Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΒΑΡΚΟΥΛΑ.


ΚΥΡΙΩι ΓΕΩΡΓΙΩι ΖΑΡΙΦΗι

ΤΩι ΣΕΒΑΣΤΩι ΚΗΔΕΜΟΝΙ.

(Κατὰ τὴν πρώτην Ἰανουαρίου 1882.)

Βαρκούλα μέσ’ σταὶς θάλασσαις ’παράδερνε μονάχη,
χωρὶς σαβούρα καὶ πανί, χωρὶς τιμόνι νἄχῃ
σὲ μαθημένο χέρι.
Ἕν’ ἄπρακτο ναυτόπουλο, μὲ δύναμη καμπόση,
μὰ μὲ σπασμένο τὸ κουπὶ ’προσπάθα νὰ τὴν σώσῃ,
καὶ νὰ σωθῇ στὴν ξέρη.

Μἆταν ἡ ξέρ’ ἀπόμακρα, κ’ ἡ ταραχὴ μεγάλη·
κ’ ᾑ συννεφιαὶς τ’ ἀπέκρυφταν τ’ ὡραῖο παραγιάλι,
τὸν ἥσυχο λιμένα.
Κ’ οἱ ἄνεμοι, ποῦ ’πάλευαν στῆς θάλασσας τ’ ἁλῶνι,
σὰν τσέφλοιο τὸ ’πετούσανε στό κῦμα, ποῦ φουσκόνει
κι’ ἀφρίζει λυσσιασμένα.

Κάθε πατιά τους ἔσκαφτε δυὸ μνήματα στὸν ναύτη.
Μόλις ἀπ’ τὦνα φεύγ’ αὐτός, καὶ τ’ ἄλλο τόνε χάφτει,
βαθύ, σκοτεινιασμένο!
Καί, νεκροθάφτης ποῦ στιγμῆς ὑπομονὴ δὲν παίρνει,
τ’ ἀγριοποῦλι τοὺς ἀφροὺς μὲ τὰ φτερά του δέρνει,
καὶ σκούζει βραχνιασμένο.

—Ἐδὼ καράβια χάνονται, κ’ ἐσύ, βαρκούλα, μόνη,
χωρὶς σαβούρα καὶ πανί, χωρὶς γερὸ τιμόνι,
ποῦ πᾷς μέσ’ στὰ πελάγη;
Γι’ ἄφησε τὴν ἀντίσταση, νεκρόχλωμε βαρκάρη!
Καιρὸς ποῦ δὲν ἑγεύθηκα τ’ ἀνθρώπινο κουφάρι,
ποῦ πεῖνα μὲ βαστάγει!

—Καράβια ’δὼ κι’ ἂν χάνουνται, ἐγώ, ἐγὼ ἀκόμα
θὰ πολεμήσω, διάτανε, μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα
τὸν Χάρο τὸν χαράμη!
Ἔχω σαβούρα περισσὴ στὰ θαρρετά μου στήθη,
τὴν πίστη στὸν καλὸ Θεό, ποῦ ὅμοιο του ’βουλήθη
κ’ ἐμένα νὰ μὲ κάμῃ.

Κ’ ἔχω πανὶ τὸν δυνατό, τὸν φτερωτό μου πόθο,
ποῦ πάντα ’μπρὸς νὰ μὲ τραβᾷ, νὰ μὲ πηγαίνῃ νοιώθω,
ἀπ’ ὅπου κι’ ἂν κινήσω.
Καὶ τῆς μανούλας μου ἡ εὐχή, σὰν μαγικὸ τιμόνι,
μ’ ἀνοίγει μέσ’ στὴν θάλασσα, π’ ἀφρίζει καὶ φουσκόνει,
τὸν δρόμο τὸν πιὸ ἴσο.

Καράβια ’δω κι’ ἂν χάνουνται, μὲ δύναμη κι’ ἀρχόντια,
ἐγὼ φτωχάκι μάχομαι, μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια,
τὸν χαραμὴ τὸν Χάρο.
Νὰ διοῦμε ποιός θὰ νικηθῇ καὶ ποιός θένα νικήσῃ.
Αὐτός; ἢ ὁ Ἀφέντης του, ποῦ μ’ ἔδωκ’ ἀπ’ τὴν φύση
τὴν ἴδια του νὰ πάρω;—

Τὸν λόγο δὲν ἀπόσωσεν, ἀπ’ τὴν ὁμίχλη ’βγαίνει
καράβι τετρακούβερτο, φεργάδ’ ἁρματωμένη,
στὰ κύματα καβάλα.
Ἡ πρύμνη σίδερο γερό, ἡ πλώρη της ἀτσάλι.
Ὅσο κι’ ἂν σκούζῃ καὶ φυσᾷ καὶ σκάφτ’ ἡ παραζάλη
δὲν τήνε μέλει στάλλα.

Πὰ στὸ πλατὺ κατάστρωμα καὶ στὸ τιμόνι ’πάνω,
ἔχ’ ἕνα Γέρο ’ξακουστό, ἕν’ ἄξιο καπετάνο,
τιμὴ τοῦ καραβιοῦ του.
Αὐτὸς τὴν πρωτοξάνοιξε τὴν βάρκα τὴν μονάχη,
κ’ εἶδε τὸν ναύτη πὤλαμνε, τὸν ναύτη π’ ἀσκομάχει
στὴν ἄκρα τοῦ κουπιοῦ του.

