Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1887/Νεκροί και ζώντες, ήτοι νεκρολογία περί... των ζώντων

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1887
Συγγραφέας:
Νεκροὶ καὶ ζῶντες, ἤτοι νεκρολογία περὶ... τῶν ζώντων


ΝΕΚΡΟΙ και ΖΩΝΤΕΣ
ΗΤΟΙ
ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙ ... ΤΩΝ ΖΩΝΤΩΝ

— Τί λὲς ἀδελφέ; ἀστείζεσαι ἢ κοροϊδεύεις; Περὶ τῶν ζώντων ἀφοῦ πρόκειται περὶ νεκρολογίας;

Μάλιστα, κύριοι.

Θὰ ὁμιλήσω περὶ τῶν νεκρῶν διὰ νά κλαύσω τοὺς ζῶντας, τοὺς ἐν Ἀθήναις τοὐλάχιστον ζῶντας καὶ οἰκοῦντας, ὡς ἐγὼ, ἐπὶ τῆς διασταυρώσεως τῶν ὁδῶν Ἑρμοῦ καὶ Νίκης....

Θέλετε δὲ ἴδει ὅτι ἀμφότεροι οὗτοι οἱ γείτονές μου θεοὶ σκοπίμως καὶ εἰς πεῖσμά μου κατέλαβον τὰς δύο φερωνύμους ὁδοὺς, δι’ ὧν συνηθέστατα διαπορθμεύονται οἱ κηδευόμενοι νεκροὶ εἰς τὸ Α′ Νεκροταφεῖον, ἀφοῦ ὁ μὲν ἀξιότιμος κ. Ἑρμῆς ἀνέκαθεν ἐπηγγέλλετο τὸν νεκροπομπὸν ἐν ᾌδῃ, ἡ δὲ αἱμοχαρὴς Mlle Νίκη, τρέφεται, ζῇ καὶ διαιωνίζεται μόνον διὰ πτωμάτων, ὡς οἱ κόρακες, μερικοί ἰατροὶ καὶ οἱ δημοτικοὶ ἄρχοντες, ἀραιοῦσα τὰ στελέχη τοῦ στρατοῦ καὶ τὸν ἐκλογικὸν κατάλογον τοῦ κυρίου δημάρχου, διὰ τῶν πολέμων, τῶν ἰατρικῶν συνταγῶν καί τοῦ κοιλιακοῦ τύφου.

Ἔπειτα διατί παραξενεύεσθε;

Ἄλλοι ἐπικήδειοι ἢ ἐπιτήδειοι, ὅπως θέλετε, ῥήτορες ἀρέσκονται νὰ γράφωσι τὴν ζῳολογίαν τῶν νεκρῶν. Ἐγὼ προτιμῶ νὰ γράψω ἐνταῦθα νεκρολογίαν τῶν ζώντων.

Ἄλλως τε εἰμί ἀμείλικτος ἐχθρὸς τοῦ συρμοῦ. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει παρ’ ἡμῖν νεκρὸς, οὗ τὰ ὦτα, πρὶν ἢ τὰ καλύψῃ ὁ τάφος, νὰ μὴ ἐκκωφάνουν τρεῖς τοὐλάχιστον ἐπιτάφιοι ῥήτορες, καὶ περί οὗ νὰ μὴ γραφῇ τ’ ὀλιγώτερον μία νεκρολογία δίστηλος εἰς τὰς ἐφημερίδας, συνωνθυλευμένη μὲ τοιούτους ἐπαίνους, δι’ οὓς κοκκινίζουν ἐνίοτε ἐξ ἐντροπῆς καί αὐταὶ ἀκόμη τοῦ ἐπαινουμένου νεκροῦ αἱ ὠχροπράσινοι παρειαί· διὰ τοῦτο ἐγώ, εἰς πεῖσμα τῶν ἐπικηδείων ἀγορητῶν καὶ πρὸς ἡσυχίαν τῶν κεκοιμημένων, θὰ παραβῶ τὴν συνθήκην, δηλ. ἐννοῶ νὰ κλαύσω τοὺς ζῶντας, ἀφορμὴν λαμβάνων ἐκ τῶν ἐπίσης—δὲν ἀρνοῦμαι—πολυκλαύστων νεκρῶν.

Θ’ ἀδημονήσωσι βεβαίως τινὲς ἐξ ἐπαγγέλματος νεκρολόγοι, οἱ ὁποῖοι μόλις μυρισθοῦν ὅτι ὁ δεῖνα φιλήσυχος καὶ ἄκακος ἀστός, φαγὼν πλείονας τοῦ συνήθους πέπονας, πνέει τὰ λοίσθια, σπεύδουν νὰ ἑτοιμάσουν ἢ καὶ νὰ μεταπλάσουν ἐξ ἄλλου προηγουμένης χρήσεως ἐπικηδείου, τὸν ἐπιτάφιον διὰ τὸν προκείμενον νεκρόν. Ἐὰν δὲ ὁ προκείμενος αὐτὸς νεκρὸς μεταμεληθῇ αἴφνης καί, εἰς ἔκπληξιν τοῦ ἰατροῦ του, ἀντὶ νὰ κατευοδωθῇ εἰς την αἰωνιότητα, ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν ζωὴν καί εἰς τὴν πλατείαν τοῦ Συντάγματος, ὁ ἐπικήδειος τότε λόγος χρησιμοποιεῖται βραδύτερον δι’ ἄλλον, ὄχι πλέον προκείμενον, ἀλλὰ βεβαίως ἐπικείμενον νεκρὸν.

