Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ.


Πῶς γελῶ μὲ τῶν ἀνθρώπων
τὰ περίεργα μυαλά,
ποῦ ζητοῦν μὲ κάθε τρόπον
νὰ μαντεύσουν καὶ καλά:

Ποιά νὰ μ’ ἔβαλε στὸ χέρι,
ποιά μ’ ἐμάγεψεν ἐδώ,
καὶ χειμὸ καὶ καλοκαῖρι
τὴν ἀγάπη τραγουδῶ.

Τέτοια ζήτηση, καϋμένοι,
περιττή ’ναι καὶ χαμένη.
Ποιός ζητᾷ, παρακαλῶ,
γιὰ νερὸ μέσ’ στὸν γιαλό!

Ποιός, τὸν ἥλι’ ὅταν κυττάζῃ,
γιὰ μι’ ἀχτῖνά του ’ξετάζει;
Μ’ ἀφοῦ θέτε, θὰ σᾶς ’πῶ
ποιάν ἀγάπην ἀγαπῶ:

Πάρτε γύρω τὴν Ἑλλάδα—
Ποιάν ἡ πιὸ καλὴ κυρά;
Γι’ αὐτὴν κάμνω πατινάδα,
καὶ βαρῶ τὸν ταμπουρά.

’Πᾶτε στὴν Φραγκιὰ κ’ εὑρῆτε
Φραγκοπούλα διαλεχτή:
Τραγουδῶ καί—τί θαρρεῖτε;
Στίχους γράφω καὶ γι’ αὐτή.

Καὶ εἰς ὅποια χώρα ’πᾶτε
κάθ’ ὡραία π’ ἀπαντᾶτε,
κάθ’ ἁγνή, μ’ εἶναι γλυκειά,
κ’ εὔμορφ’ ἀγαπητικιά.

Μ’ ἂν σᾶς καταντήσ’ ἡ γύρα
στὴν ποιητική μου θύρα,
’μβάτε μέσα νὰ σᾶς ’πῶ,
πῶς κ’ ἐσᾶς σᾶς ἀγαπῶ.

Κι’ ὅταν ὅλ’ ἡ γῆ τελειώσῃ,
—Τί νὰ κάμω, βρὲ παιδιά;—
Μ’ ἀπομέν’ ἀκόμη τόση,
τόσ’ ἀγάπη στὴν καρδιά,

Ποῦ μ’ ἐρωτεμμένα χέρια
μοῦ φιλιέται ἡ ψυχὴ

ὅλη νύχτα μὲ τ’ ἀστέρια,
μὲ τὸν ἥλιο τὸ ταχύ!

Κ’ ἐκεῖ δὰ ποῦ ’ξημερόνει,
κ’ ἡ ἀγάπη δὲν ’μερόνει,
’βγαίνω στὸ χλωρὸ βουνὸ
καὶ τὴν τέχνη μ’ ἀρχινῶ:

Παίρνω ῥόδα, παίρνω κρίνα,
παίρν’ ἀπ’ τὸν Θεὸ μι’ ἀκτῖνα,
μιὰν Ἀγάπη πλάττω ’δώ,
καὶ γλυκὰ τῆς τραγουδῶ.