Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892/Το κάρρον

Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1892
Συγγραφέας:
Τὸ κάρρον


ΤΟ ΚΑΡΡΟΝ
[αθηναϊκη σελισ]

Το κάρρον ἤρχετο μακρόθεν, φορτωμένον χῶμα. Τὸ ἔσυρε μονάχον του ἓν ἄλογον, οἰκτρὸς ψαρρὸς ροσσινάντης κάτισχνος, τὸ ἐτράβα ἐπωδύνως, ἀναστελλόμενος σχεδὸν κατὰ πᾶν βῆμα, ὅπερ ἔκαμνεν ἀσθμαίνων. Ὁ καρραγωγεύς, ἀθηναῖος καρραγωγεύς, ὡσεὶ τριακοντούτης, μὲ πλατύγυρον καπέλλον καὶ ἐπανωβράκια πλακιώτου, παρηκολούθει εἰς ἀπόστασιν τινὰ πεζός, τὰς χεῖρας του συμπεπλεγμένας ἔχων ἐξοπίσω του, καὶ περασμένον τὸ καμτσίκι μεταξύ, βραδέως. Τὸ χῶμα εἶχε προφανῶς ριφθῇ ἐντὸς κατὰ μεγάλας πτυαριάς, εἶχεν ἀρθῇ εἰς λόφον ἐν τῷ μέσῳ, εἶχε πατηκωθῇ εἰς τρόπον ὥστε νὰ μὴ χωρῇ πλέον οὔτε δάκτυλον, Ἀλλὰ τὸ ἄθλιον τετράποδον, τὸ ἔσυρεν, εὐσυνειδήτως ἐν τοσούτῳ, παρ’ ὅλον του τὸ φυσαλέον ἀγκομάχημα προὐχώρει, ἐκινεῖτο, τανύον τῶν κνημῶν αὐτοῦ τῶν καλαμίνων τοὺς μυῶνας, καὶ καταβάλλον πᾶσαν τὴν ἀλκὴν τῶν ἀπεψιλωμένων κρέατος ἰσχίων του. Τὸ γηραλέον του τὸ δέρμα, ἦτο κολλημμένον ἐπὶ τῶν πλευρῶν αὐτοῦ, ὡσεὶ μεμβράνη, θὰ ἠμποροῦσες νὰ τὰς ἀριθμήσῃς ὡς διεγράφοντο τοιουτοτρόπως ὄπισθεν, κατὰ ραβδώσεις, οἱονεὶ ἀνάγλυφοι, χωρὶς νὰ παρεντίθεται οὔτε ἰδέα κἂν σαρκός. Αἱ συναρθρώσεις τῶν κοκκάλων του ἐφαίνοντ’ ὡσεὶ σκελετοῦ ἀνατομείου, ἐπιταυτῷ συναρμολογηθέντος ἵνα χρησιμεύσ’ εἰς μάθημα, προέβαλλον θρασέως πανταχόθεν, ἐνόμιζες πῶς τώρα τὸ πετσί του θὰ ἐρρήγνυον, διὰ νὰ ἐξέλθουν πᾶσαι ἐν στιγμῇ εἰς φῶς. Ὡς ἔβαινεν, ἠκούετ’ ὁ κριγμός των, καθὼς ἐν τῇ κινήσει συνεκρούοντο κ’ ἐτείνοντο, ἡ κεφαλή του ἐκινδύνευε νὰ ἀκουμβήσῃ εἰς τὴν γῆν, κεκυφυῖα διαρκῶς, καὶ ὁ λαιμὸς ἐκαμπυλοῦτο, καὶ ἡ ράχις ἐκυρτοῦτο, ἐν τῷ ἀγῶνι ὅστις ἐξηνάγκαζεν ὅλον