Μία παρένθεσις συμφέρουσα καὶ ζῶντας καὶ νεκρούς.

Διατί ἆρά γε, ὅπως ὑπάρχων φερετροποιεῖα, νὰ μὴ ἱδρυθῶσιν ἐπίσης καὶ λογοποιεῖα, πωλοῦντα ἑτοίμους, εἰς διάφορα γοῦστα καὶ τιμάς, ἐπικηδείους καὶ νεκρολογίας, ἀφοῦ ἐπάνω κάτω ὅλοι σχεδόν, μικροὶ—μεγάλοι, καλοὶ—κακοί, ἀποθνήσκοντες θὰ ὑποστῶμεν ἐξάπαντος ἕνα τοὐλάχιστον ἐπιτάφιον καὶ δύο νεκρολογίας;

Μήπως τάχα δὲν ὑπάρχουν ἐξ ἐπαγγέλματος μοιρολογήτριαι, ἕτοιμοι νὰ κλαύσουν οἱονδήποτε νεκρὸν σπαρακτικώτερον, σᾶς βεβαιῶ, τοῦ συζύγου καὶ τῶν κληρονόμων τοῦ μακαρίτου;

Ἡ πρόοδος εὐκολύνει τὸν βίον. Διατί νὰ μὴ εὐκολύνῃ τάχα καὶ τὸν θάνατον;

Φαντάσθητε αἴφνης τὸν ἑξῆς ἐμπορικὸν διάλογον:

— Ἔχετε ἐπικήδειον δι’ ὑποδηματοποιόν;

— Δυστυχῶς χθὲς μᾶς ἐτελείωσαν. Αὔριον θὰ ἑτοιμάσωμεν. Ἐὰν θέλετε διὰ ζαχαροπλάστην.

— Ὄχι! θὰ τὸν ἀπαγγείλω εἰς ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος οὔτε ἔτρωγε κἂν ζαχαρωτὰ ’ς τὴ ζωή του.

— Τότε ἠμπορεῖτε νὰ οἰκονομήσητε τὸν μακαρίτην μὲ κανένα ἐπιτάφιον διὰ βυρσοδέψην.

— Βεβαιότατα! τὰ ἐπαγγέλματα, ἔχουν στενὴν συγγένειαν. Καὶ πόσον κοστίζουν;

— Κατὰ τὴν ποιότητα. Θέλετε νὰ ἦνε πολὺ συγκινητικὸς!

....................................................................................................................................................................................................................................................

Ἀλλὰ κινδυνεύομεν, βλέπω, νὰ λησμονήσωμεν τοὺς ζῶντας χάριν τῶν νεκρῶν, ἐνῷ ἡ πρόθεσίς μου εἷνε νὰ λησμονήσωμεν τοὺς νεκροὺς μίαν στιγμὴν πρὸς ἡσυχίαν τῶν ζώντων.

Πολλάκις ζητῶ νὰ ἐξηγήσω διὰ ποῖον λόγον περιάγονται θριαμβευτικῶς οἱ νεκροὶ ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τῆς πόλεως ὑπὸ τὰς ὠρυγὰς τῶν παπάδων καὶ τῶν ψαλτῶν, καθ’ ὧν ἀτυχῶς δὲν προέβλεψαν ἀκόμη οἱ ποινικοὶ νόμοι.

Καὶ τὴν ἐξήγησιν τοῦ φρικαλέου αὐτοῦ αἰνίγματος εἰμὶ ἠναγκασμένος νὰ ζητῶ δεκάκις τῆς ἡμέρας, διότι ἰσάριθμοι σχεδὸν νεκροπομπαὶ διέρχονται τὴν μίαν ἢ τὴν ἄλλην ὁδόν, ἐπὶ τῆς διασταυρώσεως τῶν ὁποίων φεῦ, οὐαί, οἴμοι, ἀλλοίμονον καὶ πάντων συλλήβδην τῶν σχετλιαστικῶν ἐπιφωνημάτων τῆς γραμματικῆς τοῦ Γενναδίου, κεῖται, βαβαί, τὸ γραφεῖόν μου, εἰς ὃ μένω καθηλωμένος δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, ξεκαρφονώμενος ἐνίοτε σπασμωδικῶς εἰς τὸ ἔρρινον γρύλλισμα τῶν διερχομένων ἑκάστοτε νεκροψαλτῶν.

Ἡ ζωὴ — σκέπτομαι τότε — κοστίζει τόσον ἀκριβά, ἐν Ἀθήναις μάλιστα, εἶνε τόσον βραχεῖα ὡς ἐκ τῆς βραχύτητος τῶν ἡδονῶν καὶ τόσον ἐξ ἀντιθέτου μακρὰ ὡς ἐκ τῆς παρατάσεως τῶν συμφορῶν, ἐξ ὧν σύγκειται κατὰ τὰ ἐνενῆντα ἐννέα ἑκατοστά, ἀριθ. 99/100, ὥστε μόλις κατορθοῖ τις νὰ κερδίσῃ τὸ ἀδιόρατον ἐκεῖνο ἓν ἑκατοστὸν, τὸ διαλανθάνον ὡς ὄνειρον ἢ σκιά, τὸ ἀφανιζόμενον, ὡς φωτεινὴ βολίς, στιγμιαία δηλ. ὑποψία φωτός, εἰς τῆς νυκτὸς τὸν ἀπέραντον ζόφον. Καί, ἄν μοι ἐπιτρέπητε μίαν ποιητικὴν παρομοίωσιν, ἡ ζωὴ εἶνε ἓν ἀτελεύτητον ἀστροφεγγὲς μεσονύκτιον.

