Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1887/Το αμαξηλατικόν «εμπρός»

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1887
Συγγραφέας:
Τὸ ἁμαξηλατικὸν «ἐμπρός»


ΤΟ ΑΜΑΞΗΛΑΤΙΚΟΝ «ΕΜΠΡΟΣ!»

ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΟΝ ΣΚΑΛΑΘΥΡΜΑ

Ὁ δὲ ὑποφαινόμενος θὰ παρακαλέσῳ τοὺς ἁμαξηλάτας τῶν Ἀθηνῶν νά σκεφθῶσι καλῶς καὶ μὲ εἴπωσιν—ὅταν ἀκούῃ τις ἐξοπίσω του φωνὴν λέγουσαν «ἐμπρός!» τί πρέπει ἐξ αὐτῆς νὰ νοῇ;

Γινώσκω τί ὅλοι θὰ μὲ ἀποκριθῶσιν· ἑνὶ στόματι θὰ μὲ εἴπωσιν, ὅτι πᾶς ὅστις τύχῃ προπορευόμενος τοῦ ὀχήματός των, ἅμα ὡς ἀκούσῃ τὸ ἐκφώνημα τοῦτο, ὀφείλει, διὰ τὸ καλόν του, νὰ φεύγῃ ἀπ’ ἔμπροσθεν τῆς τροχηλάτου μηχανῆς των καὶ τῶν ἱππείων ποδῶν οἵτινες τὴν σύρουν σιδηροπέταλοι καὶ ὀκτὼ τὸν ἀριθμὸν, εἰδεμὴ εἶνε ἀνεύθυνοι εἰς ὅ,τι ἂν προέλθῃ δυστύχημα ἐκ τῆς παρακοῆς, ἑκουσίας ἢ ἀκουσίας.

Ἀνεύθυνοι ἂν ᾖνε ἢ ὑπεύθυνοι, ἢ ἂν δὲν ὑπάρχωσι καὶ κωφοὶ μεταξὺ τῶν διαβατῶν, ταῦτα δὲν προτίθεμαι νὰ ἐξετάσω κατὰ τὴν στιγμὴν τὴν παροῦσαν, ἀλλὰ θέλω νὰ γνωστοποιήσω εἰς αὐτοὺς ὅτι, ἂν δὲν ἐπιθυμῶσι τὸ κακὸν τῆς πεζοπορούσης ἀνθρωπότητος, εἶνε χρεία νὰ κράζωσι πρὸς τοὺς ἐπιπροσθοῦντας εἰς τὴν ῥύμην των, ὄχι «ἐμπρός!» ὄχι· διότι μόνοι τῶν Ἀθηνῶν οἱ κάτοικοι συνειθίσαμεν νὰ ἐξηγῶμεν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸ ὅλως ἐναντίον δηλαδὴ «ἀπ’ ἐμπρός!» καίτοι καὶ ἡμεῖς πολλάκις ἀκούομεν ἀφ’ ἑτέρου τοὺς δεκανεῖς ἐκφωνοῦντας πρὸς τοὺς δέκα των στρατιώτας «ἐμπρός!» καὶ οἱ δέκα στρατιῶται ἐμπρὸς τότε πορεύονται ἀδιστάκτως — δὲν τρέπονται πλαγίως οὔτε φεύγουν ἀπ’ ἔμπροσθεν τοῦ δεκανέως των, παραχωροῦντες εἰς αὐτὸν τόπον νὰ προχωρήσῃ ἄνευ αὐτῶν, — θὰ ἦτο κωμικώτατον ἂν τὸ ἔκαμνον — ἀλλ’ ὅμως περὶ τῶν ξένων ὅσοι οὐδὲν διήκουσαν μάθημα γλωσσικὸν παρὰ τῶν καθ’ ἡμᾶς Αὐτομεδόντων, δότε νὰ διηγηθῶ τί συνέβη ἐκ τῆς παρεξηγήσεως τοῦ ἁμαξηλατικοῦ «ἐμπρὸς,» περὶ οὗ ὁ λόγος, εἰς ἄνθρωπον ἐλθόντα παροδικῶς ἐκ Καΐρου εἰς Ἀθήνας πρὸ ὀλίγων μηνῶν.

