Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1888/Φθισικοί έρωτες

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1888
Συγγραφέας:
Φθισικοὶ ἔρωτες


ΦΘΙΣΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ
(Κατὰ τὸ ὕφος τῆς ῥωμαντικῆς Σχολῆς

Δὲν θέλω τῆς καρδίας μου ἐγὼ τὴν ἐρωμένη
Μὲ μάγουλα ὁλοστρόγγυλα, ’σὰν τὸν ἀφρὸ δροσάτη·
Τὴν θέλω ἀρρωστιάρικη, χλωμή, κιτρινιασμένη,
Κουτσή, κουφή, ἀλλοίθωρη, μονάχα μ’ ἕνα μάτι,
Πλασμένη ἀπὸ σάβανα, στάχτη, σκιὰ καὶ ᾅδη,
Σὰν φάντασμα νὰ χάνεται τὴν νύχτα ’ς τὸ σκοτάδι.

Δὲν θέλω νἄχῃ ἐμμορφιά, φρεσκάδα καὶ ὑγεία
Δροσιὰ καὶ χάρι καὶ ζωὴ καὶ τέτοια φλυαρία·
Δὲν θέλω ’ς τὴ ματιά της φῶς καὶ χείλη κοραλένια,
Μαλιὰ-χρυσάφι καὶ μορφὴ γλυκειὰ τριανταφυλλένια.
Τὴν θέλω σκιάχτρο, σίχαμα, ’ςὰν φύλλο μαραμμένη,
Σκιὰ ἀγνώριστη, σβυστή, ’ς τὸν θάνατο γερμένη.

Ἄχ! θέλω νἄχῃ εὐλογιά, τύφο, χολέρ’ ἀκόμα,
Νἆνε ’ςὰν ξύλο, σκέλεθρο, μὲ τὴν ψυχὴ ’ς τὸ στόμα,
Νὰ λυώνη ὅπως τὸ κερί, λιβάνι νὰ μυρίζῃ,
Τὴ νύχτα ’ςὰν βρυκόλακας τοὺς τάφους νὰ γυρίζῃ,
Νὰ μὴ ζυγιάζῃ τὸ πολὺ ἀπὸ πενῆντα δράμια,
Νὰ ’μοιάζῃ ’ςὰν ἐξωτικό, ’ςὰν τὸ στοιχειὸ, ’ςὰν λάμια.

Καὶ ἔτσι μ’ ἕνα της φιλὶ ἀρρώστιαις νὰ κολλήσω
Καὶ σκέλεθρο ’ς τὸ στῆθός της κ’ ἐγὼ νὰ ’ξεψυχήσω,
Πανοῦκλ’ αὐτή, χτικιὸ ἐγώ, νὰ πᾶμε ἀγκαλιασμένοι
Καὶ ναὔρωμε τοῦ οὐρανοῦ τὴ θύρ’ ἀμπαρωμένη,
Καὶ νὰ μᾶς βάλουν κάθαρσι ’ς αἰώνιο σκοτάδι
Μὴν τύχῃ καὶ μολύνουμε χολέρα καὶ τὸν ᾌδῃ.

Σατανᾶς