Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ.



Ἄφησε πλέον τὴν δουλειά,
τὸ κέντημά σου χάμου,
καὶ ’μίλησέ με μιὰ σταλιά,
καὶ κάθησε κοντά μου.

Τὰ δυό σ’ ἀδέρφια ’ξεφωνοῦν
στοῦ κήπου τὰ λουλούδια·
στοῦ κήπου τ’ ἄνθη ’λογυρνοῦν
νὰ πιάσουν πεταλούδια.

Καὶ τὸ νινί, ποῦ ’ξαπλωτὸ
τὸ χέρι του βυζάνει,
ἀποκοιμήθηκε κι’ αὐτό,
καὶ δὲν καταλαμβάνει.

Ὠς καὶ ὴ δύσκολη μαμμά—
κἄτι δουλειά ’χε τάχα.
Βλέπεις, κ’ ἐκείνη προτιμᾷ
νὰ μείνουμε μονάχα.

Ἔλα, παραίτα τὴν δουλειά,
καὶ πές με δυὸ λογάκια...
Κυττᾷς στὸ κλῆμα δυὸ πουλιά,
πῶς ψάλλουν τραγουδάκια;

Δυὸ περιστέρια στὴν αὐλή,
πῶς λέν τὸν ἔρωτά τους!
Τὸ ἕνα τ’ ἄλλο τους φιλεῖ,
καὶ τρέμουν τὰ φτερά τους!...