Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΓΕΩΡΓΙΩι ΖΑΡΙΦΗι ΤΩι ΣΕΒΑΣΤΩι ΚΗΔΕΜΟΝΙ.


(Διὰ τὴν 23ην Ἀπριλίου 1882.)

Ἐπέρασ’ ἡ φαιδρὴ γιορτή σου,
βωβὴ καὶ μαυροφόρα.
Καὶ μ’ ἔφερε στὸν νοῦ μου ’πίσου
τὸ Ἄλλοτε καὶ Τώρα.

Εἶν’ ἡ μορφή τους ἀνομοία,
κ’ ἡ διαφορὰ μεγάλη.
Παρακαλῶ τὴν Παναγία
νὰ τὰ ὁμοιάσῃ πάλι.

Κ’ εἶναι πολλὰ ποῦ μ’ ἀποτρέπουν
καὶ μὲ κρατοῦν μακρά σου,
μὰ ἡ καρδιὰ κι’ ὁ νοῦς σὲ βλέπουν,
σὰν νἄμουνε σιμά σου.

Ὤ! Δὸς νὰ τὸ φιλήσω, δός μου
τὸ ’σπλαχνικὸ τὸ χέρι,
ποῦ, ὅπ’ ἁπλώσ’ ἐντὸς τοῦ κόσμου,
τὴν εὐλογία φέρει.

Κι’ ἂν εἰς τ’ ἀχνὰ τὰ δάκτυλά σου
ἕν δάκρυ μ’ ἀπομείνῃ,
ἐβγῆκ’ ἀπ’ τῆς καρδιᾶς στοχάσου
τὴν τόσ’ εὐγνωμοσύνη.

Γι’ αὐτό, μὴν κακιωθῇς, πατέρα!
Τὸ ’ξεύρω. Δὲν σ’ ἀρέσει.
Μά, ἄφησέ μού το ’κειπέρα,
ἀφοῦ πιὰ ἔχει πέσει.

Μ’ ἕνα χρυσὸ θὰ σοῦ τὸ δέσῃ
ἡ Μοῦσα στιχουλάκι,
κι’ ἀστραφτερὸ θὰ σ’ τὸ φορέσῃ
στὸ ἄκρο δαχτυλάκι.

Νὰ τὸ ζηλέψ’ ὅποιος τὸ ἴδῃ,
νὰ σὲ καλοτυχίσῃ—
Τέτοιο διαμάντι δαχτυλίδι
κανεὶς δὲν θ’ ἀποκτήσῃ.