Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889/Η κακή του ημέρα

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1889
Συγγραφέας:
Ἡ κακή του ἡμέρα


Η ΚΑΚΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΑ
ΥΠΟ
ΙΩΑΝΝΟΥ Μ. ΔΑΜΒΕΡΓΗ

Ὁ ἕνας διάολος διώχνει τὸν ἄλλονε.
[Δημώδης παροιμία]


Ἰωάννης Μ. Δαμβέργης
ΥΠΑΡΧΟΥΣΙΝ ἄνθρωποι ἐξ ἐπαγγέλματος δυστυχεῖς. Ὁ ἥρως μου ἦτο τοιοῦτος.

Ἐὰν σᾶς ἀφηγεῖτο τὰ παθήματά του, αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σας θά ἠγείροντο φρίττουσαι ἵνα τὸν παρατηρήσωσι καὶ αὐταὶ ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν. Χρυσὸν νὰ ἤγγιζεν ἡ χείρ του θὰ μετεβάλλετο αὐθωρεὶ ὁ μὲν χρυσὸς εἰς ἄνθρακας ἡ δὲ χείρ του εἰς πυράγραν. Τριαντάφυλλον νὰ ὠσφραίνετο ἐπὶ ροδῆς θὰ τῷ ἐτύχαινε βεβαίως πέπερι εἰς τὸ βάθος καὶ θὰ ἐπταρνίζετο καταρώμενος.

Ὑπῆρχε μάλιστα μία ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην ἀφιερωμένη εἰς τὴν δυστυχίαν του. Ἀπὸ τριῶν εἰκοσιτετραώρων τὴν προῃσθάνετο καὶ ψυχρὸς ἱδρὼς τὸν περιέρρεε. Τὴν τετάρτην κατελαμβάνετο ὑπὸ ἀνησυχίας. Τὴν Πέμπτην ὑπὸ ἀληθοῦς πυρετοῦ. Καὶ τὴν Παρασκευὴν, ἄϋπνος μὲ ὀφθαλμοὺς ἐξοιδηκότας, τρέμων ἀπὸ τῆς πρωΐας μέχρι τῆς ἑσπέρας ἀνέμενε.... τίς οἶδε, νέαν πάλιν δυστυχίαν, διότι αὕτη ἦτο ἡ ἡμέρα καθ’ ἣν ἡ ἀπαισία τύχη ἐτίθετο εἰς ἀγρίαν κατ’ αὐτοῦ καταδίωξιν.

Ἡ Παρασκευὴ ἦτο κυριολεκτικῶς ἡ κακή του ἡμέρα.

Δύο τοιαῦται τῷ ἐκληροδότησαν διπλῆν ὀρφανίαν· ἀλλὰ τῷ ἀπέμενεν εἷς ἀδελφός· ἑτέρα Παρασκευὴ τὸν ἁρπάζει καὶ ἐκεῖνον.

Τότε ἐπέστησε τὴν προσοχήν του καὶ ἀνεκάλυψε τὴν φρικτὴν ἐπίδρασιν ἣν ἐπὶ τῆς τύχης του ἐξήσκει ἡ παραμονὴ τοῦ Σαββάτου.

Ἀνεκάλυψε πρῶτον ὅτι ἐγεννήθη Παρασκευήν. Ἔπειτα συνεκέντρωσε ἐν τῷ νῷ του ὅλα τὰ δυστυχήματα ἅτινα τὸν ἔπληξαν κατὰ τὴν πρώτην νεότητά του καὶ διὰ διαφόρων μέσων ἐξηκρίβωσε τὰς χρονολογίας των.

Ὤ φρίκη. Ὅλα, μηδενὸς ἐξαιρουμένου, συνέπιπτον Παρασκευήν.