Ἐκεῖ, εἰς τὸ Κάϊρον, — ἀλλὰ μὰ τὴν ἀλήθειαν ἐκεῖνο εἶνε τὸ μαῦρον Κάϊρον, — ὁσάκις διὰ τῶν πολυανθρωποτάτων αὐτοῦ ἀγυιῶν διέρχεται ὄχημα, προπορεύεται εἰς δέκα ἢ δώδεκα βημάτων ἀπόστασιν ἀπ’ αὐτοῦ ἀνὴρ ἢ παῖς εὐσταλὴς, εὐσκελὴς καὶ γυμνόπους, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὅστις φέρει ἀνυψωμένην ῥάβδον μακρὰν, καὶ ἐνῷ τρέχει κατάρρυτος ὑπὸ ἱδρῶτος ἐκ τοῦ μακροῦ δρόμου καὶ τοῦ δυσφορήτου καύσωνος ἐκείνων τῶν κλιμάτων, ἐπιφωνεῖ πρὸς τοὺς διαβάτας… τὶ νομίζετε; — «ἐμπρὸς; — ὄχι, ἀλλὰ «τόπον!» πρᾶγμα παράδοξον, διότι οὕτω καὶ οἱ τῶν Παρισίων ἁμαξηλάται «place!» λέγουν ἐκεῖνοι, «place!» τοῦθ’ ὅπερ ἀκούων ἕκαστος πεζοπόρος, δὲν βάλλεται νὰ τρέχῃ καὶ αὐτὸς ἐμπρὸς, ἀλλ’ ἀποχωρεῖ πρὸς τὰ πλάγια τῆς ὁδοῦ ἀπτόητος καὶ ἥσυχος, μὴ βλέπων ἀνάγκην οὐδὲ νὰ στραφῇ ὅπως ἴδῃ τί τὸ ἐρχόμενον ὀπίσω του — διὸ καὶ εἰς τὸν βάρβαρον καθ’ ἡμᾶς τόπον ἐκεῖνον, τὸ Κάϊρον λέγω, οὐδέποτε ἐκ τῶν ὀχημάτων συμβαίνει δυστύχημα, ὁποῖον εἰς τὸν ξένον περὶ οὗ ἔχω νὰ διηγηθῶ, καὶ πιστεύω ὅτι πολλοὶ δὲν θὰ βαρυνθῶσι νά μὲ ἀκούσωσιν, ἐπειδὴ εἶνε βραχὺς ὁ λόγος.

Ὁ ξένος ἡμῶν, ἄνθρωπος μεσῆλιξ, σωματώδης δὲ καὶ προγάστωρ, ἔτυχε διερχόμενος τὴν πλατεῖαν τοῦ Συντάγματος, αὐτοῦ τοῦ συντάγματος τοῦ παραγαγόντος τὴν γνωστὴν προκοπὴν τῆς Ἑλλάδος, καὶ κατευθυνόμενος πρὸς τὴν ὁδὸν Ἑρμοῦ. Ἔκαιεν ὁ ἥλιος, καὶ ὁ ξένος ἐσπόγγιζε τὸν ἱδρῶτα τοῦ μετώπου του διὰ λευκοῦ μαντιλλίου, ὅτε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ Σταδίου, κατέβαινεν ὄχημα βιαστικὸν, κατὰ γρᾶμμα. Τὸ ὄχημα ἔφερεν ὁδοιπόρον μετὰ τῆς αὐτοῦ ἀπαρτίας (bagage) καὶ ἐφαίνετο σπεῦδον πρὸς τὸν σταθμὸν τοῦ ἀπ’ Ἀθηνῶν εἰς Πειραιᾶ σιδηροδρόμου.