Καὶ ὅμως τὸ ἑκατοστημόριον ἐκεῖνο τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον ἀξίζει τὰ ὑπόλοιπα 99/100 αὐτῆς, κατὰ τὸ ὁποῖον πράγματι ζῆτε, δηλαδὴ εἶσθε ἢ νομίζετε, ἀδιάφορον, ὅτι εἶσθε εὐτυχής, εἴτε διότι ἀνακύπτετε ἐκ τοῦ καμάτου τῆς ἐργασίας διὰ νὰ ἀναπνεύσητε, εἴτε διότι σᾶς ὑπεσχέθη ἓν φίλημα ἡ ἐρωμένη σας ἢ καμμίαν θέσιν δημοσίαν ὁ κ. Ἀναγνωστόπουλος, εἴτε διότι ἐκλέψατε τὰ ἅλατα ἢ κανὲν οἰκόπεδον τοῦ δημοσίου, εἴτε διότι κατωρθώσατε νὰ καταπίητε μετὰ τοῦ δικηγόρου τὰ χρήματα τοῦ ἀντιδίκου σας, εἴτε… εἴτε… τὴν στιγμήν, λέγω, ἐκείνην τὴν εὐφρόσυνον, ἣν ἀναμένετε μετ’ ἀγωνιώδους ἐλπίδος, ὡς τὴν ἐκκύβευσιν τοῦ λαχείου σας ἀπὸ τοῦ βάθους 100,000 ἀριθμῶν, τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὴν ἀνεκτίμητον, ἣν ἐπληρώσατε τίς οἶδε μὲ πόσα δάκρυα, καὶ συγκινήσεις καὶ παλμοὺς προςδοκίας, ἔρχεται νὰ σᾶς τὴν ἀφαιρέσῃ ἀπανθρώπως καὶ μετὰ τῆς σκληροτέρας εἰρωνείας, ἡ ἀπαισιωτέρα εἰκὼν, ἡ εἰκὼν τοῦ θανάτου διερχομένη πρὸ ὑμῶν.

Ἀλλ’ ἂν οἱ νεκροὶ χρεωστοῦσιν εἰς τοὺς κληρονόμους των, ἤθελα νὰ ἤξευρα τί χρεωστῶ ἐγὼ εἰς τοὺς νεκρούς, τοὺς παρελαύνοντας πρὸ τῆς θύρας καὶ τῶν παραθύρων μου.

Εἷσθε λ. χ. παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς μνηστῆς σας παραδεδομένοι εἰς τὰ γλυκύτερα ὄνειρα τῆς ζωῆς, ὁπότε αἴφνης…

— Ἄοι οι οι οὔ ου νε ε ε ε ε α α α η η η!....

Τί εἷνε; τί τρέχει;

Ἆ! τίποτε· μία κηδεία, καλέ. Κἄποιος ἀπέθανε καὶ πᾶνε νὰ τὸν θάψουν. Ὁ θάνατος δηλ. διέρχεται ὠρυόμενος διὰ κακούργων λαρύγγων ὑπὸ τὰ παράθυρά σας, διενεργῶν διαδήλωσιν κατὰ τῆς ζωῆς, ἣν τρυφερώτατα ὠνειροπολεῖτε τὴν στιγμὴν ἐκείνην.

Καὶ σᾶς διακόπτει τὴν συνδιάλεξιν, τὸ μειδίαμα, τὴν φαιδρότητα, τὴν γοητείαν.

Καὶ πότε θὰ ἐπανέλθῃ ἡ ὡραία ἐκείνη στιγμὴ, τὸ ἑκατοστὸν ἐκεῖνο τῆς ζωῆς σας, κατὰ τὸ ὁποῖον ὑπήρξατε εὐτυχής;

Εἷσθε εὔχαρις, διότι πρὸ μικροῦ συνήψατε ἐπικερδῆ δεκαετῆ μίσθωσιν, ἐξ ἧς προςδοκᾶτε κανὲν μέγαρον ἢ καμμίαν νύμφην πλουσίαν ἢ τὴν προῖκα τῆς θυγατρός σας ἢ τὸν τίτλον τοῦ βουλευτοῦ. Εἶσθε εὐδαίμων, διότι ἡ φαντασία σᾶς προάγει δέκα ἔτη ἐμπρὸς καὶ σᾶς ζωγραφίζει τὸ μέλλον μὲ τὰ γλυκύτερα χρώματα τῆς ζωῆς, ὅτε αἴφνης…

— Ἄου ου ου οἴ οι οι ἆ α α νε να α νε ε ε....