Παρασκευὴν εἰσῆλθεν εἰς τὸ σχολεῖον ἀλλὰ καὶ Παρασκευὴν ἀπεπέμφθη κατηγορηθεὶς ἐπὶ ἀταξίᾳ τῆς ὁποίας μόνον αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ ἔνοχος. Παρασκευὴν ἐνεγράφη εἰς τὸ Πανεπιστήμιον ἀλλὰ καὶ Παρασκευὴν ἁπερρίφθη κατὰ τὰς διδακτορικάς του ἐξετάσεις διὰ τὴν ἀμάθειαν τοῦ μετ’ αὐτοῦ συνεξετασθέντος. Παρασκευὴν ἔτυχε νὰ διαχωρίσῃ δύο διαπληκτιζομένους καὶ νὰ δεχθῇ ἀντὶ τοῦ ἑτέρου ἐπικίνδυνον διὰ μαχαίρας τραῦμα. Παρασκευὴν τέλος ἔπεσεν ἀπὸ κλίμακος, Παρασκευὴν ἀπώλεσε δέσμην χαρτονομισμάτων ἀνηκόντων εἰς τρίτον, Παρασκευὴν τῷ ἔκλεψαν τὸ ὡρολόγιόν του, Παρασκευὴν προσεβλήθη ὑπὸ εὐλογίας, Παρασκευὴν ἀπώλεσε σπουδαίαν τινὰ δίκην ἐξ ἧς ἤλπιζε νὰ ἐπανορθώσῃ τὰ οἰκονομικά του, Παρασκευήν…

Καὶ τί δὲν ἔπαθε κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην. Ἀπὸ τοῦ μετὰ τὴν Πέμπτην μεσονυκτίου μέχρι τοῦ πρὸ τοῦ Σαββάτου ἀκουμβῶν τὸ μέτωπον ἐπὶ τῶν δύο παλαμῶν τὰ ἀνεπόλει ἓν πρὸς ἓν μετὰ μαθηματικῆς ἀκριβείας καὶ ἔτρεμε νὰ φθάσῃ εἰς τὸ τελευταῖον μὴ τύχῃ καὶ εὑρεθῇ ἐξαίφνης ἄνευ συνεχείας ἡ ἀναπόλησίς του καί.. δώσῃ τὴν συνέχειαν ἀπρόοπτόν τι γεγονὸς, καμμία σφαίρα ἀπὸ τοῦ παραθύρου, καμμία ἐπιστολὴ ἐκ τοῦ ταχυδρομείου, κανεὶς κεραυνὸς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ.

Καὶ ἐφοβεῖτο νὰ κινηθῇ, νὰ φάγῃ, νὰ ἀναπνεύσῃ. Ἂν ἔπιπτε σανίς τις ἐκ τῆς ὀροφῆς, ἂν ἐτύχαινε δηλητηριώδης τις οὐσία ἐν τῷ φαγητῷ ἢ μόλυσμά τι νοσογόνον ἐν τῇ ἀτμοσφαίρᾳ βεβαίως δὲν θὰ ἐξέλεγον ἄλλην ἡμέραν ἵνα τὸν βλάψωσι. Δὲν ἐδέχετο φίλους, συγγενεῖς, δὲν εἰργάζετο διότι μόνον μὲ τὴν ἐξαίρεσιν τῆς Παρασκευῆς ἀνελάμβανε πᾶσαν ἐργασίαν, δὲν ἐκοιμᾶτο.

Ἔζη μόνον, ἀφοῦ τὸ πάσχειν εἶνε ἡ ζωή.

Ἔζη καί.. κἄτι κακὸν ἀπρόοπτον θὰ ἐνέσκηπτε κατὰ τῆς κεφαλῆς του. Ὅ,τι δὲ ὑφίστατο κατὰ τὰς παραμονὰς τὰ αὐτὰ ἔπασχε καὶ τὰς ἑπομένας. Ἢ περιέμενε τὰ ἀποτελέσματα τοῦ δεινοῦ ὅπερ δι’ ἀγνώστους λόγους ἀνέβαλλε τὴν ἐπίσκεψίν του ἐκκινῆσαν ὅμως πάντοτε κατ’ αὐτοῦ τὴν ὡρισμένην ἡμέραν, ἢ ἠδιαθέτει ἕνεκα τῆς ἀγωνίας ἢ ὑπελόγιζε πόσαι ἡμέραι τὸν χωρίζουσιν ἔτι ἀπὸ τῆς προσεχοῦς Παρασκευῆς.

