Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΚΥΡΑ Η ΚΡΙΤΙΚΗ.


Ἡ κυρά ἡ Κριτική,
ποῦ, μὲ λύχνο δίχως φέξη,
πασπατεύ’ ἐδὼ κ’ ἐκεῖ
ναὕρῃ κἄτι νὰ τὸ ψέξῃ.

Κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ
ποῦ φανῇ στὰ βλέμματά μου,
μ’ ἐνθυμίζει μιὰ χλωμή,
μιὰ γρῃὰ γειτόνισσά μου.

Τὴν ἐλέγαν Κουτσουμποῦ,
γιατ’ ἐκούτσενε λιγάκι·
καὶ τὴν ’νόμιζε μπουμποῦ
κάθ’ ἀνήλικο παιδάκι.

Γιατὶ ἤτανε πολὺ
μυταροῦ, κι’ ἀσχημομούρα
κ’ εἶχε μίαν ἀψηλὴ
πὰ στὴν ῥάχη της καμπούρα.

Κ’ εἶχε ’μάτια, γυριστὰ
τὸ καθένα’ σὲ μιὰ κώχη·
κ’ ἔβλεπε παντοῦ σωστά,
μόνον ἐμπροστά της ὄχι.—

Μιὰν ἡμέρα, σὰν παιδί,
πὰ στὸν τοῖχό μας καβάλα,
ἐπερνοῦσα μιὰ χορδὴ
σὲ μιὰ ’χελωνοκαυκάλα.

Καὶ μὲ χέρι τρυφερὸ
ἐδοκίμαζα τὸν ἦχο.
Ὅταν ἔξαφνα θωρῶ—
νά την! Ἔξ’ ἀπὸ τὸν τοῖχο.

Καὶ μὲ ’κύτταζε λοξά,
σὰν πανούκλα καὶ κατάρα.
—Οὔχ! νὰ μοῦ χαθῇς, μυξά!
ποῦ μοῦ θέλεις καὶ κιθάρα!

Διές! Ἀκόμη δὲν ’γροικᾷ
τὰ βρακιά του νὰ φορέσῃ,
καὶ μὲ σύνεργ’ ἀνδρικὰ
μοῦ κουρδίζεται στὴν μέση!

Τίνος γέννα εἶσαι σύ,
βρὲ φρυδὰ καὶ μαυρομάλη,

ποῦ γυρνᾷς μὲ περισσὴ
’ξιππασιὰ μὲσ’ στὸ κεφάλι;

Κι’ ἀπὸ μιὰ μπουκιὰ παιδί,
μοῦ φορᾷς τὸ καλαμάρι,
καὶ βαρᾷς κάθε χορδὴ
μὲ τὸ δόλιο σου δοξάρι;—

Σὰν μ’ ἐρώτησεν αὐτὰ
μὲ τὰ χείλη σαλιασμένα,
τὴν κυττάζω θαρρετά,
καὶ τῆς λέγω πεισμωμένα.

—Τί θαρρεῖς! Σὰν τὰ παιδιά,
ποῦ ζαρόνουν σταὶς γωνιαίς σας;
’Γὼ ’χω νοῦ, κ’ ἔχω καρδιά,
κ’ εἶμαι γυιὸς τὴς Μιχαλιέσσας!

Καί, σὰν θέλ’ ἡ Παναγιά,
θενὰ γείνω δίχως ἄλλο
μέσ’ στῆς Θρᾴκης τὰ χωριὰ
ὑποκείμενο μεγάλο!

—Βρέ, βρέ, βρέ! Ἄμ’ τί θὰ ’πῇ!
Καὶ γιατὶ δὰ τάχατ’ ὄχι;
Αὐτὸ εἶναι προκοπή!
Βλέπεις, ἡ γενιά σας τὤχει.


Ἡ γενιά σας, ποῦ βαστᾷ
τὸ περίσσιο της καμάρι
ἀπὸ πάππον ἀσβεστά,
κι’ ἀπὸ κύρη καρβουνάρη!

Μά, σὰν γένῃς μιὰ φορά,
μὴν ξεχνᾷς δὰ πῶς μὲ λένα—
νά! στὰ μοῦτρα, μασκαρά,
ποῦ θὰ ’παινεθῇς σ’ ἐμένα!—

Κ’ ἕνα βλέμμα μὲ κολλᾷ
μὲ τ’ ἀλλοίθωρό της ’μάτι,
ποῦ στὰ στήθη τ’ ἁπαλὰ
ἔνοιωσα πῶς μ’ ηὗρε κἄτι!