Διέρχεται ὁ θάνατος πλησίον σας καὶ σᾶς διαγκωνίζει διὰ νὰ παρέλθῃ· οἱ ἀπαίσιοι κρωγμοὶ τῶν ψαλτῶν καὶ τῶν παπάδων, ἀπαραιτήτων εἰς πάντα νεκρόν, ὡς οἱ κρώζοντες κόρακες περὶ πᾶν πτῶμα, ἐμπήγνυνται ὡς μάχαιραι εἰς τὴν καρδίαν σας· τὸ βλέμμα σας πίπτει αὐτομάτως ἐπὶ τῆς παγερᾶς καὶ πελιδνῆς μορφῆς τοῦ νεκροῦ· σᾶς καταλαμβάνει σκοτοδίνη ἀπελπισίας· ὅλη ἡ ὀνειροπολουμένη ζωὴ καταρρέει ἐν τῇ φαντασίᾳ σας διὰ μιᾶς· ῥῖγος θανάσιμον παγώνει τὸ αἷμα εἰς τὰς φλέβας σας καὶ σᾶς ἔρχεται ἡ ἰδέα, ἂν ὄχι νὰ αὐτοκτονήσετε, ἀλλὰ νὰ διαλύσητε τὴν μίσθωσιν διότι «θὰ ζήσετε ἆρά γε, διανοεῖσθε κατ’ ἰδίαν, δέκα ἔτη, ἀφοῦ σήμερον ἤμεθα καὶ αὔριον δὲν ἤμεθα!»

Καὶ σᾶς παραλύει ὅλον τὸ σθένος τῆς ψυχῆς, τὴν φαιδρότητα, τὸν ἐνθουσιασμόν, δι’ οὗ ἐζῆτε πρὸς ἑνὸς δευτερολέπτου....

Ἄλλη σκηνὴ.

Ἔχετε πάσχουσαν τὴν μητέρα σας ἢ τὸ μονάκριβο παιδί σας, καὶ ὁ ἰατρὸς σᾶς εἶπεν ὅτι, ἂν παύσῃ ὁ πυρετός, ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ ζήσῃ.

Ἡ στιγμὴ ἐκείνη δὲν πληρόνεται ἀντὶ ὅλου τοῦ χρυσίου τῆς γῆς. Εἰς τὴν ψυχήν σας ἐπικρατεῖ τὸ αἴσθημα τῆς ἐλπίδος. Ἡ στοργή σας προσπαθεῖ ν’ ἀποδιώξῃ τῆς φαντασίας τὴν ἰδέαν τοῦ θανάτου, ὀνειρευομένη τὸν προςφιλῆ ἀσθενῆ ἀνοίγοντα τὰ ἐσβεσμένα ὄμματα εἰς τὸ φῶς τῆς ζωῆς καὶ τὰς παρειάς του ῥοδιζομένας ὑπὸ τῆς ὑγείας, τῆς χαρᾶς, τῆς εὐτυχίας.

Καὶ ὅμως ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ παπᾶς κελεύει. Τὴν στιγμὴν ἀκριβῶς ἐκείνην ἐξ ἀποστάσεως δέκα μιλίων ἀκούονται οἱ συριγμοί τῶν στρηνιώντων νεκροψαλτῶν καὶ ἐκ τοῦ βάθους τῆς ὁδοῦ προκύπτει ζοφερὰ καὶ πένθιμος ἡ συνοδεία τοῦ θανάτου, καὶ πληροφορεῖσθε αἴφνης ὅτι ὁ κηδευόμενος ἀπέθανεν ἐκ τῆς αὐτῆς ἴσως νόσου, ἐξ ἧς πάσχει τὸ παιδί σας, ἡ μητέρα σας.

Εἴπατέ μοι τώρα, δὲν εἶσθε σεῖς μᾶλλον ἀξιοθρήνητος τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἢ ὁ διαπομπευόμενος νεκρός;

Ἀλλαγὴ τῆς σκηνῆς.

Ἐπάθετε ἐλαφρὸν κρυολόγημα ἐκ τοῦ διττοῦ ψύχους τῆς σκηνῆς καὶ τῆς πλατείας τοῦ θεάτρου τῶν Ὀλυμπίων, διότι ἡ κ. Ταβουλάρη εἶχε τὸν ἡρωϊσμὸν νὰ παίξῃ τὴν Ὀφηλίαν τοῦ Ἀμλέτου, σεῖς δὲ τὴν αὐταπάρνησιν νὰ τὴν παρακολουθήσετε μέχρι τῆς τρίτης πράξεως. Ὁ ἰατρός σας ἐθεώρησε καλὸν νὰ σᾶς καρφώσῃ εἰς τὸ κρεββάτι διὰ νὰ λάβῃ τὴν εὐχαρίστησιν νὰ σᾶς θεραπεύσῃ μετὰ 25—30 ἐπισκέψεις. Ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν ἀναμένετε ν’ ἀνακτήσετε τὴν ὑγείαν, τὴν ὄρεξιν, τὴν κίνησιν τῶν ποδῶν καὶ τῶν ὀδόντων, διὰ νὰ μεταβῆτε καὶ πάλιν εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ Χαραμῆ ἢ τὴν λέσχην τοῦ χαρτοπαιγνίου. Ἀλλ’ αἴφνης διέρχεται ὁ θάνατος κάτωθεν τοῦ δωματίου σας, ἡ ὀσμὴ τοῦ νεκρωσίμου λιβάνου σᾶς φέρει σκοτοδίνην καὶ ἡ διάτορος ὠρυγὴ τῶν παπάδων σᾶς φέρει εἰς τὸ οὖς τὴν ἑξῆς παραμυθίαν: πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα… οἴμοι! ποῖον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος……

Καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην νομίζετε ὅτι θὰ χωρισθῇ καὶ ἡ δική σας ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἔρχεται ὁ ἰατρὸς καὶ σᾶς εὑρίσκει χειρότερα, παρ’ ὅσον ἤλπιζε, καὶ ἂν ἧσθε ὀλίγον ὑποχόνδριος, ταξειδεύετε καὶ σεῖς τὴν ἐπαύριον εἰς ἐντάμωσιν τοῦ μακαρίτου, διότι πολλοὶ ἀποθνήσκων ἐκ τοῦ.... φόβου μὴ ἀποθάνωσιν.

Παρόμοιαι σκηναὶ εἰσίν ἀφεύκτως ἄπειροι, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. Ἑκάστη κηδεία διελαύνουσα μεταδίδει, ὡς σφοδρὸν ἠλεκτρικὸν ῥεῦμα, σπασμοὺς λύπης, στενοχωρίας, πένθους, φρίκης, ἀπογνώσεως καὶ ἐπιφέρει ψυχολογικὸν κατακλυσμὸν εἰς τὴν ψυχὴν ἑκάστου διαβάτου, μὲ τὸν ὁποῖον συναντᾶται.

Ὁ Ζαλοκώστας περιέκλεισεν εἰς ἕνα μόνον ἀμίμητον στίχον τὴν ἀπαισίαν ἐντύπωσιν, ἣν ἐμποιεῖ ὁ διελαύνων θάνατος:

«Γι’ αὐτὸ σωπαίνουν τὰ βιολιὰ ὅταν νεκρὸς περνάει»

Ἀλλ’ ἆρά γε τί κερδίζει ὁ νεκρὸς ἢ οἱ κληρονόμοι τοῦ θανόντος διὰ τῆς πολυτελοῦς αὐτῆς πομπῆς καὶ τῶν σπασμωδικῶν οἰμωγῶν τῶν νεκροψαλτῶν;

Καὶ ὑποτιθεμένων ὅτι ἡ φιλοδοξία τοῦ μακαρίτου εὐχαριστεῖται, εἶνε δίκαιον ἆρά γε ἡ εὐχαρίστησις αὐτὴ ἑνὸς νεκροῦ νὰ πληρόνεται μὲ τὴν μελαγχολικὴν διέγερσιν χιλίων ζώντων, οὓς παραμερίζει διερχομένη ἑκάστη κηδεία, ἀπολιθοῦσα πάντα διαβάτην ὑπὸ τὸ κράτος μιᾶς ἀπαισίας ἐντυπώσεως, τῆς φρίκης τοῦ θανάτου, δι’ ἧς πληροῖ τὴν ἀτμοσφαῖραν ὅθεν διέρχεται;

Δὲν ἠξεύρω τί θὰ μὲ εἴπωσιν οἱ μετὰ φανατισμοῦ ὑποστηρίζοντες τὸ καθεστὼς τῶν παραδόσεων καὶ τῶν ἐθίμων, ἃς ἐκληροδότησαν ἡμῖν ἄλλοι καιροί, ἄλλαι ἀνάγκαι, ἄλλοι ὅροι κοινωνικῆς καὶ ἐθνικῆς ὑπάρξεως. Φαντάζομαι μάλιστα τοὺς κυρίους Δαμαλᾶν καὶ Λαμπάκην τοὺς ξεθεώσαντας τοὺς ἀναγνώστας τοῦ «Χρόνου Ἀθηνῶν» περὶ τοῦ πῶς δεῖ λέγειν καλυμαύχιον ἢ καμηλαύχιον, τοὺς φαντάζομαι, λέγω, ἀναμοχλεύοντας τοὺς βυζαντινοὺς συγγραφεῖς, ἀποτινάσσοντας τον εὐρῶτα τῶν συναξαρίων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πατέρων καὶ προσπαθοῦντας διὰ παραπομπῶν καὶ ὑποσημειώσεων νὰ πολεμήσουσι τὴν ἀσεβῆ μου ἰδέαν, περὶ τοῦ ὅτι δηλαδὴ ἂν λείψουν αἱ κηδεῖαι 1) ὁ νεκρὸς δὲν χάνει ἀπολύτως τίποτε, 2) οἱ κληρονόμοι του ἐξ ἐναντίας κερδίζουν κἄτι τι ἀκόμη, 3) οἱ δυνάμει τῶν προςκλητηρίων καὶ κατὰ τύπους ἀκολουθοῦντες τὴν κηδείαν ἀπαλλάσσονται τῆς ὑποχρεώσεως νὰ κλαίουν ἐκ συνθήκης τὸν νεκρόν, καὶ 4) ὅλος ὁ ἄλλος κόσμος, ὁ ξένος καὶ ὁ ἀδιάφορος, ἀποφεύγει τὴν πένθιμον συνάντησιν, ἡ ὁποία, σᾶς ὁρκίζομαι εἰς τα κόκκαλα ὅλων τῶν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ’πεθαμμένων, οὔτε ἔσχεν οὔτε θὰ ἔχῃ ποτὲ τὸ ἐλάχιστον θέλγητρον.

