Καρδιά, τοῦ κάκου μὴ χτυπᾷς,
μὴν κρούεις στὰ χαμένα:
Ἡ νέα κόρη π’ ἀγαπᾷς
δὲν εἶναι διὰ ’σένα.
Ἕν’ ἄστρο θάλλει τὴν αὐγή,
στὸν οὐρανὸ λουλοῦδι.
’Ταιριάζει νὰ τὸ κυνηγῇ
τῆς γῆς τὸ πεταλοῦδι;
Ἀστράφτει στὸ βαθὺ γιαλὸ
λαμπρὸ μαργαριτάρι.
Ποιός, ἐλαφρὸς σὰν τὸν φελλό,
βουτᾷ γιὰ νὰ τὸ πάρῃ;
Ὡραῖο πρᾶγμα ’ν’ ἡ φωτιά!
Κάθε παιδὶ τό λέγει.
Ὡραῖο, μὰ γιὰ τὴν ’ματιά.
Γιὰ τὰ χεράκια, καίει!
Ὡραία εἶναι κ’ ἡ ξανθή·
ποιός μᾶς τ’ ἀρνιέται τάχα;
Μ’ αὐτή, καρδιά μου, θὰ πιασθῇ
μὲ μέταλλο μονάχα.
Γι’ αὐτὸ τοῦ κάκου μὴ χτυπᾷς,
μὴν κρούεις στὰ χαμένα:
Ἡ νέα κόρη π’ ἀγαπᾷς
δὲν εἶναι διὰ σένα.