Κἄτι πιάσιμο κακό,
ποῦ ἀκίνητο μ’ ἐκράτα,
σὰν βρεμμένο ποντικό,
’μπρὸς στὴν νηστικιὰ τὴν γάτα!

—Μωρὲ τέτοιαν ὀμορφιὰ
δὲν μοῦ λὲς ποιός σοῦ τὴν δίδει;
(Ὤ! Νὰ φάγω τὰ καρφιά,
ἂν δὲν ἦν’ αὐτὸ φκιασίδι!—)

Εἶπε, τάχατες κρυφά.
Κι’ ἀπ’ τὸν κόρφο της μοῦ ’βγάνει

κἄτι μούσπουλα στυφά,
κ’ ἔτσι δὰ μὲ καλοπιάνει:

—Ἔλα κάτου, νὰ σὲ ’πῶ
ἕνα μυστικὸ λογάκι.
Νἄξερες πῶς σ’ ἀγαπῶ!
—Σὰν ὁ σκύλος τὸ γατάκι!—

Τῆς φωνάζω, τὸ ζαβό·
Μὰ καὶ πάλι, δίχως τρόμο,
’βιάσθηκα νὰ καταβῶ
ἀπ’ τὸν θρόνο μου στὸν δρόμο.

Νὰ μὴ ’φήσω τὴν γρῃὰ
μὲ τὴν μαύρη της ἰδέα:
πῶς ἡ ψεύτικη θωριὰ
κάμνει τὴν μορφή μ’ ὡραία.

—Ἔλα, κάτσ’ ἐδὼ κοντά.
’Δώθε! Μέσ’ στὰ σκέλια μ’ ἔλα!—
Καὶ στὸ σάλιο της βουτᾷ
τὴν λερή της ἐμπροστέλα·

στὴν κοιλιά της μ’ ἀκουμβᾷ·
πὰ στὸ πρόσωπό μου σκύβει·
τὴν ’μπροστέλα της τραβᾷ,
καὶ τὰ μάγουλά μου τρίβει!


Τρίψε τρίψε τὸ πανί,
μὲ ’κατάντησε ν’ ἀνάψω!
Μιὰ μὲ τσούζει, μιὰ πονεῖ—
ἀπ’ τὴν φούρκα μου θὰ κλάψω!

Μιὰ τὸ ῥοῦχ’ αὐτὴ κυττᾷ,
μιὰ τὸ μάγουλό μου πάλι.
Καὶ στενάζει βαρετά,
καὶ κουνεῖ τ’ ἀχνὸ κεφάλι.

—Ὅσοι τρίβω μιὰ μεριά,
γιὰ νὰ ’βγῇ τὸ ξένο χρῶμα,
τόσο γίνετ’ ἡ θωριὰ
ὀμορφότερη ἀκόμα!

Τοῦτο βέβαια δηλοῖ,
τοῦτο βέβαια σημαίνει,
πῶς ἡ τέχν’ εἶναι καλή,
καὶ γι’ αὐτὸ ἡ μπογιὰ δὲν ’βγαίνει.

Τέχνη εἶπα. Μὲ ἀκοῦς;
Γιατ’ ὡραία ἀπὸ τὴν Φύση,
μέσα σ’ ὅλους τοὺς γραικούς,
μόνο ’μένα ’χουν γεννήσει.—

Τότ’ ἐγὼ ἀπ’ τὰ στενὰ
ξεπετῶ σὰν τὸ σπουργίτη,

καὶ τῆς κάμνω ἐτσινά!
μὲ τὸν δάχτυλο στὴν μύτη...

Χρόνια ’πέρασαν πολλὰ
ἀπὸ τότε φτερωμένα.
Κ’ ἐλησμόνησα πολλά,
ποῦ μ’ ἐπείραξαν ἐμένα.

Μά, μὲ κάθε κριτικό,
ἐνθυμοῦμ’ ’ως τώρ’ ἀκόμα
τὸ ἀχρεῖο λαδικὸ
μὲ τὸ σαλιαρὸ τὸ στόμα!