Δὲν ἤρκουν ὅλα ταῦτα καὶ ὁ ἥρως μου ἠράσθη. Ἠκούσατε; Ἠράσθη. Διὰ νὰ ἀποδείξῃ ἴσως ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ ἔρως εἶνε ὁ κλῆρος τῶν δυστυχῶν.

Δὲν ἐνεθυμεῖτο, εἶνε ἀληθὲς, ἂν ὅτε τὴν πρωτοεῖδεν ἦτο Παρασκευὴ, διότι τὴν ἔβλεπε ἀπὸ ἐτῶν διερχόμενος κάτωθεν τῶν παραθύρων της.

Τὸ βέβαιον εἶνε ὅτι ἡ καρδία του κατὰ τὰς τρεῖς πρώτας ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ὡμοίαζε πρὸς τὰς καρδίας τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ ὅτι κατὰ μίαν τούτων ἐβυθίσθη εἰς πέλαγος χαρᾶς.

Ἡ κόρη τῶν ὀνείρων του — οὐχὶ τῶν ὀνείρων τῆς Παρασκευῆς, διότι κατὰ ταύτην τὴν ἀπεδίωκε σκληρῶς τῆς μνήμης του ἵνα μὴ τὴν συνδέσῃ πρὸς τὴν ἀπαισίαν τύχην τῆς ἡμέρας ταύτης — ἡ ὡραία καστανή του τῷ ἐψιθύρισεν ἐκ τοῦ παραθύρου μὲ φωνὴν τρέμουσαν ἐκ συγκινήσεως καὶ στοργῆς:

— Ἔχω κἄτι νὰ σᾶς εἰπῶ. Περνᾶτε κάθε ἡμέραν ἕως ὅτου εὕρω εὐκαιρίαν.

Διῆλθε τὴν Τρίτην τίποτε· διῆλθε τὴν Τετάρτην ἐπίσης. Ἐτόλμησε νὰ διέλθῃ καὶ τὴν Πέμπτην αὐτήν… ὅτε ἀνοίγεται ἠρέμα τὸ παράθυρον καὶ ἡ καστανὴ τῷ ψιθυρίζει διὰ γλυκυτάτης φωνῆς:

— Αὔριον μόλις ἀνάψουν τὰ φῶτα.

Αὔριον! Χίλιοι διάβολοι ἂν συνεμάχουν δὲν θὰ τῇ ἐνέπνεον τὴν φρικώδη ταύτην συνέντευξιν. Ἡ δύσμοιρος! Ἀγνοεῖ τί σημαίνει δι’ αὐτὸν, δι’ αὐτὴν ἴσως, τὸ ἀπαίσιον τοῦτο αὔριον.

Ὄχι ἐσκέφθη. Δὲν θὰ τὴν θυσιάσω. Προτιμότερον νὰ ἀπολέσω τὸν ἔρωτά της. Προτιμῶ τὰ πάντα.