Ἐννοῶ τὴν πάνδημον κηδείαν εἰς τὰς κώμας καὶ τὰ χωρία, ἔνθα τὸ εὐάριθμον τῶν κατοίκων καθίστησι κοινὰς τὰς θλίψεις καὶ τὰς εὐτυχίας, συσφίγγει τοὺς δεσμοὺς καὶ ἀναπτύσσει τὸ πρὸς ἀλλήλους κοινωνικὸν αἴσθημα. Ὅταν λ. χ. ἀποθάνῃ ὡραία τις ἀγρότις ἢ πολιός τις Νέστωρ τοῦ χωρίου, ὅλοι ἀκολουθοῦν τὴν κηδείαν τοῦ νεκροῦ, διότι ὅλοι ἀληθῶς διαμοιράζονται τὴν συμφορὰν τῆς ἀπορφανιζομένης οἰκογενείας καὶ διαθρύπτονται καὶ κλαίουν ἀληθῶς ὅλοι. Ἡ αὐτὴ ἐξ ἀντιθέτου ἀγαλλίασις καὶ χαρὰ ἠλεκτρίζει τὸ χωρίον ὁλόκληρον ὅταν τελῆται γάμος, ἢ ἄλλη τις εὐφρόσυνος οἰκογενειακὴ ἑορτή, ἀποτελοῦσα ἀληθὲς εἰδύλλιον δι’ ὅλας ἀνεξαιρέτως τὰς νέας, τοὺς νέους, τοὺς πατέρας, τὰς μητέρας καὶ τὸν λοιπὸν μικρόκοσμον τοῦ χωρίου.

Ἀλλ’ ἐδὼ, παρακαλῶ, ὅπου ἡ πυκνὴ συγκέντρωσις τοῦ πληθυσμοῦ διασπᾷ καὶ καθίστησι ξένους πρὸς ἀλλήλους καὶ ἀδιαφόρους τοὺς ἀνθρώπους· ὅπου ψυχορραγεῖς αἴφνης ἄγνωστος εἰς τὸ δωμάτιόν σου, ἐνῷ παραπλεύρως ἢ ἀπέναντι τελεῖται γάμος, χορός, ἢ ἄλλη φαιδρὰ συναναστροφή· ἐδὼ ὅπου ἀδημονεῖς διότι τὸ ψυχορράγημα τοῦ ἀγνώστου παροίκου σου διακόπτει τὸ ᾆσμα, τοὺς γέλωτας καὶ τὴν μέθην τοῦ συμποσίου σου· ὅπου ὁ ἀγὼν τῆς ζωῆς σὲ καταβάλλει τόσον, ὥςτε δὲν ἔχεις οὔτε τὴν δύναμιν οὔτε τὴν εὐκαιρίαν νὰ κλαύσῃς τὰς ἰδικάς σου θλίψεις· ἐδὼ ὅπου ἠμπορεῖς ν’ ἀποθνήσκῃς ζῶν καὶ νὰ ζῇς θνήσκων χιλιάκις τῆς ἡμέρας, χωρὶς νὰ λαμβάνῃ ὁ ἄλλος εἴδησιν, πῶς θὰ σοῦ περισσεύσουν δάκρυα καὶ παλμοὶ καὶ ὀλολυγμοὶ διὰ νὰ κλαύσης τοὺς ξένους, τοὺς ἀγνώστους νεκρούς, οἱ ὁποῖοι διέρχονται ὑπὸ τὰ παράθυρά σου ἢ σοῦ ἀνακόπτουν τὸ βῆμα εἰς τὸν δρόμον;

Καὶ ὅτι ἡ κοινωνικὴ ἀδιαφορία πρὸς τὰ παθήματα ἢ τὰς εὐτυχεῖς περιστάσεις τοῦ ἀτόμου αὐξάνει κατ’ εὐθὺν λόγον πρὸς τὴν αὔξησιν τοῦ πληθυσμοῦ, προκύπτει ἐκ τοῦ ἐξῆς φαινομένου.

