(Ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ μικροῦ ἀγγέλου της.)
Προχθὲς ἀκόμη—Συμφορά!
εὐτυχισμένη σ’ εἶδα,
στὸ πρόσωπό σου τὴν χαρά,
στὰ στήθη τὴν ἐλπίδα.
Κ’ ἕν’ ἄγγελο στὴν ἀγκαλιά,
ποῦ ἡ γλυκειὰ ματιά του,
μὲ τῆς Ἐδὲμ τὴν ἀντηλιὰ
μᾶς ’θέρμαινε ’δὼ κάτου.
Σήμερα, πόθεν τὸ πολύ,
τὸ παγερὸ σκοτάδι,
κ’ ἡ πένθιμη αὐτὴ στολή,
ἡ μαύρη σὰν τὸν ᾍδη;
Τὰ δάκρυά σου, σὰν βροχὴ
ῥαντίζουν ἕνα μνῆμα—
Μὴ βυθισθῇς, θερμὴ ψυχή,
σ’ ἀπελπισίας κῦμα!
Βάλε μιὰ πέτρα στὴν καρδιά,
καὶ σκέψου τὸ παιδί σου
στῆς Παναγιᾶς τὴν ἀγκαλιά,
στὸ φῶς τοῦ Παραδείσου!
Τὸ ’ξεύρω. Φοβερὴ πληγὴ
ὁ Χάρος σ’ ἔχει δώσει.
Δὲν εἶναι βότανο στὴν γῆ,
γιατρὸς νὰ τὴν ’μερώσῃ!
Μὰ εἶν’ ἡ λύπ’ ἐλαφρυά,
ὅταν τὴν ἔχουν κι’ ἄλλοι·
κι’ ὁ δυστυχὴς παρηγοριὰ
στὸν δυστυχῆ προβάλλει:
Στρέψε τὸ βλέμμα σου νὰ διῇ
τῆς γῆς τὸ κοιμητῆρι—
Πόσοι καὶ πόσαις ἔχουν πιῇ
τὸ ἴδιο τὸ ποτῆρι!
Ἀλήθεια αὐτὸ ποῦ ἔπιες σὺ
κάθ’ ἄλλο ὑπερβαίνει:
Ἦταν ἡ πίκρα περισσή,
μἆταν γραφτὸ νὰ γένῃ.
Βάλλε μιὰ πέτρα στὴν καρδιά,
καὶ σκέψου τὸ παιδί σου
στῆς Παναγιᾶς τὴν ἀγκαλιά,
στὸ φῶς τοῦ Παραδείσου!
Ποιός κρίση σταὶς κρυφαὶς βουλαὶς
τοῦ Πλάστου μας θὰ κάνῃ;
Μὲ μιὰ πληγὴ βολαὶς βολαὶς
μιὰν ἄλλη προλαμβάνει.
Λεπτὴ βαρκούλα στὰ νερὰ
ὁ βίος ταξιδεύει,
μέσ’ στὰ πανιὰ στὴν συμφορά,
ποῦ τὸν παραμονεύει.
Μιὰ τρίχα, ἕνα κἄτι τὶ
τὴν λύσσα της ’ξυπνοῦνε—
Πτωχοὶ καὶ πλούσιοι ἀπ’ αὐτὴ
ἐξ ἴσου ναυαγοῦνε!
Γι’ αὐτὸ καλότυχ’ ὅσοι ’βροῦν
’νωρὶς ’νωρὶς λιμένα
εἰς τὰ οὐράνια, ποῦ θωροῦν
τὰ ’μάτια σου κλαμμένα.
Βάλε μιὰ πέτρα στὴν καρδιά!
Ἐκεῖ ’ναι τὸ παιδί σου:
Στῆς Παναγιᾶς τὴν ἀγκαλιά,
στὸ φῶς τοῦ Παραδείσου!
|