τὸ δυστυχές του σῶμα νὰ βαδίζῃ. Ἐπὶ τῆς κορυφῆς αὐτῆς, πρὸς τὸν αὐχένα, πληγὴ εὐρεῖα ἔχασκεν ἐρυθροπέλιδνος, ὡσὰν νὰ ἀφῃρέθη τμῆμα τι βιαίως, τὰ χείλη της τὴν περιέβαλλον, κατάμαυρα, διερρωγότα, κ’ ἐσχημάτιζον ὡσεὶ ἐσχάραν κυκλικήν, εἰς δὲ τὸ βάθος της διεκρίνετο ὑπολευκάζον τὸ ὀστοῦν. Καὶ τὸν κατεσκληκότα του αὐτὸν κορμόν, περιεπτύσσοντο ἡμίβρωτα λωρία, ἱμάντες φαγωμένοι καὶ κατάτριπτοι, ραχώδη χάμουρα, συνδέοντα πρὸς τὰ προβάλλοντα ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν κοντάρια, κρατοῦντ’ αὐτὸν δεμένον πρὸς τὸ ραμπαδόξυλον, συνέχοντα τὰ πισινά του, ἢ προσαρμόζοντα τὸ σαμαράκι ἐπὶ τῆς σπονδυλικῆς του στήλης. Καὶ οὕτως εἵπετο κατόπιν ὁ τοῦ κάρρου σκελετός, τετράγωνος, τὸ χρῶμα ἀμαυρός, ἀνάλογος πρὸς τὸ συσσωρευμένον χῶμα ἐν αὐτῷ, ἀπὸ σανίδων πεπαλαιωμένων καὶ μακρὰν δουλείαν διηγουμένων, μὲ τοὺς δύο του τροχούς. στρογγύλους, λασπωμένους, στρεφομένους, τρίζοντας, ἐντεῦθεν καὶ ἐκεῖθεν. Καὶ ἔλεγες ὅτι ὁ ἦχος οὗτος ὃν ἐξέπεμπον γυρίζοντες, ἑνούμενος πρὸς τοῦ ἀλόγου τὸ κοπῶδες ἆσθμα, ἦτο ὡς γόος τις ἀόριστος καὶ ἄναρθρος, παράπονον θρηνῶδες ὅπερ ἔθαλλον, ἐν ἀδελφότητι καμάτου, δυστυχίας, τὸ ἄψυχον τὸ ξύλον ἅμα καὶ τὸ ἔμψυχον τετράποδον…

Διέβαιναν λοιπόν, φερόμενον καὶ φέρον, τῆς ἐρήμου συνοικίας τὰς ὁδούς, ἀργά, ὑπὸ τὸ καῦμα τοῦ ἡλίου τὸ τραχύ. Καὶ ἐν τῷ μέσω τῶν στενῶν τῶν δρόμων της, τὸ κύλισμα τοῦ κάρρου ἀντεβόα, ὁμοιόμορφον, µονότονον, βαρύ, ξηρόν, ἀνιαρόν, βάναυσον, ἀγροῖκον. Ὁ ὁδηγός του, νυσταλέος, κουρασμένος ἴσως καὶ αὐτός, μὲ τὸ κεφάλι του χωμένον κατὰ βάθος ὑπὸ τοὺς ἀντεστραμμένους, χαμαὶ νεύοντας γύρους τοῦ καπέλλου του, ἐβάδιζε μὴ ἐπειγόμενος, σιγῶν ὡς ἐπιτοπολύ, ὡς βυθισμένος εἰς σπουδαίας σκἑψεις, ἢ συρίζων ποῦ καὶ ποῦ δημῶδες ᾆσμα. Ἀπὸ καιροῦ δὲ εἰς καιρόν, μόνον, ὡς ἐνθυμούμενος, ἔβαλλε λαρυγγῶδες ἐπιφώνημα, ἐξέφερ’ ἐπιτακτικὴν ἀποστροφὴν πρὸς τὸ προβαῖνον ζῷον, ἐσφενδόνιζε μέχρις αὐτοῦ χυδαίαν βλασφημίαν, ὡς διὰ νὰ ὑπομνήσῃ ὅτι ἐκεῖ ἦτον καὶ ἐπιταχύνῃ τὴν πορείαν του. Δὲν εἶχεν ὅμως καν καὶ ἐπικλήσεων ἀνάγκην, τὸ ἀχθοφόρον κτῆνος, ὡς ἐφαίνετο. Διότι ἂν καὶ βραδέως, ὑπεῖκον εἰς κτηθεῖσαν πολυχρόνιον ἕξιν καταδήλως, παντοιοτρόπως ἀσκηθὲν ὠμῶς ἀρχῆθεν, εἰς μόχθους ἐγκαταβιῶσαν ἀσυνήθεις, ἐξετέλει τὸ καθῆκόν του δεόντως, ἐφ’ ὅσον τοῦ ἐπέτρεπεν ἡ δύναμις. Ἀναίσθητον πρὸς τοῦ σημειοῦντος ἤδη φλογεροῦ ἄστρου μεσημβρίαν τὰς ἀκτῖνας, ἀφρόντιστον πρὸς τῆς ἰδίας του ἰσχύος τὴν προφανῆ ἔλλειψιν, ἀδιάφορον πρὸς τοῦ φορτίου τὸ ὑπέρογκον, ἐναλλάσσει ἐπαλλήλους, τοὺς ἀσθενεῖς πόδας του, διαμείβει τὰς ἰσχνάς του κνήµας, μηκύνει τοὺς μηρούς, κάμπτει τὰ γόνατα. Ἁπλόνεται τὸ ἀργασμένον του τομάρι ὑπὸ τὴν προσπάθειαν, συστέλλεται ἢ ἐκτυλίσσεται, ριχνοῦται ἢ τεζάρεται, νὰ εὐκολύνῃ τῶν ἱστῶν τὸ παίξιμον. Στηρίζοντ’ αἱ ὁπλαί του εἰς τὸ ἔδαφος στερρῶς, τὰ νεῦρα τείνονται, ἀνδρίζονται τὰ γυῖα, κοπιάζουν αἱ ἰγνῦς. Ἀπὸ τοῦ λευκωποῦ μετώπου του, κατὰ χονδρὰς σταγόνας, πίπτει ὁ ἱδρώς, θρόµβους ὀγκώδεις, ἐπαφίνοντας εὐρεῖαν τὴν κηλῖδα καταγῆς. Παρίσταται ἐν γένει προικισμένον ὑπὸ ἀντοχῆς παθητικῆς μεγάλης, ἥτις πολλάκις εἶνε μᾶλλον χρήσιµος, παρὰ αὐτὴ ἡ ἐνεργὸς ρώμη. Τὰ βλέμματα ἔχει προσηλωμένα σταθερῶς πρὸς τὰ ἐμπρός, δηλαδὴ χάμω, κ’ αἱ παρωτίδες ἐμποδίζουν νὰ κυττάξῃ πλάγια. Ἀλλά, ἡ ὄρεξίς του, καὶ χωρὶς αὐτῶν, δὲν θὰ τὸ ἐκινοῦσε νὰ ἰδῇ τί τρέχει τάχα γύρω του. Ἴσως ἀκόμη, μάλιστα, οὔτε καὶ κάτω ποῦ κυττάζει βλέπει ἀπολύτως τίποτε. Ὅλας του τὰς δυνάμεις, σωματικὰς ἢ διανοητικὰς ἢ ψυχικάς, φαίνεται νὰ τὰς συνεκέντρωσεν ἀνεπιγνώτως στὴν δουλειάν