Σ’ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή μας, διατί
νὰ μὴ χαρῇ τὸ ζωντανὸ τὸ σῶμα;
Ώς κ’ οἱ μωροὶ τὸ λέν, πῶς εἴμεθα θνητοί,
πῶς θὰ μᾶς βάλουν μιὰ φορὰ στὸ χῶμα.
Μὰ οὔτ’ οἱ Δεσποτάδες μας οἱ κορδωτοί,
οὔτε οἱ πλέον διαβασμέν’ ἀνθρῶποι,
γνωρίζουν τί θὰ γείνουμε κατόπι
αὐτοῦ ποῦ θὲ νὰ ’πᾶμε.—
Βάλτε νὰ φᾶμε!
Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ αὐτὸ κανεὶς δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ:
Φαγεῖ’ καὶ πιεῖ’ ἀλλοῦ δὲν θὰ τὰ ’βροῦμε.
Ἀνέλπιστα γυρνᾷ τῆς Τύχης ὁ τροχός,
κι’ ὁ Χρόνος ποῦ περνᾷ, δὲν στρέφ’ ὀπίσω.
Τῆς χθὲς ὁ Κροῖσος εἶνε σήμερα φτωχός,
κ’ ἐγώ, ὁ νέος, αὔριον θ’ ἀσπρίσω.
Αὐτὰ τὰ ’ξεύρουν ὅλοι πλέον εὐτυχῶς·
κι’ ὅμως πολλοὶ στεροῦνται καὶ νηστεύουν!
Θὰ ἐλαφρύνουν τάχα, γιὰ ν’ ἀναίβουν
αὐτοῦ ποῦ θένα πᾶμε:
Βάλτε νὰ φᾶμε!
Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ ὠς κ’ οἱ τρελοὶ τὸ ’ξεύρουν δυστυχῶς:
Φαγεῖ’ καὶ πιεῖ’ ἀλλοῦ δὲν θὰ τὰ ’βροῦμε.
Κι’ ὅποιος μιὰ κόρη, μιὰν ὡραίαν ἀγαπᾷ,
ἂς τῆς χαρῇ τὰ πρῶτα πρῶτα κάλλη.
Λύπαις κι’ ἀρρώστιαις θὰ τῆς πάρουν τὰ λοιπά,
καὶ θὰ τοῦ μείνῃ μόν’ ἡ παραζάλη.
Αὐτὸ στ’ αὐτὶ καλὰ βεβαίως δὲν χτυπᾷ.
Μὰ πλὴν αὐτοῦ, ’ξάφνου προβάλλ’ ὁ Χάρος
κ’ εἰδοποιεῖ: “Ἀφέντη, μὴ πρὸς βάρος—
Κοπιάστενε νὰ ’πᾶμε!..”
Βάλτε νὰ φάμε!
Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ φαγεῖ’ καὶ πιεῖ’ καὶ κάλλη χαρωπὰ
στοῦ Χάρου τὸ κελλὶ δὲν θὰ τὰ ’βροῦμε!
|