Φαιδρὰ λαλοῦν τὰ σήμαντρα, καὶ πρόσχαρα ᾑ καμπάναις!
Φιλοῦν ᾑ μάναις τὰ παιδιά, καὶ τὰ παιδιὰ ταὶς μάναις,
καὶ χαιρετοῦν τὴν Πασχαλιά.
Κ’ ἐγώ, μανούλα μου, ἐγώ—Στὰ ξέν’ ἀρρωστημένο,
τὸν ψυχοκλέφτη Χάροντα κάθε στιγμὴ προσμένω
νὰ ’μβῇ στὴν κρύα μου φωλιᾴ!
Μυρίζει μοσχολίβανο καὶ νιόκοφτη δαφνούλα!
Χαράζει ἡ μυριόφωτη τῆς Πασχαλιᾶς αὐγούλα,
καὶ εἶν’ ὁ κόσμος μιὰ χαρά.
Κ’ ἐγώ, μανούλα μου, ἐγώ—Στὴν σκοτεινή μου κλίνη,
θωρῶ ’ξυπνὸς σὰν ὄνειρο τὸν βίο μου, ποῦ σβύνει,
τὸ μνῆμα, ποῦ μὲ καρτερᾷ!
Ὀλίγο ’λίγο ’χύθηκε τὸ καρδιακό μου αἷμα·
ὀλίγο ’λίγο ’θόλωσε τ’ ἀδύνατό μου βλέμμα·
μ’ ἔχει παγώσει τὸ κορμί!
Οὔτε νὰ κλάψω πιὰ ’μπορῶ, καὶ οὔτε ν’ ἀνασάνω.
Σὰν τὸ ’ματόφυρτο πουλί, ποῦ στὸ κλαδὶ τ’ ἐπάνω
σιγᾷ, στὴν ὕστερη στιγμή.
Φωτιαίς, μὲ λέν, ἐρεύγουνται βουνὰ ζωντανεμμένα·
μὰ σὰν τελειώσ’ ἡ λάβα τους, κοιμοῦνται παγωμένα,
’ποθνήσκουνε τὰ δυστυχῆ!
Ἐγὼ ἐρεύγουμ’ αἵματα – Μὴ μὲ παρηγορεῖτε!
Τὸ ’ξεύρω. Σὰν τελειώσ’ αὐτὸ τὸ αἷμα ποῦ θωρεῖτε,
θενὰ μοῦ φύγῃ κ’ ἡ ψυχή!...
Γιὰ βάλτε μ’, ἀδερφοποιτοί, κ’ ἕν’ ἄλλο μαξιλάρι,
νὰ μοῦ κρατήσῃ πιὸ ’ψηλὰ τὸ βαρετὸ κουφάρι,
κ’ ἔχω δυὸ λόγια νὰ σᾶς ’πῶ:
Ὁ κόσμος ὅλος ἀγαπᾷ τὴν δόξα καὶ τὰ πλούτη·
θέλει νὰ ζῇ νὰ τὰ χαρῇ. Ἐγὼ στὴν σφαῖρα τούτη
μιὰ μάνα μόνον ἀγαπῶ.
Μιὰ μάνα, ποῦ μ’ ἐβύζαξε τὸ πρῶτό της τὸ γάλα·
ποῦ μ’ ἔδωκε, προτήτερα ’πὸ τὰ παιδιά της τ’ ἄλλα,
τὸ μητρικό της τὸ φιλί.
Μιὰ μάνα, ποῦ μ’ ἐκοίμισε μὲ γλυκερὸ τραγοῦδι·
ποῦ μ’ ἔβαλε στὰ στήθη της, σὰν Ἀπριλιοῦ λουλοῦδι·
ποῦ μὲ ἀγάπησε πολύ—
Σὰν ἀποθάνω, ἀδέρφια μου, ἂς μὴν τὸ μάθ’ ἐκείνη.
Φοβοῦμ’, ἀφήνει τὴν δουλειά, τὸ σπίτι της ἀφήνει,
ἀφήνει τ’ ἄλλα της παιδιά,
ἢ πνίγεται στὰ δάκρυα, ἤ, φύλλο παγωμένο,
γυρίζει καὶ μαραίνεται: Εἶμαι τ’ ἀγαπημένο—
Θὰ τῆς ῥαγίσῃ τὴν καρδιά!
Καὶ σὰν ῥωτήσῃ τὰ πουλιά, τὸ κῦμα σὰν ῥωτήσῃ,
ἂς τῆς εἰποῦν "Ἐμίσεψε κ’ ἀργὰ θενὰ γυρίσῃ
ἀπὸ τὴν νέα ξενητειά.
Ἐμίσεψε σὲ μακρυνό, σὲ ξεχασμέν’ ἀστέρι·
μὰ κι’ ἀπ’ ἐκεῖ θὰ τῆς φιλᾷ τὸ σπλαχνικό της χέρι,
’σὲ κάθ’ ἀσύννεφη νυχτιά."
Ἂς ’ποῦν "Ψυχαὶς ’ξορίσθηκαν ’κεῖ κάπου κολασμέναις·
καὶ τώρα ’μετανοιώσανε κ’ ἐκλαῖγαν ᾑ καϋμέναις,
’χύναν τὸ δάκρυ σὰν δροσιά,
καὶ τὤστειλε χαρούμενο νὰ ταὶς παρηγορήσῃ·
νὰ ταὶς κηρύξῃ τὸν Χριστό, ποῦ θὰ ταὶς συγχωρήσῃ,
ἡ μάνα του ἡ Ἑκκλησιά"...
Καὶ σεῖς, ἀδέρφια, σκάψετε κι’ ἀνοίξετέ μου μνῆμα·
καὶ βάλτε με νὰ κοιμηθῶ κοντὰ στὸ Ἅγιο-βῆμα,
ὀπίσ’ ἀπὸ τὸ Ἱερό.
Κι’ ἂν δὲν σᾶς φαίνεται βαρειὰ μιὰ ὑστερνή σας χάρη,
βάλτε βιβλία καὶ κερί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι
στὸ μαραμένο μου πλευρό.
Νὰ γέρνω νὰ προσεύχουμαι, σὰν ἦναι λειτουργία·
νὰ μελετῶ τὰ γράμματα στ’ ἀγαπητὰ βιβλία,
ποῦ μὲ ’τυράννησαν πολύ·
νὰ φέγγῃ τὸ κερὶ χλωμὰ στὸν σκοτεινό μου τάφο,
να γράφω στὴν μανούλα μου, στ’ ἀδέρφια μου νὰ γράφω
ἀτέλειωτην ἐπιστολή!
Καὶ μὴ μοῦ χρίσετε πολὺ στὸ μάρμαρό μ’ ἀσβέστη!
Ν’ ἀκούω καὶ τὸ "Μεθ’ ἡμῶν" καὶ τὸ "Χριστὸς ἀνέστη",
ποῦ ’φέτος ἔχω στερηθῆ·
Νὰ νοιώθω, ὅταν κανένας σας τὸν τάφο μου ζυγόνῃ·
ν’ ἀκούω πῶς χτυπᾷ ὁ ’γιαλός, πῶς κελαδεῖ τ’ ἀηδόνι,
μέσ’ στ’ ὄνειρό μου τὸ βαθύ!..
|