«Ἐμπρὸς!» ἀνακράζει πρὸς τὸν ξένον ὁ ἁμαξηλάτης κροταλίσας ἐνταὐτῷ τὴν μάστιγά του εἰς σημεῖον ἀκαθέκτου ὁρμῆς — μόλις δ’ ἀκούει ὁ ἄνθρωπος τὸ κακόστομον τοῦτο «ἐμπρὸς!» — καὶ τὸ λέγω κακόστομον, διότι καὶ αὔθαδες εἷνε καὶ συνήθως ἐκφέρεται διὰ φωνῆς ἐρρίνου, οἵα ἐν ταῖς λιταῖς τῶν ἱεροδιακόνων, — καὶ ἐξηγήσεις αὐτὸ φυσικώτατα ἐξακολουθεῖ νὰ προχωρῇ πρὸς τὰ ἐμπρὸς, ἐν τῇ ἰδέᾳ ὅτι πρὸς τὰ ἐμπρὸς οὐδεὶς ὑπῆρχε κίνδυνος δι’ αὐτὸν, παρακελευόμενον νὰ προχωρῇ καθὼς ἐπροχώρει — ἐφυλάχθη λοιπὸν τοῦ νὰ τρέψῃ τὸ βῆμα πρὸς τὰ πλάγια, δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ, μᾶλλον ἐκεῖ ἀπεικάζων τὸν κίνδυνον. Μὴ δὲν ἤκουσε τὸν διφρηλάτην ἀνακράξαντα «ἐμπρὸς!»; Ἐμπρὸς λοιπὸν καὶ αὐτὸς ἐξηκολούθησε νὰ πορεύεται. Ἔβλεπε τὸν τροῦλον τῆς Καπνικαρέας, καὶ εἰς αὐτὸν προσηλωμένος ὡς οἱ ναυτιλλόμενοι πρὸς τὸν πολικὸν ἀστέρα, ἐσκέπτετο πῶς νὰ διατηρῆται ἐκεῖ αὐτὸ τὸ πρόσκομμα· ἢ, ἂν ᾖνε ἱστορικὸν ἢ τὴν ἀρχιτεκτονικὴν ἀπαράμιλλον, δὲν θὰ ἦτο ἆρά γε δυνατὸν νὰ μετακομισθῇ ἀλλαχόσε που πέτρα πρὸς πέτραν;

«Ἐμπρὸς!» ἐπαναλαμβάνει ὁ ἁμαξηλάτης ἐπιτακτικώτερον.

Οὐδὲν ἄλλο καὶ ἐκ τῆς δευτέρας ταύτης φωνῆς ἐνόησεν ὁ καλὸς κἀγαθὸς ξένος, ἢ ὅτι καλῶς ἔβαινεν πρὸς τὰ ἐμπρὸς, ἀλλ’ ὤφειλεν ἴσως νὰ σπεύσῃ τὸ βῆμα. Ἤρχισε τότε λοιπὸν νὰ τρέχῃ, αὐτὸς ἐμπρὸς καὶ τὸ ὄχημα κατόπιν του, μηδὲ τολμῶν νὰ στραφῇ πρὸς τὸν ἁμαξηλάτην ὅπως τὸν ἐλέγξῃ διὰ τὸ ὅλως ἀπρεπὲς καὶ ἀσύγγνωστον τῆς καταδρομῆς. Ὅσον ὅμως καὶ ἂν ἔσπευδε νὰ προπορεύεται, τὸ ὄχημα τὸν κατέφθανε.

«Ἐμπρός!» τρίτον τοῦτο ἐκφωνεῖ ὁ ἀπόγονος τοῦ Αὐτομέδοντος, ὁ δὲ ξένος, καίτοι τὸ σῶμα βαρὺς, βάλλεται νὰ τρέχῃ ὅλαις δυνάμεσιν, ἐμπρὸς πάντοτε, ὡς ἄλλος πλέον Πανθεὺς, ὃν ἐπιμόνως προήλαυνον αἱ Μαινάδες

«πελείας ὠκύτητ’ οὐχ ἥσσονες
»ποδῶν ἔχουσαι συντόνοις δρομήμασι.»