Καὶ κατ’ ἐξαίρεσιν ὅλην τὴν νύκτα τῆς Πέμπτης καὶ ὅλην τὴν ἡμέραν τῆς Παρασκευῆς περὶ αὐτῆς καὶ μόνης ἐσκέπτετο, δίδων τὸν λόγον τῆς τιμῆς του εἰς ἑαυτὸν, ὁρκιζόμενος, προσεπιμαρτυρόμενος τὸν οὐρανὸν ὅτι θὰ ἐκώφευεν εἰς τὴν πρόσκλησίν της. Διὰ νὰ εἶνε ἀσφαλέστερος περὶ τῆς ἐκπληρώσεως τῆς ἀποφάσεως, τῶν ὅρκων του, ἐσκέφθη νὰ μεταβάλῃ εἰς ράκη τὰ ἐνδύματα του, νὰ ῥίψῃ τὰ ὑποδήματά του ἀπὸ τοῦ παραθύρου. Τίς οἶδε ἂν δὲν ἐσκέφθη καὶ νὰ αὐτοκτονήσῃ μάλιστα. Ἀλλ’ ἐθεώρησεν ὅλα ταῦτα παιδαριώδη καὶ ἠρκέσθη εἰς τὴν πεποίθησιν ἣν εἶχεν ἐπὶ τῆς θελήσεως του.

Ὑπάρχουσι στιγμαὶ καθ’ ἃς καὶ ὁ δειλότερος τῶν ἀνθρώπων καθίσταται ἥρως. Εἰς παρομοίαν στιγμὴν εὑρέθη καὶ αὐτὸς ὅτε ἀπὸ τοῦ παραθύρου του εἶδε ν’ ἀνάπτωσι τὰ φῶτα. Μεθ’ ὅσης ταχύτητος μεταδίδεται τὸ πῦρ ἀπὸ τοῦ φλογεροῦ δόρατος τοῦ φωταεριανάπτου εἰς τοὺς φανοὺς μετὰ τῆς αὐτῆς καὶ μείζονος μάλιστα ἀπεφάσισε νὰ σπεύσῃ ἐκεῖ ὅπου ὁ ἔρως τὸν ἐκάλει. Εἶνε ἀσυνειδησία νὰ περιμένῃ ἡ πτωχή. Εἶνε ἀδιακρισία, ἐσκέπτετο. Θὰ τῇ εἴπω μόνον νὰ μὲ ἀναμένῃ αὔριον καὶ θὰ φύγω…

Ἡ πρώτη του ἐρωτικὴ συνέντευξις. Καὶ ὑπὸ ποίους οἰωνούς! Τὴν ἀτενίζει, θλίβει τὴν χεῖρά της ἀλλ’ ἀδυνατεῖ νὰ ἀρθρώσῃ λέξιν. Ἔρως! Καὶ τίς ἠδυνήθη νὰ σὲ ἐννοήσῃ; φλὸξ καὶ δρόσος· λάμψις καὶ μυστήριον· ἀγαλλίασις καὶ τρόμος σπασμωδικός· ὑγροὶ ὀφθαλμοὶ καὶ ξηρὸν στόμα· θέλει νὰ φύγῃ καὶ ἵσταται ὡσεὶ καθηλωμένος.

— Καὶ τὸ ὄνομά σας; τὸν ἐρωτᾷ.

— Παῦλος.

— Καὶ τὸ ἰδικόν σας;

— Παρασκευή. Ἀλλά… τί ἐπάθατε;

Τί ἔπαθε… Ὁ συγγραφεὺς ἀδυνατεῖ νὰ τὸ περιγράψῃ. Τί; νὰ εἴπῃ περὶ ἐνσκηπτόντων κεραυνῶν καὶ χασμάτων ἀνοιγομένων καὶ γῆς σαλευομένης καὶ σκοτίσεως ὀφθαλμῶν καὶ συγκοπῶν καρδίας; Ὅλα ταῦτα εἶνε μηδὲν ἀπέναντι τοῦ ὀνόματός της· Παρασκευή!… Παρασκευή…

Ἀρκεῖται μόνον νὰ δώσῃ εἰς τὴν διήγησίν του πέρας τὸ ὁποῖον θὰ φανῇ, τίς οἶδε, ἀκόμη παραδοξώτερον.

Ὁ Παῦλος τὴν ἐνυμφεύθη.

Καὶ ἔκτοτε εἶναι ὁ εὐτυχέστερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Καθ’ ἑκάστην. Οὐδὲ τῆς Παρασκευῆς ἐξαιρουμένης.