Ἀκοῦς τ’ ἀηδόνια στὸ βουνό, πῶς συνερίζουν πάλι;
Ἀκοῦεις, πῶς τὸ σήμαντρο τὴν προσευχή του ψάλλει
στῆς Παναγιᾶς τὴν ἐκκλησιά;
Σήκω, πατέρα! ’Κούμβησε στ’ ἀσθενικό μου χέρι,
νὰ ’βγοῦμε ν’ ἀναπνεύσουμε τὴν αὖρα, ποῦ μᾶς φέρει
πρωτομαγιάτικη δροσιά.
Σήκω, καὶ σ’ ἔφερα χλωρό, μαγιάτικο λουλοῦδι·
κ’ ἕνα καινούριο σ’ ἔγραψα, σὰν τὤθελες, τραγοῦδι,
μ’ ἕνα πρωτόβγαλτο σκοπό,
καὶ ἦλθα καὶ σοῦ τὤφερα στὸ κρύο σου κρεββάτι,
καὶ κλαίω νὰ μὲ λυπηθῇς, νὰ σηκωθῇς κομμάτι,
ν’ ἀκούσῃς πῶς θὲ νὰ σ’ τὸ πῶ:
Ξανὰ ’στολίσθηκεν ἡ γῆ κι’ ἀνθῆσαν τὰ λιβάδια·
καὶ βόσκουν στὴν ἀκρογιαλιὰ τ’ ἀσπρόμαλα κοπάδια,
στὸν ἦχο τῆς φλογέρας.
Κ’ ἡ νιαίς, ποῦ σοῦ ’μαζεύανε τὰ δροσερὰ λουλούδια
σκορπίζουνε τὰ μαγικὰ τῆς λύρας σου τραγούδια,
στὴν δύση τῆς ἡμέρας.
Κι’ ἀπ’ τὴν γλυκειά σου μουσικὴ τὸ κῦμ’ ἀναγαλιάζει
κι’ ἀλλάζει μὲ τὴν ἀμμουδιά, ποῦ μ’ ἔρωτα ἀγγαλιάζει
ἕνα φιλάκι τρυφερό.
Καὶ μαγεμμένα τ’ οὐρανοῦ τὰ διαμαντένι’ ἀστέρια
ἁπλόνουν τὥνα στ’ ἄλλο τους τ’ ἀκτινωμένα χέρια,
γιὰ νὰ πιασθοῦνε στὸν χορό.
Γιατὶ ἡ καρδιά σου τὴν ζωή, τὸν Ἔρωτ’ ἀπαρνήθη,
καὶ τὸ τραγοῦδι δὲν λαλεῖ στὰ φλογερά σου στήθη,
καθὼς ἐλάλει μιὰ φορά;
Πῶς ἔσβυσε τ’ ἀστραφτερὸ λαμπάδι τῆς στοργῆς σου,
καὶ μ’ ἄφηκε στὰ σκοτεινά, τ’ ὀρφανικὸ παιδί σου,
χωρὶς ἐλπίδα καὶ χαρά;
Στὴν λύρα, ποῦ μ’ ἐχάρισες, μιὰ κόρδα μὤχει σπάσε·
καὶ τὸν φαιδρό της τὸν σκοπὸ φοβοῦμαι μὴν κεχάσῃ,
στὴν θλίψι μου τὴν ψυχική.
Ξύπνα, πατέρα, κροῦσέ μου τ’ ἁρμονικὸ βιολί σου,
καὶ ’ταίριασε ἀκόμη μιὰ μὲ τὴν γλυκειὰ φωνή σου
τὴν θλιβερή μου μουσική!
Νὰ ψάλω ’να γλυκὸ σκοπό, τὸν Χάρο νὰ κοιμίσω·
νὰ ’μβῶ στὴν μαύρη του σπηλῃά, πατέρα, νὰ χυμήσω,
νἀρθῶ στὴν ἀγκαλιά σου.
Ἢ νὰ σὲ κλέψ’ ἀπ’ τὸ βαθύ, τὸ παγερὸ σκοτάδι,
ἢ νὰ ’πομείνω, νὰ πιασθῶ, νὰ σκλαβωθῶ στὸν Ἅδη,
γιὰ νὰ λαλῶ σιμά σου.
|