Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΠΡΟΣΕΥΧΗ.


ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΤΟΥ ΚΗΔΕΜΟΝΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΖΑΡΙΦΗ.

(Κατὰ τὸ μεσονύκτιον τῆς 28ης Ἰουνίου 1881 ἐν Παρισίοις.)

’Ταράχθ’ ὁ ὕπνος κ’ ἔστησε, Θεέ, τὰ βλέφαρά μου,
σὰν ’λάφια, ποῦ τὸν κίνδυνο μέσ’ στὸν δρυμὸ προσέχουν!
Σὰν βρύσαις μέσ’ στὴν ἔρημο, θερμὰ τὰ δάκρυά μου
τὰ μάγουλά μου τὰ χλωμὰ κατρακυλοῦν καὶ βρέχουν.
Καὶ ἡ φωνή μου θλιβερὴ στὸν ἥσυχον ἀγέρα,
σὰν σήμαντρον ἀκούεται ποῦ θρηνῳδεῖ, Πατέρα!

Ἡ νύχτα παίρνει τὸν ἀχὸ πὰ στὰ φτερὰ τὰ μαῦρα,
καὶ τὸν σκορπίζει μακρυά σταὶς χώραις, ποῦ ὑπνοῦνε.
Καὶ σὰν τὸ κῦμα τοῦ ’γιαλοῦ, ξαναπιστρέφ’ ἡ αὗρα,
γεμάτη μ’ ἄπειραις φωναίς, π’ ἀκοῦσαν κι’ ἀντηχοῦνε:
Εἶν’ ἀγρυπνιὰ καὶ δέηση, π’ ὅλ’ ἡ Χριστιανοσύνη,
γονατιστὴ μ’ ἐμένανε, ’μπρὸς στὸ θρονί σου χύνει.

Κλῖνε τὸ οὗς Σου, κι’ ἄκουσε τῆς γῆς τὸ καρδιοχτύπι!
καὶ νοιῶσε τ’ ἀναφιλητὰ καὶ τὸν καϋμὸ τοῦ κόσμου·

καὶ διὲ τὸ δάκρυ τῶν φτωχῶν, τῶν ὀρφανῶν τὴν λύπη,
τὸν πόνο, ποῦ ’πλημμύρησε καὶ ξεχειλίζ’ ἐντός μου!
Δὲν δέομαι γιὰ βασιλιὰ καὶ γιὰ μεγαλοσιάνο:
Γιὰ ἕν’ ἀγαπημένο Σου τὴν προσευχή μου κάνω.

Ἐχθὲς ἀκόμη μιὰ χαρά, σὰν ἥλιος π’ ἀνατέλλει,
σ’ ὅλο τὸν κόσμο ’χάριζε παρηγοριαὶς κ’ ἐλπίδαις.
Σήμερα, σύννεφο θολὸ ἀπ’ τὴν μορφή του θέλει
νὰ μᾶς σκεπάσῃ ταὶς γλυκειαίς, ταὶς πρόσχαραις ἀχτίδαις.
Κι’ ὁ Χάρος μέσ’ στὸ σύννεφο μὲ εἶπαν πῶς ἐφάνη,
στὸ σκελετὸ τὸ χέρι του τ’ ἀπόνετο δρεπάνι!

Καὶ Σύ, Ταμίας τῆς Ζωῆς, Αὐθέντης τοῦ Θανάτου,
ποῦ εἶσαι καὶ δὲν φαίνεσαι, βοήθεια νὰ τοῦ γένῃς!
Ἂν Σὲ προλάβῃ τὸ κακό, ποιόν ἔχεις ἐδὼ κάτου
νὰ κάμῃς ἀντιπρόσωπον ἐντὸς τῆς οἰκουμένης,
νὰ Σοῦ μοιράζῃ τ’ ἀγαθά, ποῦ θὰ τοῦ ἔχῃς δώσει,
μὲ τόσην εὐχαρίστηση μὲ προθυμία τόση;

Γιὰ σήκω! Ζώσου τὸ σπαθὶ κι’ ἀνάβα τ’ ἄλογό Σου,
καὶ πάλεψε τὸν Θάνατο, ποῦ τοὔκατσε στὸ πλάγι!
Αὐτὸς Σοῦ τὸν ἐφθόνησε, γιατ’ ἦταν ἐδικός Σου,
κ’ ἦλθε χωρὶς τὴν ἄδεια Σου καὶ τὸν παραφυλάγει.
Γιὰ νὰ τοῦ θλίψῃ τὴν καρδιά, γιὰ νὰ μᾶς παραπείσῃ,
πῶς δὲν ὑπάρχ’ ἕνας Θεὸς φιλάνθρωπος στὴν κτίση!..

Ὤ! πῶς νὰ τὸ συλλογισθῶ; Κι’ ὁ νοῦς πῶς νὰ τὸ βάλῃ,
πῶς μία τέτοι’ ἀπόφαση ’μπορεῖ ποτε νὰ γένῃ;
Ἡ σκέψη μ’ ἀναβαίνει μιά, καὶ μιὰ βυθιέται πάλι
μέσα στοῦ νοῦ τὴν θάλασσα τὴν ἀνεμοδαρμένη!
Λὲς ἡ ψυχὴ τὴν μάχεται· λὲς τὴν παλεύει κἄτι·
γιατ’ εἶναι μαύρη καὶ φρικτὴ καὶ χαλασμὸ γεμάτη!..

Μ’ ἂν ἦσαι Σύ, ποῦ ’πρόσταξες ἕν’ ἄγγελον εἰρήνης
νἀρθῇ στὸν κόσμο νὰ τὸν ’βρῇ καὶ νὰ τὸν ἀναπαύσῃ—
ἂν ἦσαι Σύ, ποῦ σπλαχνικὰ τ’ ἀγκάλια Σου προτείνεις,
καὶ τὸν καλεῖς τοὺς οὐρανοὺς μαζί Σου ν’ ἀπολαύσῃ—
ὤ! στρέψε διὲ τὰ ὀρφανά, τὰ δύστυχα λυπήσου,
καὶ πάρ’ αὐτὸ τὸ πρόσταγμα καὶ τὴν βουλὴν ὀπίσου!..

Εἶν’ ὁ Παράδεισος γλυκός,—μ’ αὐτὸς εἶν’ ἐδικός του,
γιὰ τὴν αἰωνιότητα, ὅπου ποτὲ δὲν παύει.
Ὤ! Κόψ’ ἀπὸ τὰ χρόνια μου, κ’ ἐδώ, στὴν γῆ μας, δός του
ζωήν, ποῦ σὰν ἀφήσῃ μιά, ποτὲ πιὰ δὲν θὰ λάβῃ!
Ὤ ναί! Ὤ ναί! Σοῦ δέομαι! Κάμ’ ἔλεος καὶ χάρη,
κι’ ἄφες νὰ ζῇ πρὸς δόξαν Σου, τοῦ Ἔθνους τὸ καμάρι!