Καὶ τοῦτο μὲν διὰ τὸ τραγικὸν τοῦ θεάματος· διὰ δὲ τὸ κωμικὸν, ἐνθυμήθητε τὸν κύρ Γουρουνόπουλον (monsieur de Pourceaugnac) τοῦ Μολιέρου, ὅταν τὸν βάλλῃ ἐμπρὸς δωδεκὰς φαρμακοποιῶν ὅλων κλυστηριοφόρων,

«Piglia lo su,
siqnor monsu
che non ti farà male
questo serviziale.»

κραυγαζόντων καὶ τρεχόντων ἐξοπίσω του.

Καταλαμβάνετε ὅτι ἀνεστατώθη ὅλη ἡ ὁδός· οἱ μὲν τῶν θεατῶν ἐγέλων, ὅτι προγάστωρ τις κύριος, ἄλλως τε καὶ ἐνδυμένος κοσμιώτατα, προέτρεχε ἑνὸς ὀχήματος περιδεὴς καὶ ἀσθμαίνων, οἱ δὲ, βλέποντες ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐκινδύνευεν, ὡς κωφὸς ἴσως, νὰ λακπατηθῇ ὐπὸ τῶν ἐπερχομένων ἵππων καὶ τροχῶν, ἀπετείνοντο πρὸς τὸν ἁμαξηλάτην διὰ βοῆς ὅπως στήσῃ τὸν δρόμον· πᾶς διαβάτης παρέμενεν ὑπὸ περιεργείας· οἱ ὑφασματοπῶλαι κρατήσαντες μετέωρον τὸν πῆχυν δι’ οὗ κατεγίνοντο νὰ μετρήσωσι τὸν ἀγορασθέντα ἱστὸν, ἠτένισαν καὶ αὐτοὶ πρὸς τὰ ἔξω· αἱ κυρίαι ὅσαι ἔτυχον ἐκεῖ πρὸς ἐξώνησιν ἐμπολήματός τις ἐξῆλθον εἰς τὸν οὐδὸν τῆς θύρας, ἔνιαι τούτων ἀτενίζουσαι διὰ διόπτρων,—ἐλάττωμα θέλον καὶ αὐτὸ νὰ γίνῃ προτέρημα,—διὸ καὶ ἂς μοὶ ἐπιτραπῇ ἐνταῦθα μικρά τις περὶ τούτου παρέκβασις.

Ἡ μυωπία ἀναντιρρήτως εἷνε μειονέκτημα· ἀλλ’ ὕψωσαν αὐτὸ εἰς πλεονέκτημα τινὲς τῶν κυριῶν, εὑρίσκουσαι πρόφασιν νὰ φέρωσι δίοπτρα, καὶ μικρὸν ἂν μυωπάζωσιν, ἢ καὶ οὐδόλως. Διὰ τὰς ἐπιζητούσας διὰ τοῦ μέσου τούτου συμπάθειαν, ἐννοῶ τοῦτο, ἐπειδὴ συμπαθεῖς εἶνε εἰς τὸν ἄνδρα πολλαὶ τοῦ ἀσθενοῦς φύλου ἀδυναμίαι· ἀλλὰ διὰ τὰς προδιδούσας ὑπεροψίαν ἐν τῷ διορᾷν τοὺς ἀνθρώπους, ἄνδρας ἢ γυναῖκας, διὰ τῶν διόπτρων, ὡς ὁ Γυλλίβερος ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ ἀναστήματος του τοὺς κατοίκους τῆς Λιλλιπύτης οἱονεὶ μύρμηκας παρατηροῦσαι ἐνώπιον των, κινοῦν εἰς δυσαρέσκειαν, πολλοὺς δὲ καὶ εἰς ἐχθρότητα, διότι «τίς ὁ μικρὸς οὗτος» ἢ «τίς ἡ μικρὰ αὕτη» φαίνονται ὡς λέγουσαι κατὰ διάνοιαν.

