Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ.


Διαβαίνει, μὲ θωρεῖ, καὶ πᾷ,
καὶ δὲν καλησπερίζει!
Μιὰν ἄλλην, μ’ εἶπαν, ἀγαπᾷ—
Κ’ ἐμέ... Δὲν μὲ γνωρίζει!

Χαρά στην, ποῦ τὸν καρτερᾷ!
Κι’ ὅποια τὸν καμαρώσῃ,
νὰ μὴν τὸ κλάψῃ μιὰ φορά,
νὰ μὴν τὸ μετανοιώσῃ!

Ἄλλοτε ’χάρηκα κ’ ἐγώ...
—Καλά! Δὲν τὴν ζηλεύω!—
Τώρα τὸν νοῦ μου κυνηγῶ,
καὶ δὲν τὸν πρεμαζεύω!

Κι’ ἂν πῆγ’ ἐκεῖνος στὸ καλό,
κι’ ἂν μ’ ἔχῃ λησμονήσει,
τὸν Πλάστη ’γὼ παρακαλῶ
νὰ τοῦ τὸ συγχωρήσῃ.

Ἄμοιρη κόρη καὶ φτωχή,
πῶς νὰ τοῦ γείνω ’ταῖρι;
Μι’ ἄλλη τὸν ἔκαμ’ εὐτυχῆ
μ’ ἕνα γεμάτο χέρι.

’Γὼ μόνο μιὰ καρδιὰ πιστὴ
εἶχα νὰ τὸν χαρίσω.
Τώρα ῥαγίσθηκε κι’ αὐτή—
Πάρ’ μού την, Πλάστη, ’πίσω!..