του, καὶ εἰς αὐτὴν μόνην, νὰ προσέχῃ. Τὸ βάδισμά του, μ’ ὅλην τὴν κατὰ στιγμὴν ἀναστολήν του, διὰ νὰ ἀναπνέῃ, εἶν’ ἓν τούτοις συνεχές, καὶ ἀμετάβλητον, καὶ ἀπαράλλακτον, ὅπως ἐπίσης συνεχὴς καὶ ἀπαράλλακτος ὁ συνοδεύων τοῦτο γόος τῶν τροχῶν καὶ ὁ βαθὺς ἀνασασμός του. Μηχανὴ θὰ ἐπίστευες, ἅπαξ εἰς κίνησιν τεθεῖσα, καὶ πιστῶς ἀκολουθοῦσα τὴν δοθεῖσαν αὐτή εὔθυνσιν. Κἄποτε, οὐχ ἧττον, τυχαίνει νὰ σκοντάψῃ αἰφνιδίως εἰς λιθάριον, πέτραν τινὰ κυλιομένην ἀνὰ τὴν ὁδόν, καὶ παρεκκλίνει δι’ ἓν λεπτόν, τρικλίζει δεξιά - ἀριστερά, χάνει ὀλίγον τὴν ἰσορροπίαν. του. Ριπτάζεται δ’ εὐθὺς ἐπὶ τοὺς ἄξονάς του τὸ ἑπόμενον τετράγωνον κιβώτιον, κλυδωνίζεται καὶ παραπαίει. Πλὴν, δὲν ὁ ἀργεῖ νὰ ἀναλάβῃ τὸν τακτικὸν δρόμον του, καὶ νὰ τραβήξῃ πάλιν, ἀχρονοτριβεί, νὰ ἐπανεύρῃ τὴν οἰκείαν του φοράν. Καὶ ὑπὸ τ’ ἀνοικτὰ τῶν οἴκων ὄμματα, ἐν τῷ κονιορτῷ, ἐπὶ τοῦ αὐχμηροῦ ἐδάφους, ἄγει τὸ σαρκίον καὶ τὸ κάρρον του, μὲ ἦθος φιλοσοφικόν, ὡς ἀποφασισμένον νὰ βαδίζῃ αἰωνίως.

Ὄμως, ὡς ἔφθανεν εἰς τῆς ὁδοῦ τὸ ἄκρον, καὶ ἐστρέφετο πρὸς τ’ ἄνω, ἀπροόπτως, ἀποτόμως, συνεκόπη. Ὅ στενὸς δρόμος διετέμνετο κατὰ τὸ πλάτος του ἀπὸ βαθεῖαν αὔλακα, σκαφεῖσαν τίς οἶδεν ἀπὸ ποῖον, κ’ ἑνοῦσαν πρὸς ἀλλήλους τοὺς δύο ἑκατέρωθεν ὑπὸ τὰ κράσπεδα τῶν λιθοστρώτων ρύακας, τοὺς ὀχετοὺς δι’ ὧν ἐκρέουν τὰ νερὰ τῶν ἀγυιῶν. Ἐπειδὴ δὲ τὰ ὕδατα ποῦ χύνοντ’ εἰς τὴν γειτονιὰν εἶνε πολλὰ, κ’ ἐκ τῶν αὐλῶν τριγύρω, αἱ οἰκοῦσαι πλύστραι τ’ ἀπορρίπτουν ἀδιακρίτως καὶ ἀπαύστως, ἡ αὔλαξ αὕτη ἦτον πλήρης πάντοτε καὶ ἐκχειλίζουσα, εἶχεν ἐξαπλωθῇ, ἐπὶ τοῦ δρόμου, κατέφαγε τὸ χῶμα πέριξ, διήθησε τὰ νερά της εἰς τὴν γῆν, καὶ τὴν ἐσάπισε, τὴν ἐβαθούλωσεν ἐφ’ ἱκανόν, καὶ ἐσχημάτισεν ὡς μικρὸν τέλμα, εἰς ὃ ἐκαταστάλαζαν καὶ τὰ ἐκ τῆς βροχῆς τυχόν, ἀλλὰ ἰδίως ἐφιλοτιμοῦντο νὰ μὴ τὸ ἀφήσουν πώποτε νὰ ξηρανθῇ οἱ ἐκ τῶν πλύσεων ὑπόλευκοι θολοὶ σαπωνοχείμαρροι. Ἡπλοῦτο δὲ τὸ τέλμα τοῦτο μέσα εἰς τὸ πέρασμα, κ’ ἦτον ἀδύνατον νὰ διέλθῃ ζῷον χωρὶς νὰ πατήσῃ εἰς αὐτό, καὶ διαβάτης δίχως νὰ πηδήσῃ ἀπὸ μέρος τι στενόν. Εἰσέβη ἑπομένως, ἀναγκαίως, εἰς τὸν λασπώδη αὐτὸν χῶρον, ἐπροχώρησε τὸ ἄλογον, συνἑρριψε τὸ κάρρον, κ’ ἐπλατάγησαν οἱ δύο του τροχοί, ἐντὸς τοῦ βούρκου τοῦ λιμνάζοντος. Ἀνῆλθε δὲ ἐπὶ τὴν ὄχθην, μὲ τὰ πέταλα βρεγμένα, ἐξεκίνησεν, ἔσυρε διὰ νὰ ἐξακολουθήσῃ τὴν πορείαν. Ἀλλά, ὁρμητικῶς, βιαίως, οἱονεὶ διὰ χειρὸς τραχείας, ὡς ἔτεινε τὸ σῶμα πρὸς τὰ πρόσω, ἐκρατήθη διαμιᾶς, ἐμποδίσθη ἰσχυρῶς τὴν κίνησιν, ἀντεστράφη ἐν πατάγῳ τὴν φοράν, ἐτραβήχθη ἀκουσίως πρὸς τὰ ὄπισθεν, ἐκόλωσεν, ἐπεδικλώθη, ἐξωλίσθησε τοὺς τελευταίους πόδας του ἐντὸς τοῦ τἐλματος ἐκ νέου, ἐκινδύνευσε νὰ καταπέση. Εἶχαν κολλήσῃ εἰς τὸν βοῦρκον οἱ τροχοί, καὶ ἐνεπάγησαν εἰς τὴν ἰλὺν βαθέως, ἐχώθησαν εἰς τὸ ἑλῶδες ὑγρὸν μαλακὸν ἔδαφος, ἐβούλιαξαν μὲ δύναμιν, καὶ δὲν ὑπήκουαν πλέον εἰς τὸ τρὰβηγµα. Ἐπὶ τῶν λιποσάρκων του σκελῶν, συνεκραδάνθη τὸ τετράποδον, διεσείσθη, ἐδοκίμασε νὰ ξανααναβῇ ἐπὶ τὴν ὄχθην, ἐκρατήθη πάλιν ἐξοπίσω ἀπ’ τὸ κάρρον, ἠθέλησε καὶ αὖθις, ἐπιτεῖνον τὴν ἰσχύν του, ἀντεσὐρθη πεισματωδῶς διὰ τῶν λωρίων, κ’ ἠναγκάσθη νὰ σταθῇ. Κλίνει λοιπὸν ἐντεῦθεν καὶ ἐκεῖθεν, ὡσεὶ θέλον νὰ ἀπαλλαχθῇ, κτυπᾷ ἐπάνω στὰ κοντάρια, ἐπιχειρεῖ κινηματ’ ἄτακτα πρὸς διευθύνσεις διαφόρους. κατ’ εὐθεῖαν ἢ πλαγίως. Ἀλλὰ δὲν κατορθόνει τίποτ’ ἐντελῶς, καὶ προσλαμβάνει μόνον στάσιν ἀσυνήθη, ὡς δεσμώτου, ἐπιθυμοῦντος νὰ ἐξέλθῃ τῶν δεσμῶν του, μὲ τὸν ἥμισυν κορμόν του ὑψηλότερον πολὺ τοῦ ὑπολοίπου. Ἀνιῶν ὅμως καθὼς φαίνετ’ ἐν αὐτῇ, σαλεύεται καὶ πάλιν, προσπαθεῖ νὰ ὁδεύσῃ ὁπωσδήποτε, τραβᾷ. Πλήν, οἱ κατάτριπτοι ἱμάντες του, ἀντέχουν ἐντοσούτῳ ἀρκετά, τὸ ἕλκουν πρὸς τὸ ραμπαδόξυλον στερρῶς, καργάροντ’ ἐρρωμένως, καὶ παραλύουν πᾶσάν του ὁρμήν. Τότε κ’ ἐκεῖνο, δίδει μίαν πρὸς τὰ πίσω, ὑποχώρησιν σφοδράν, πλήττει τὰ νῶτα πρὸς τὸ κάρρον, τὸ κουνεῖ, ὡσεὶ ἐπιθυμοῦν νὰ καρχινοβατήσῃ καὶ νὰ βγῇ τοιουτοτρόπως ἀπ’ τὸν βοῦρκον, ἀντιστρόφως. Ἀλλὰ κ’ εἰς τοῦτο δὲν ἐπιτυγχάνει περισσότερον, ἀνταπωθεῖται, ξεγλιστρᾷ, ἐπαναφέρεται εἰς τὴν προτέραν θέσιν του, καὶ κατιδὸν τὸ μάταιον τοῦ κόπου, ἐναπέμεινεν ἐκεῖ.

Ὁ ἄνθρωπος, συρίζων τὴν στιγμὴν ἐκείνην καὶ προσβλέπων εἰς τὴν γῆν, δὲν ἐκατάλαβεν ἀμέσως ὅ,τι ἔγινεν. Ἀλλά, ἀκούων παύσαντα τὸν θόρυβον τοῦ κάρρου, ἔγειρε τὴν κεφαλήν, καὶ εἶδε τοῦτο, ἀνελπίστως, στηλωμένον εἰς τὸν τόπον του. Αὐθωρεὶ δὲ, καταληφθεὶς ὑπὸ θυμοῦ ἀκατασχέτου, ἀμελλητί, λύει τοὺς βραχίονας, ραγδαῖον σκάζει τὸ καμτσίκι στὸν ἀέρα ἠχηρῶς ἐν ἀπειλῇ, ἐρεύγεται ὡς ὠρυγμὸν τινά, ὁρμᾷ, ἔκαμε τρία - τέσσαρα πηδήματα, κ’ εὑρέθηκ’ εἰς τὸ πλάγι του, εὐθύς. Καί, δίχως νὰ κυττάξῃ, δίχως νὰ προσέξη, κατεβάζει τὴν μακράν του μάστιγα εἰς τὰ πλευρὰ τοῦ ζῴου, ἅπαξ, δίς, τρίς, εἰκοσάκις, βλασφημῶν, ἐν ὕβρει, ἀπευθυνόμενος αὐτῷ καθὼς πρὸς ὅμοιόν του:

— Τὸ σταυρό σου μέσα, ψοφίμι!… Σὰ στραβὸς πῆγες νὰ πέσῃς μέσα, βρὲ κερατᾶ!…

Πρὸς τὰ κτυπήματα, τὸ ἄλογον μετεκινήθη μετὰ κρότου ἐπὶ τὰ ἐμπρὸς καὶ νῦν, ἐτέντωσε τὸν τράχηλον, συνεκύρτωσε τὴν ράχιν, προέβαλε τοὺς πόδας, κ’ ἐπροσπάθησε νὰ σύρῃ. Ἀσκόπως ὅμως, διότι τὸ ἐμβύθισμα τοῦ κάρρου δὲν εἶνε μικρόν, χρειάζεται δὲ δύναμις πολὺ μεγαλητέρα τῆς δικῆς του νὰ τὸ βγάλῃ. Ἀλλά, καὶ πάλιν ὁ καρραγωγεὺς κτυπᾷ, κτυπᾷ σφοδρῶς, μαστίζει τὰ ὀπίσθια, τοὺς μηρούς, τὰς κνήμας, τὴν κοιλίαν, τὸν λαιμόν, ἐκβάλλει ὠρυγὰς