Ὥστε ἐν τῷ παρατηρεῖν διὰ τῶν διόπτρων ἀπαιτεῖται ἐπιστημοσύνη τις, ἢ μᾶλλον ἀφέλεια, ἧς ἀξιάγαστον ὄντως ὑπόδειγμα εἶνε ἡ βασιλὶς τῶν Ἑλλήνων, ἅτε βασιλὶς καὶ ἅμα ἀγγελικὴ τὴν προσήνειαν. Ἡ ἐπισταμένη νὰ δίδη ποιάν τινα χάριν εἰς τὸ ἦθος αὐτῆς, χάριν τοιαύτην ὥστε νὰ κολάζεται ἡ σημασία τῆς ὑπεροψίας ἐν τῷ βλέπειν διὰ τῶν τοιούτων προκλητικῶν παραθύρων ἃς ἐμφανίζεται ἐλευθέρως εἰς τὰ παράθυρα ταῦτα, βεβαία ὅτι ἐξ αὐτῶν δύναται καὶ καρδίας νὰ τρώσῃ, ἐνῷ ἄλλως πως θὰ ἐκινδύνευε νὰ διεγείρῃ χολάς. Πρόκειται περὶ ἀποκτήσεως ἐχθρῶν ἢ φίλων, τοῦτο δὲ εἶνε σπουδαιότατον, ἡ ἐκλογὴ μεταξὺ συμπαθειῶν ἢ μίσους· διὸ καὶ εἰς τὴν μὴ κατορθοῦσαν νὰ ἀποφύγῃ τὸ μῖσος, συμφέρει νὰ μὴ μεταχειρίζεται ἢ ἐν ἀνάγκη τὰ δίοπτρα.

Ἀλλ’ ἡ παρέκβασίς μου εἷνε ὅλως ἀδικαιολόγητος, ἀφοῦ ὁ καταδιωκόμενος ξένος οὐδεμίαν προσοχὴν ἔλαβε καιρὸν νὰ δώσῃ εἰς τὰς περὶ αὐτὸν περιεργείας· ἔτρεχε δὲ βλέπων μόνα τὰ ἐμπρός του ἕως οὗ προσεβλήθη τέλος κατὰ τὴν ἀριστερὰν ὠμοπλάτην ὑπὸ τοῦ οἴακος τοῦ ὀχήματος.

— Τώρα, ἐγὼ πταίω; ἐρωτᾷ ὁ ἁμαξηλάτης τοὺς περιεστώτας. Μία ὥρα ἔχω ὅπου τοῦ φωνάζω «ἐμπρός!» καὶ αὐτὸς ὅλο ἐμπρός μου εὑρίσκεται.

Δὲν ἐκρατήθην.—Ἀλλὰ, νὰ λοιπὸν ὅτι πταίεις ἐσύ! ἀπήντησα εἰς τὸν Αὐτομέδοντα· ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ «ἐμπρὸς» τὸν ἔλεγες, ἐμπρὸς ἐπροχώρει· ἂν ἔλεγες «ἀπ’ ἐμπρός!» ἢ διὰ τὸ συντομώτερον, ἂν ἔλεγες «τόπον!» θὰ σὲ παρεχώρει τόπον βεβαιότατα.

— Τοῦ φώναξα καὶ «βάρδα ἐμπρός!»

— Ἀκόμη χειρότερον· βάρδα λέγει ὁ Ἰταλὸς, ὅταν θέλῃ νὰ εἰπῇ: ἰδὲ, κύτταξε· ὁ Ἴταλὸς δὲν λέγει guarda avanti, ἀλλ’ ἁπλῶς guarda· σὺ τὸν ἔλεγες «βάρδα ἐμπρός!» δηλαδὴ νά ἰδῇ ἐμπρός του, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ τὸν εἰπῇς νὰ ἰδῇ ὀπίσω του.

