Μὲ τί νὰ τὴν προικίσω αὐτή,
ποῦ ’ταῖρι θὰ μὲ πάρῃ;
Φλουριὰ δὲν ἔχω στὸ κουτί,
διαμάντια στὸ συρτάρι.
Οὔτε παλάτι πουθενά,
ποῦ γιὰ κυρὰ φυλάγει,
οὔτε φεργάδα, π’ ἁρμενᾷ
στ’ ἀπέραντα πελάγη.—
Φωτιὰ νὰ κάψῃ τὰ λεπτὰ
καὶ τ’ ἀκριβὰ στολίδια,
π’ ὅποιος γιὰ προῖκα τ’ ἀποκτᾷ
τοῦ ’βγαίνουνε σὰν ’ξείδια.
Καὶ τὰ παλάτια τὰ γερὰ
σεισμὸς νὰ τὰ ξεγύρῃ,
σὰν ἔχουν δύστυχη κυρά,
καὶ σάχλιο νοικοκύρη.
Καὶ τὸ καράβι—ἂς πνιγῇ
μὲ τὰ καλὰ ποῦ σκόνει:
Ξαντὸ δὲν φέρνει στὴν πληγή,
ποῦ ταῖς καρδιαὶς ’ματόνει.
Γιὰ δός μου, κόρη ’ντροπαλή,
τὸ δεξιό σου χέρι·
καὶ δός μ’ ἕνα γλυκὸ φιλί,
κ’ ἔλα, γενοῦ μου ’ταῖρι.
Κ’ ἐγώ, ἀπὸ μικρὴ γεννιά,
βασίλισσα σὲ κάνω·
νὰ σὲ ζηλεύῃ κάθε νιὰ
στὴν οἰκουμέν’ ἐπάνω.
Σὲ φέρνω ἀθάνατο νερὸ
νὰ λούσῃς τὸ κορμί σου:
Ἀπὸ τὸν Χάρο τὸν σκληρὸ
νὰ σώσῃ τὴν ζωή σου.
Ἀπ’ τὰ λουλούδια, ποῦ ἡ δροσιὰ
τ’ Ἀπρίλη περιβάλλει,
κάμνω μιὰ νέα φορεσιὰ
στ’ ἀγγελικά σου κάλλη.
Τὴν Πούλια δένω σ’ ἀργυρό,
φωτόπλεχτο γαϊτάνι,
καὶ στὰ μαλιὰ σοῦ τὴν φορῶ,
βασιλικὸ στεφάνι.
Καὶ τὸν καθάρι’ Ἀυγερινό,
πὤχ’ ἡ Αὐγὴ στολίδι,
στὸ δάχτυλό σου τὸν περνῶ,
διαμάντι δαχτυλίδι.
Κατόπι θρόνον ἁψηλὸ
σοῦ στήνω, τὴν καρδιά μου,
καὶ κυβερνήτρα σὲ καλῶ
στὰ διανοήματά μου.
Καὶ βάλλω ’να διαλαλητὴ
σ’ ὅλη τὴν γῆ νὰ ψάλλῃ
τὴν ἀτελεύτητ’ ἀρετή,
τ’ ἀθάνατά σου κάλλη.
Τ’ ἀκοῦν οἱ γέροι κ’ εὐλογοῦν,
οἱ νιοὶ καὶ σὲ λατρεύουν·
τ’ ἀκοῦν γρῃαὶς κι’ ἀφρολογοῦν,
καὶ νιαὶς καὶ σὲ ζηλεύουν.
|