’ξεθύμανε τὴν πίκρα τοῦ καϋμοῦ μου.
Μιὰ λύπη μόνον ’μέρωση καὶ ὕπνο δὲν γνωρίζει,
μιὰ ἱστορία θλιβερὴ δὲν ’βγαίν’ ἀπὸ τὸν νοῦ μου.
Στὴν Θρᾴκη ’ξεύρω ’να χωριό, ’να σπίτι κάτου κάτου·
’να σπίτι, μιὰ χαλοσπιτιά—Θεὸς νὰ τὴν φυλάγῃ!—
Μὲ τοῖχο γύρω ’λόγυρα, μὲ μιὰν αὐλὴ ’μπροστά του,
μ’ ἕνα περβόλ’ ἀπότιστο στὸ δεξιό του πλάγι.
Μέσ’ στὸ περβόλ’ ἕνα δενδρό, στὸν ἴσκιο τ’ ἕνα μνῆμα·
Λιβάνι πάνω τὸ πουρνό, κερὶ τὸ βράδυ καίει·
καὶ μιὰ γρῃὰ ’μερονυχτῆς, σὰν κλαδεμμένο κλῆμα,
σὰν μνημορόπετρα γυρτή, μοιρολογᾷ καὶ κλαίει.
Τὧνα παιδί της ξενητειὰ καὶ τ’ ἄλλο σκοτωμένο!
Κι’ αὐτή, ποῦ θέλει στήριγμα νὰ γύρῃ ν’ ἀκουμβήσῃ,
τὧνα δὲν τὤχει ζωντανό, τ’ ἄλλό ’χει ’ποθαμένο—
Θεὸς νὰ τήνε λυπηθῇ, νὰ τὴν παρηγορήσῃ!