Ὁ ξένος ἐν τούτοις ἔτριβε τὸν ὠμόν του, ἐλαφρῶς αἰσθανθεὶς τὸ κροῦσμα, διότι εὐτυχῶς ἡ ὁρμὴ τῶν ἵππων εἶχεν ἤδη μετριασθῇ.

Λαβὼν αὐτὸν ἐκ τῆς χειρὸς ὅπως τὸν σύρω πρὸς ἐμὲ ἀπὸ τῶν ῥωθώνων τοῦ ἑτέρου τῶν ἵππων, εἶδα ὅτι ἦτο γνωστός μου, φιλόμουσός τις κύριος, ὅστις πρὸ δώδεκα ἐτῶν εἶχεν εὐαρεστηθῆ νὰ μὲ συνοδεύσῃ ἀπὸ Καΐρου εἰς τὰς πυραμίδας. Αὐτὸς μοῦ εἶχεν ἐπιστήσει τὴν προσοχὴν εἰς ἃ γράμματα ἐχάραξέ ποτε ὁ ποιητὴς Ἀλέξανδρος Σοῦτσος ἐπὶ μιᾶς αὐτῶν. «Ζήτω τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος ὅσον αἱ Πυραμίδες» καὶ μὲ εἶδε γράψαντα ὑπ’ αὐτὰ προχείρως καὶ διὰ μολυβδίδος τὸ δίστιχον·

«Τὸ σύνταγμά σου σώζεται· ἀλλὰ κατέστη ἐμπαιγμὸς.
»Γενναῖον μὲν τὸ φάρμακον, ἄλλο δ’ ἀπῄτει ὁ σφυγμός.»

— Σᾶς εὐχαριστῶ, κύριε (μὲ εἶπεν ὀνομαστὶ προσαγορεύσας με)· ἐδῶ εἰς τὰς Ἀθήνας, ὅπου ἡ γλῶσσα ἔπρεπε νὰ λαλῆται παραδειγματικῶς, βλέπω καθ’ ἡμέραν μὲ ἀπορίαν μου, ὅτι πλεῖσται λέξεις παρασημαίνονται. Βλέπετε ὅτι τὸ «ἐμπρὸς» θέλουν νὰ μὴ σημαίνῃ ἐμπρὸς, ἀλλὰ νὰ σημαίνῃ «ἀπ’ ἐμπρὸς» ἤγουν τὸ ἐναντίον. Καὶ χθὲς, ἐδῶ πάλιν, εἰς τὴν ὁδὸν Ἑρμοῦ, ἤκουσά τινα στεκόμενον εἰς τὴν θύραν ὑφασματοπώλου· καὶ αὐτοὶ δὲ, καθὼς καὶ οἱ ῥωποπῶλαι βλέπω νὰ παρονομάζωνται εἰς τὰς Ἀθήνας ἔμποροι (négociants) ἐνῷ εἶνε ἐμπολεῖς (marchands),—τὸν ἤκουσα νὰ διαλαλῇ πρὸς τοὺς παρερχομένους «Ὁρίστε, κύριοι! ἐδῶ πωλοῦνται διάφορα ἐμπορεύματα μὲ μεγααάλον ἐκπεσμόν. Ὅσα ὅσα, κύριοι!» Ἐρωτῶ τί ἤθελε νὰ εἰπῇ μὲ τὸ «ὅσα, ὅσα» καὶ μανθάνω ὅτι δὲν ἤθελε νὰ εἰπῇ, ὅτι ὅσα ἦσαν ἐκεῖ ἐμπορεύματα, ὅσα μαντίλλια, ὅσα ψαλλίδια καὶ ὅσα κουρεύματα, ὅλα ἐξετίθεντο πρὸς πώλησιν ἐν ἐκπτώσει τιμῆς, ἀλλὰ τί; ἀρκούμεθα εἰς τόσα, ὅσα προαιρεθῇ νὰ δώσῃ ὁ ἀγοραστής. Ὥστε ἀντὶ νὰ εἰποῦν «τόσα, ὅσα» λέγουν «ὅσα, ὅσα.»— Μὲ τὰ σωστά σας (ἐρωτῶ) στέργετε τοῦτο; Ἀφίνεσθε εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ ἀγοραστοῦ, νὰ λάβῃ ὅ,τι ἂν τὸν χρειάζεται ἐξ ὧν πωλεῖτε, καὶ νὰ σᾶς πληρώσῃ ὁποιονδήποτε τίμημα;— Ὁ λόγος τὸ φέρει μοὶ ἀποκρίνεται ὁ τὸν ὁποῖον ἠρώτων.— Καταλαμβάνετε σεῖς, κύριε, αὐτὸ τὸ «ὁ λόγος τὸ φέρει» ἐνῷ ὁ λόγος, πρῶτον μὲν εἷνε ὑποχρέωσις, κατά τε τὸ ἀρχαῖον ἐκεῖνο ἀπόφθεγμα «ἅμα τ’ ἀπηγγέλθη καὶ εἰς ὀφειλὴν περιέστη», καὶ κατὰ τὸ ἰταλικὸν «oqni promessa debito». δεύτερον δὲ, ποῦ καταντῶμεν, ἂν ὁ λόγος θέλει νὰ φέρῃ ἀποτέλεσμα τὸ ἐναντίον τῆς σημασίας του; Καὶ ἂν ὁ λόγος τὰ φέρῃ ὅλα τοιουτοτρόπως, ποῖος νόμος δύναται τώρα νὰ φέρῃ εἰς σωφρονισμὸν τὸν ἁμαξηλάτην ὅστις παρ’ ὀλίγον μὲ ἐθανάτωνε;