Εἰς τὰς μικρὰς πόλεις, τὰς κώμας, τὰ χωρία, τὰ εὐάριθμα ἀγροτικὰ κέντρα, ὅπου ὁ βίος εἷνε ἁπλούστερος, φυσικώτερος, ἧττον θυελλώδης, περικλείων μείζονα θέλγητρα καὶ ὀλιγωτέρας πικρίας· ὅπου ἡ ἠθικὴ πάθησις δὲν σοῦ ἀφαιρεῖ τὸ μειδίαμα, τὴν πίστιν καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸν τῆς ζωῆς, διότι ἡ κοινωνικὴ ἀνάγκη δὲν εἷνε τοιαύτη ὥςτε νὰ θέτῃ εἰς διηνεκῆ ἄμυναν τὸ ἄτομον πρὸς τὸ κοινωνικὸν σύνολον· ὅπου ἡ ζωὴ ἀνεπίπλαστος καὶ ἀνόθευτος, δροσερά, ὡς ἡ χλόη τῶν βουνῶν, ἀποτελεῖ χαριέστατον εἰδύλλιον τοῦ Θεοκρίτου ἢ θυμῆρες ᾆσμα τοῦ Χριστοπούλου· ὅπου ὅλα τὰ συναισθήματα τῆς λύπης καί τῆς χαρᾶς πηγάζουν ἐκ διαυγοῦς πηγῆς, καὶ δὲν ἐπιβάλλονται ἐκ συνθήκης ὑπὸ τῆς κοινωνικῆς λεγομένης λεπτότητος τῶν πολυανθρώπων πόλεων· ἐκεῖ λοιπόν, εἰς τὰ γνήσια τέκνα τῆς φύσεως καὶ τῆς χαρᾶς, τὰ δύο κυρίως σπουδαιότερα γεγονότα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, ὁ γάμος καὶ ὁ θάνατος, ἠλεκτρίζουσι καὶ ἀνακυκῶσιν ὅλον τὸ χωρίον, οὗ συναρπάζουσι τὰ αἰσθήματα, ὡςεὶ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ἀδιασπάστου οἰκογενείας. Ὁ γάμος ἐκεῖ ἐμπνέει ἐξίσου τὸ αὐτὸ ἠθικὸν ἐνδιαφέρον, τὴν αὐτὴν συγκίνησιν καὶ ψυχικὴν διάθρυψιν. Ἡ χαρά δὲν ἀκτινοβολεῖ μόνον εἰς τὸ πρόσωπον τῆς νύμφης, ἀλλ’ ἀντανακλᾶται, ὡς τὸ φῶς ἐπὶ διαφανοῦς κρυστάλλου, εἰς ὅλων τῶν νεανίδων τὰς ἐπιχαιρούσας μορφάς. Οἱ νέοι τοῦ χωρίου συνεορτάζουν ἀπὸ καρδίας μετὰ τοῦ ὀλβίου νυμφίου καί τὸ χωρίον ὅλον ἐπιχαίρει καί διαθρύπτεται καὶ ἐπιβοᾷ ἐν ᾄσμασι, θυμηδία καὶ ἀμερίστῳ ἀγαλλιάσει.

Ἀλλ’ ἐδώ, σᾶς παρακαλῶ, ἐν Ἀθήναις, ὅπου ἡ μίμησις καὶ ἡ ὑποχρέωσις αὐξάνει τὸν γαμήλιον κύκλον ἀδιαφόρων καὶ ὀχληρῶν προςκεκλημένων, τίς ἡ ἀνάγκη, τίς ὁ λόγος, νὰ ἐκθέτῃς τὴν ποιητικωτέραν φάσιν τοῦ βίου σου εἰς τὰ σκώμματα, τὰ σχόλια, τὰς μικρολόγους ἐρεύνας καί τὰς δηκτικὰς ἐπικρίσεις ἀνθρώπων ξένων ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, γνωστῶν μόνον διὰ τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν ἐπισκεπτηρίων, οἱ ὁποῖοι ἀντὶ νὰ διαμοιρασθῶσι μετὰ σοῦ τὴν ἄρρητον σου εὐδαιμονίαν, ζητοῦσι νὰ ἀνακαλύψωσιν ἂν ἦνε σωστὴ ἡ προὶξ ἢ οἱ ὀδόντες τῆς νύμφης, ἢ ἂν τὰ ἔπιπλα καὶ ἡ κόμη της εἷνε δανεικὰ ἢ ἰδικά της, ἂν ὁ γαμβρὸς συγκινῆται μᾶλλον ἐκ τῶν θελγήτρων ἢ ἐκ τῶν μετρητῶν της, ἂν ἡ πενθερὰ βλέπῃ λοξῶς τὴν νύμφην, ἄν… ἄν… ἄν…;

Καὶ τί συμβαίνει εἰς ἡμᾶς ἐδῶ, τὰ τέκνα τῆς μιμήσεως καὶ τῆς συμφορᾶς; Ὅτι ἡ δημοσιότης τῶν οἰκογενειακῶν αὐτῶν σκηνῶν, ὧν εἷνε ζήτημα ἂν πρέπει νὰ μετέχωσι καὶ οἱ στενότεροι ἀκόμη φίλοι, μεταβάλλει τὴν ἱερότητα αὐτῶν εἰς κωμῳδίαν πολλάκις καὶ τίποτε περισσότερον.

Προκειμένου μάλιστα περὶ τελέσεως γάμου, θεωρῶ ἀναγκαιοτάτην τὴν στενὴν περιφέρειαν, παρὰ τὸ μεταρρυθμιστικὸν πνεῦμα τοῦ κ. Τρικούπη, ὅςτις ἐδὼ ὑποθέτω ὅτι θὰ προτιμήσῃ ταύτην τῆς μεγάλης.

Ἀλλὰ θὰ μὲ εἴπετε ἴσως:

— Μὰ λοιπὸν, τί θέλετε νά κάμωμεν τοὺς νεκρούς μας; νὰ μὴ τοὺς κλαίωμεν συγγενεῖς τε καὶ φίλοι; νὰ μὴ πωλῶμεν ὃ,τι ἔχομεν καί ὅ,τι δὲν ἔχομεν — κατὰ τὴν περίφημον τοῦ κ. Δηλιγιάννη ῥήτραν — διὰ νὰ τοὺς κηδεύωμεν ἀξιοπρεπῶς;....

