Έστι μοι πλούτος, Υβρίου
(Ανακατεύθυνση από Εστί μοι πλούτος, Υβρίου)
Έστι μοι πλούτος Συγγραφέας: |
Έστι μοι πλούτος, Υβρίου, πηγή:Αθήναιου Δειιπνοσοφιστών βιβλία πεντεκαίδεκα, Deipnosophistarum libri XV, Volume 3, Athenaeus (Naucratites.), Gottfried Heinrich Schäfer 1838, σελ. 218 |
Έστι μοι πλούτος, Υβρίου
Επεξεργασία- Ἔστι μοι πλοῦτος μέγας, δόρυ καὶ ξίφος
- καὶ τὸ καλὸν λαισήιον, πρόβλημα χρωτός.
- τούτῳ γὰρ ἀρῶ, τούτῳ θερίζω,
- τούτῳ πατέω τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ' ἀμπέλῳ,
- τούτῳ δεσπότας μνωΐας κέκλημαι.
- τοὶ δὲ μὴ τολμῶντ ἔχειν δόρυ καὶ ξίφος
- καὶ τὸ καλὸν λαισήιον, πρόβλημα χρωτός.
- πάντες γόνυ πεπτηῶτες αμὸν
- _ _ _ κυνεῦντι τε δεσπόταν
- καὶ μέγαν βασιλῆα φωνέοντες.
Μεταφράσεις:
- Έστι μοι πλούτος, Υβρίου, μετάφραση, συντάκτες της Βικιθήκης
- Μεγάλος πλούτος το σπαθί, Ξανθουδίδη, 1909
- Στέφανος (Σίμος Μενάρδος)/Πλούτη έχω κοντάρι και σπαθί μεγάλο, Υβριά, 1924
Ο πλούτος μου μεγάλος, Υβρίου
Επεξεργασία- Ο πλούτος μου μεγάλος, το δόρυ, το ξίφος και η καλή ασπίδα, που με προστατεύουν
- γιατί με το πρώτο οργώνω
- με το άλλο θερίζω
- και με το τρίτο πατώ το γλυκό κρασί που δίνει τ' αμπέλι.
- γιατί λόγω αυτών, δεσπότης αποκαλούμαι από τους δούλους.
- Αυτοί που δεν τολμούν να έχουν δόρυ και ξίφος και την καλή ασπίδα για να τους προστατεύουν
- όλοι αυτοί στα γόνατά μου πέφτουν
- _ _ _ και με προσκυνούν ως δεσπότη
- και μέγα βασιλιά με αποκαλούν
Μεγάλος πλούτος το σπαθί, απόδοση Ξανθουδίδη
Επεξεργασία- Μεγάλο πλούτος το σπαθί έχω και το κοντάρι
- και του κορμιού το σκέπασμα το όμορφο σκουτάρι.
- Μ’ αυτά μ’ οργώνουνε τη γης οι δούλοι και θερίζουν,
- και το γλυκό κρασί πατούν κι αφέντην με γνωρίζουν.
- Όποιοι δεν έχουνε σπαθί κι ένα γερό κοντάρι,
- και του κορμιού των φύλακα ένα καλό σκουτάρι,
- πέφτουνε και με προσκυνούν κι αφέντη με φωνάζουν,
- και Μέγα Βασιλέα τους γονατιστοί με κράζουν.
Πλούτη έχω κοντάρι και σπαθί μεγάλο
Επεξεργασία- Πλούτη έχω κοντάρι και σπαθί μεγάλο
- και για φύλαξή μου ασπίδι δυνατό
- μ' αυτό οργώνω, μ' αυτό θερίζω και με τ'άλλο
- μεσ' στ' αμπέλι το γλυκό κρασί πατώ
- κι είμ' αφέντης της σκλαβολογιάς ατός μου
- κι'όσοι γι'άρματα δεν έχουν καρδιά, νούν,
- γονατίζουν άψυχα κουφάρια ομπρός μου
- βασιλεά να με κράζουν και να με προσκυνούν!