— Αὐτὰ ἂν ἐξετάζετε, φίλε, τὸν εἶπα τότε, μὰ τὸ ἀνεξήγητον ἐκεῖνο θαυμαστικὸν τὸ ἐπὶ τῶν ἑλληνικῶν νομισμάτων διὰ παντὸς κεχαραγμένον, πρὸς αἰώνιον μαρτυρίαν τῆς παρούσης ἡμῶν ὀλιγωρίας εἰς πάντα καὶ ἐπιπολαιότητος, τότε, λέγω, ἔχετε ν’ ἀκούσετε ὅτι καὶ οἱ μουσικοὶ ἡμῶν παιανίζουν, καίτοι μαζούρκας ἤχους ἀνακρούοντες, δι’ ὀργάνων μάλιστα, ὄχι δὲ ζώσης φωνῆς, οὔτε ἰδέαν ἔχοντες περὶ παιᾶνος· καὶ τὸ φῶς τῶν ἑορτασίμων αἰθουσῶν ἡμῶν εἷνε ἄπλετον, δηλαδὴ ἀπλησίαστον, ὅταν θέλουν τοὐναντίον νὰ τὸ εἴπωσι καταυγαστικώτατον, ἱλαρώτατον, τέρπον τοὺς πλησιάζοντας αὐτὸ ὀφθαλμοὺς, ἀντὶ νὰ τοὺς ἐνοχλῇ καὶ νὰ τοὺς ἀποτυφλώνῃ, ὡς θὰ συνέβαινεν ἂν ἦτο ἄπλετον, ὁποῖον τὸ τοῦ δίσκου τοῦ ἡλίου πρὸς τὸ ὄμμα τὸ εἰς αὐτὸν ἀτενίζον· καὶ αἱ χαριέσταται καὶ ἐλαφραὶ πεταλοῦδαι λέγονται παρ’ ἡμῖν, καὶ γράφονται δὲ μάλιστα χρυσαλλίδες, βαρεῖαι δηλαδὴ καὶ ἀχάριτες, ὡς εἷνε αἱ χρυσαλλίδες πρὶν ἢ ἀποκτήσωσι πτέρυγας καὶ μεταμορφωθῶσιν εἰς πεταλούδας, ψυχάρια ἢ ψυχάς· καὶ τὰς κάμπας τὰς θέλομεν σκώληκας, ἀηδεῖς σκώληκας· μεταξοσκώληκας λοιπὸν καὶ τὰς εὐγενεῖς μεταξοκάμπας· καὶ τῆς ἀγορᾶς τὸ ὄνομα δίδομεν ἐκεῖ ὅπου πωλοῦνται τὰ ὄψα, ἤτοι εἰς τὴν ὀψωνίαν· καὶ τὴν ἀρτιότητα ἐν τῷ βουλευτηρίῳ μεταβάλλομεν εἰς ἀπαρτίαν, δηλαδὴ ὁδοιπορικὰ καλαμπαλήκια· καὶ πᾶσαν δίκην, ἀγωγὴν, ἔνστασιν ἢ ἀναφορὰν ἀπολεγομένην ὅτι ἀπορρίπτεται.—ἀκούετε ἀπορρίπτεται!— εἰς τὰ σκύβαλα ἢ κατὰ προσώπου τοῦ πτωχοῦ ἀναφερομένου, βεβαίως· καὶ ἡ ἰσχὺς, ἡ ροπὴ ἢ τοὐλάχιστον ἡ ἐπίδρασις λέγεται καὶ γράφεται ἐπιρροὴ, ἀντὶ τοῦ γαλλικοῦ influence, ἐνῷ ἐπιρροὴ σημαίνει flux καὶ ὄχι influence· καὶ, καὶ, καὶ, μυρία ἄλλα καί· τὸ δ’ ἀναντίρρητον εἶνε, ὅτι ἡ κυριολεξία φορτώνεται ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἡμῶν Ἑλλήνων εἰς τὸν πετεινόν· ἴσως διότι καὶ οἱ ἀρχαῖοι τὸν Πόντον τὸν ἄξενον ἀπεκάλουν εὔξενον, κατ’ εὐφημισμὸν, καὶ τὰς κακὰς καὶ διεστραμμένας Ἐριννύας καλὰς κἀγαθὰς Εὐμενίδας· ἀλλ’ οὕτω προβαίνοντες, αὔριον θ’ ἀκούσωμεν ὅτι καὶ τυφλὸς δηλοῖ ὀξυδερκῆ, καὶ μόλυβδος σημαίνει χρυσὸν, καὶ αὐγοτάραχον σημαίνει ὀσφράδιον.