Νὰ σᾶς ’πῶ.

Δὲν ἐννοῶ νὰ τοὺς καίετε, κατὰ τὴν ἄρτι εἰςαχθεῖσαν ἀλλαχοῦ μέθοδον, διαφυλάττοντες τὴν κόνιν των ὡς πολύτιμον κειμήλιον ἐντὸς μικρᾶς χρυσοκολλήτου κάλπης.

Ἀλλ’ ἐὰν δὲν σᾶς ἀρέσῃ ἡ ἁπλουστάτη αὐτὴ μέθοδος, συμφέρουσα καὶ κάθε μακαρίτην καὶ τοὺς κληρονόμους του καὶ τὸν λοιπὸν κόσμον, διότι προτιμώτερον τὸ πῦρ νὰ φάγῃ τὸν νεκρὸν πάρα οἱ εἰδεχθεῖς σκώληκες τοῦ τάφου, τότε νὰ περιορίσητε τὴν κηδείαν ἐντὸς στενοῦ οἰκογενειακοῦ κύκλου, ὅπου νὰ ἔχωσιν εἴςοδον οἱ συγγενεῖς καί οἱ ἀληθεῖς ὀλίγοι φίλοι, ἀποκλειομένων τῶν ξένων ἐν οἷς συγκαταλεκτέον κατὰ πρῶτον λόγον τοὺς κληρονόμους του.

Εἰμὶ δὲ βέβαιος ὅτι ὁ νεκρός σας θ’ ἀνακουφισθῇ πλειότερον, διότι τά ὀλίγα ἐκεῖνα δάκρυα, τὰ ὁποῖα θὰ τὸν ῥάνωσι, θὰ εἶνε δάκρυα ἐνδομύχου πόνου καί κατανύξεως, καὶ ὄχι δάκρυα θεατρικῆς ἐπιδείξεως.

Δύο-τρεῖς ἅμαξαι μὲ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ἐμπρός· εἷς ἱερεὺς ἐν σιγῇ ἐπιβαλλούσῃ· ἓν κάλυμμα πένθιμον ἐπὶ τοῦ νεκροῦ· κἄμποσα ἁγνὰ νεκρολούλουδα, ἂν θέλετε· ὀλίγα ἐγκάρδια δάκρυα, ὀδύνη βωβὴ καὶ ἄφωνος, καί… τίποτε ἄλλο.

Τώρα, ὅ,τι ἄλλο περισσεύει, εὐμεγέθη ἐξαπτέρυγα, στέφανοι μεγάλης περιφερείας, ταινίαι μετάξινοι, ἐκστρατεία παπάδων καὶ διακόνων, ὠρυγμοὶ ψαλτῶν, προςκλητήρια, μουσικὴ, ἐπιτάφιοι, ποιήματα, νεκρώσιμα προγράμματα, βοὴ, θόρυβος, φασσαρία καὶ πᾶσα ἡ θεατρικὴ ἐπίδειξις, ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ κληροδοτήσωμεν εἰς τοὺς ἐπισήμους νεκρούς. Τῶν τοιούτων, ὅπως καὶ ὁ βίος, οὕτω καὶ ὁ θάνατος δέον νὰ ᾖ πλήρης στόμφου, σπατάλης, βοῆς καὶ ἐξωτερικῆς ἐπιδείξεως.

Ἐκ τῆς ἁπλοποιήσεως τῶν κηδειῶν συνάγεται τὸ ἑξῆς συμπέρασμα:

Πᾶσα οἰκογένεια ἀπαλλάσσεται ματαίας καὶ δυςφορήτου δαπάνης.

Ἐξασφαλίζεται τὸ ἀμείωτον τῆς μερίδος τῶν κληρονόμων, οὓς δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι ἔχω ἤδη πείσει πρὸς τὴν γνώμην μου.

Ἀπαλλασσόμεθα τῶν δολοφόνων λαρύγγων τῶν ψαλτῶν καὶ τῶν παπάδων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι θὰ συνομώσουν τότε νὰ μοῦ σπάσουν τὸ κεφάλι.

Ἡ κωμῳδία θὰ λείψῃ καὶ ἡ περὶ τὸν νεκρὸν σιωπηλὴ ὀδύνη ἔσται ἀληθής, κατανυκτικὴ καὶ ἐπιβάλλουσα.

Οἱ διὰ τῶν προςκλητηρίων στρατολογούμενοι, δίκην ἐφεδρείας, συγκηδευταὶ ἀπαλλάσσουν καὶ ἀπαλλάσσονται ἀμοιβαίας ἐνοχλήσεως, ἀφοῦ πολλάκις λαμβάνοντες τὸ νεκρώσιμον προσκλητήριον,

— Οὔφ! ξεφωνίζουν αὐτομάτως — σήμερα ’βρέθηκε νὰ ’πεθάνῃ ὁ μακαρίτης, ποῦ μ’ ἔχουν καλεσμένο ’σὲ γλέντι! Ἄει ’ς τὴν ὀργή!

Ἡσυχάζει δὲ ὅλος ὁ ἄλλος κόσμος, καὶ πρὸ πάντων ὁ ὑποφαινόμενος

 Ἀθήνῃσι, μηνὶ Αὐγούστῳ, 1886.

Κωνστ. Φ. Σκοκοσ