Ελεγείον εις την μικράν Ξάνθην

Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΕΛΕΓΕΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΝ ΞΑΝΘΗΝ.


Ἦταν ὡραῖο, σὰν τὸ λουλοῦδι·
ἦταν ἀθῶο, σὰν ἀγγελοῦδι·
τοῦ Παραδείσου ἦταν ψυχή,
γι’ αὐτὸ τὸν πλάνο κόσμον ἀρνήθη·
μ’ ἁγνὰ ἐπῆγε νὰ ζήσῃ πλήθη,
εἰς ἄλλον κόσμο πανευτυχῆ.

Καλέ, δὲν εἴδετε, ποὖχε στὰ χείλη
κρυφὸ χαμόγελο, σὰν μᾶς ὡμίλει,
κ’ ἐγλυκοθώρει τὸν οὐρανό;
Ἄχ! γιὰ τὰ κάλλη του ’καρδιοχτυποῦσε!
Ἄχ! νὰ τὸ ’πάρουνε καραδοκοῦσε
ἐκεὶ στὸ δῶμα τὸ γαλανό...

Ἔστειλ’ ὁ Πλάστης ἕν’ ἀγγελάκι,
χρυσὸ λουλοῦδι στ’ ἄσπρο χεράκι,
στὰ χείλη θεία διαταγή:
—Κρινόλευκή μου, μικρὴ Ξανθούλα,
χαριτωμένη σὰν τὴν Αὐγούλα,
ἄφησε πλέον τὴν μαύρη γῆ.—

’Γλυκαγκαλιάσθηκαν, σὰν ἀδελφάκια·
μακρὰ φιλήματα στ’ ἀχνὰ χειλάκια,
μακρὰ τῆς δίνει καὶ τρυφερά.
Μὰ ἡ ψυχούλα της, σὰν τὴν ἐφίλει,
εἰς τὰ ὡραῖά του ’κόλλησε χείλη,
μὲ μυροβόλα λευκὰ φτερά...

Ἔτσι ’πετάξαν ἀγκαλιασμένα
δυὸ ἀγγελούδια χαριτωμένα
στοῦ Παραδείσου τὴν ἀντηλιά.
Τὸ ἕνα ’ξεύρει τί θέσιν ἔχει·
τ’ ἄλλο, ἡ Ξάνθη, πρόθυμο τρέχει
στῆς Παναγίας τὴν ἀγκαλιά.

Μὴν κλαίεις, μάνα του! Χλωμὲ πατέρα,
μὴ χύνεις δάκρυα νύχτα καὶ ’μέρα,
γιὰ τὸ μικρό σας ποῦ εἶν’ ἐκεῖ.
Ἐσᾶς ἡ μάταιη ζωὴ παιδεύει·
’κεῖνο σ’ αἰώνιαις χαραὶς ἀνέβη,
καὶ μ’ ἀγγελούδια συγκατοικεῖ.