Δὲν εἶδα πλέον τὸν ἄνθρωπον, — ἔμελλε ν’ ἀναχωρήσῃ τὴν ἐπιοῦσαν,— διὸ καὶ δὲν ἔχω τι ἄλλο νὰ εἴπω περὶ αὐτοῦ· ἄλλοι θὰ εἴπωσι ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ ἄλλα χρησιμώτερα, ἐκτὸς ἂν τὸ διήγημά μου ἀποβῇ διδακτικὸν εἰς τοὺς ἀθηναίους διφρηλάτας· πρᾶγμα ὅμως τοῦτο δύσκολον τόσον, ὅσον τὸ ἀπεκδέχεσθαι ἐξ ἀκανθῶν σταφυλὴν καὶ ἀπὸ τριβόλων σῦκα. Δὲν θὰ παύσωσιν, ὄχι, δὲν θὰ παύσωσι βάλλοντες ἡμᾶς ἐμπρὸς διὰ τοῦ συνήθους ἐκφωνήματος· ὤ! εἰς τοῦτο συμφωνῶ, καὶ εἰς τοῦτο ὡς ἀνωτέρους καὶ λόγου καὶ νόμου τοὺς προσκυνῶ, τοὺς χειροκροτῶ, καὶ εἰς τοῦτο μακρὺς πλατὺς, καθὼς θέλετε, ὑπογράφομαι

Ι. Ισιδωριδησ Σκυλισσης.