—’Γειά σου, θαλασσογέννημα, φουρτούναναθραμμένο!
Μέσ’ στ’ ἄγριο τὸ πέλαγο, σὰν ἦσαι κουρασμένο,
ἔλα νὰ ’ξαποστάσῃς.
Εἶν’ εὐρυχώρια περισσὴ τὴν σκάφη σου νὰ πάρῃ·
κ’ ἔχω κουμπάνια ἀλύπητη στὸ πλούσιό μ’ ἀμπάρι
νὰ φᾷς καὶ νὰ χορτάσῃς.—

Τὸ παλαμάρι του πετᾷ, κοντά του τόνε σέρνει,
καὶ, “ἔϊα, μόλα!” τὸν τραβᾷ καὶ πάνου τόνε παίρνει
μαζὶ μὲ τὸ σκαφίδι.
Καὶ μὲ χαρούμενη καρδιά, στὸ δεξιό του πλάγι
τὸν βάλλει στὸ τραπέζι του τ’ ἀρχοντικὸ νὰ φάγῃ,
πρὶν ’βγῇ σ’ ἄλλο ταξεῖδι.

Σὰν τρῶν καὶ πίνουν τὸν ῥωτᾷ, τὸν γλυκοκουβεντιάζει:
—Αὐτὸ ποῦ σέρνεις στὸ πλευρό, σὰν ψάλτου λύρα ’μοιάζει,
κι’ ἂς ἦναι χαλασμένη.
Μὴν ἀγροικᾷς νὰ τὴν βαρᾷς, ἐσὺ μικρὸ ναυτοῦδι;
Μὴν ’ξεύρεις κανένα σκοπό, κἄνα γλυκὸ τραγοῦδι,
ποῦ ταὶς καρδιαὶς εὐφραίνει;

Μ’ ἀρέσκ’ ὁ νιὸς ποῦ τραγουδᾷ, ὁ μάστορης ποῦ ’βγάλλει
τραγοῦδι’ ἀπὸ τὸ ἴδιο του φανταχτερὸ κεφάλι,
κι’ ἀπ’ τὴν θερμὴ καρδιά του.
Καράβι, ποῦ μὲ τὴν πνοὴ τοῦ ἤχου τ’ ἁρμενίζει,
ποτὲ στὴν Λήθη δὲν βουλᾷ, ποτὲ δὲν τὸ σαπίζει
ἡ λίμνη τοῦ Θανάτου.

Γιὰ πάρ’ τὴν λύρ’ ἀπ’ τὸ πλευρό· καινούριαις κόρδαις βάλ’ της.
Πολὺς καιρὸς ἐπέρασε, ποῦ δὲν ἀκούσθη ψάλτης
νὰ πρωτοβγάλῃ κἄτι.
Καὶ ψάλ’ ὅ,τ’ ἔχεις στὴν καρδιά, ὅ,τι σ’ ἐρθῇ στὰ χείλη.
Μόνο φωνή, π’ ἀπὸ βαθιὰ κ’ ἐλεύθερ’ ἀνατείλῃ,
εἶναι ζωὴ γεμάτη.—

Κι’ ὁ ναύτης ἐτραγούδησε μὲ τὴν γλυκειὰ φωνή του·
κ’ ἐβάρεσε νέο σκοπὸ στ’ ἁρμονικὸ βιολί του,
μὲ θαρρεμένο χέρι:
—Χαρά στον, ποῦ μέσ’ στὴν καρδιὰ τοῦ ψάλτου βασιλεύει!
Ἔχει θρονί, ποῦ ’ως κι’ αὐτὸς ὁ βασιλεὺς ζηλεύει,
καὶ τ’ ὄμορφό του ’ταῖρι.—

Κι’ ὁ Καπετάνος τ’ ἄκουσε κ’ εὐθύμησε ἡ καρδιά του·
κ’ ἐπρόσταξε τοὺς ναύτας του καὶ τὰ ναυτόπουλά του,
μέσ’ στ’ ἀψηλὸ καράβι:
—Βάλτε πανὶ στὴν βάρκα του· βάλτε γερὸ τιμόνι.
Καὶ τὴν σαβούρ’, ἀπὸ νοτιαὶς καὶ μπόραις νὰ γλυτόνῃ,
’πὸ μένα θὰ τὴν λάβῃ.

Τὸ παραγιάλι ’φάνηκε. Τὸν βλέπεις τὸν λιμένα;
Τὴν βάρκα σ’ ἀκινδύνευτα ’μπορεῖς χωρὶς ἐμένα
νὰ κυβερνήσῃς τώρα.—
Κι’ ἀποχαιρετηθήκανε· κ’ ἐβγῆκ’ ἀπ’ τὸ καράβι.
Εἶχε τιμόνι καὶ πανί. Σαβούρα πρὶν νὰ λάβῃ,
τοὺς ’χώρισε μιὰ μπόρα!

Μιὰ μπόρα, π’ ἀπομάκρυνε τὴν ἄβαρή του σκάφη!...
Λιμένας κι’ ἀκροθαλασσιὰ ’σὲ καταχνιᾶς ἐτάφη
σκοτιδερὴν ἀγκάλη!..
Ὁ Νότος διάκι καὶ πανὶ ζητᾷ νὰ τοῦ ξεσχίσῃ·
κι’ ὁ Λίβας στὴν βαρκούλα του τὸν ναυτικὸ ν’ ἀφήσῃ
μ’ ἕνα κουπάκι πάλι!

Κι’ αὐτός, τῆς Τύχης παίγνιο, μακρὰν ἀπ’ τὸν λιμένα,
στρέφει στὸν μαῦρον οὐρανὸ τὰ ’μάτια δακρυσμένα,
κράζει Θεὸ καὶ Φύση—
Ὁ Καπετάνος μοναχὰ παρακαλεῖ μὴν πάθῃ!
Ὁ Καπετάνος νὰ σωθῇ! Καὶ στοῦ γιαλοῦ τὰ βάθη
ὁ ναύτης ἂς βουλήσῃ!