ἐπιταγῆς, φοβέρας, ἐνθαρρύνσεως, καὶ τὸ τραβᾶ συγχρόνως ἐκ τοῦ χαλινοῦ, καὶ βλασφημοκοπεῖ, καὶ τὸ ὑβρίζει. Τὸ ζῷον, δὲν εἶν’ εὐχαριστημένον καὶ αὐτὸ προδήλως, καὶ ὀξέως συναισθάνεται τὸ ἄλγος τῶν πληγῶν ἐπὶ τοῦ ταλαιπωρημένου του κορμιοῦ, καὶ ἐπαναλαμβάνει τὰ πειράματα. Κρατούμενον δ’ ἐκ τῶν ἡνίων ὑπὸ τοῦ ἀνδρός, μὲ κίνδυνον νὰ σπάσῃ τὰ σητόβρωτά του χάμουρα, ἕλκει τὸν σκελετὸν τοῦ κάρρου τὸν πηγμένον εἰς τὴν γῆν. Πλὴν καὶ τὸ δεύτερον, καὶ τρίτον, ἀποκάμνει, μάχεται, ἄνευ ἀποτελέσματος τινός, παιδεύετ’ ἀνισχύρως, καὶ ὀπισθοβατεῖ, καὶ σκουντουφλᾶ, καὶ συνταράσσεται. Ὅσον ὅμως αὐτὸ φιλοτιμεῖται, τόσον ὁ καρραγωγεὺς βλέπων ἀδίκως παρερχόµενον τὸν χρόνον, ἐπιμαίνεται αὐτῷ, καὶ νευρικῶς χειρονομεῖ, κινεῖται ἀδιακόπως πέριξ του, πλήττει τὸ σῶμά του ἐξ ὅλων τῶν μερῶν, τὸ παροτρύνει, δαιμονίζεται μωρῶς νὰ τὸ ὠθήσ’ εἰς δρόμον, ἀνακραυγάζων εἰς βραγχώδεις, οἱονεὶ ἐγγαστριμύθους ἐπικλήσεις.

— Ἕϊ!… Ἕϊ!… Νὰ χέσω τὸ γονιό σου, ψοφάλογο!… Ἕϊ!… Τὸ Χριστό σου, ἄτιμο!… Βρὲ οὔστ!… Μπᾶ νὰ πάρ’ ὁ διάολος τὸ κεφάλι σου, κερατᾶ!… Ἕϊ!… Χέϊ!… Σςςς!…

Παραφέρεται δὲ, δεινῶς, περιρρεόμενος ὑπὸ ἱδρῶτος, τινάσσει μεταξὺ τῶν χειλέων του τὰ γκέμια, καὶ μὴ ἀρκούμενος εἰς τὸ καμτσίκι, ἐν τῇ ὀργῇ, καὶ τῇ ἀνυπομονησίᾳ του, πατάσσει ἐπικουρικῶς αὐτὸ καὶ διὰ τῶν ἰδίων του ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν, ἐν λακτισμοῖς καὶ γρόνθοις, Ὅλον τὸ λαϊκὸν βλασφημολόγιον, ὁ θησαυρὸς τῶν ὕβρεων τῶν ἀγυιῶν, ἐκβράζεται ροχθῶν ἀπὸ τὸ στόμα του, ὡς ἀπὸ καταρράκτου βρωμερός ἀφρός. Ἐν τῇ στενῇ ὁδῷ, παρὰ τὴν τελματώδη αὔλακα, ὀνόματα Θεοῦ, Χριστοῦ, Σταυροῦ, καὶ Παναγίας περιΐπτανται, ἀνέρχονται πρὸς τὸν ἀέρα, διασχἰζουν τὸ κενόν, συνοδευόμενα ἀπὸ τῶν ἐπιθέτων τὰ αἰσχρότατα, κατεμπτυόµενα, βορβοροκυλιόµενα, ἐκπορνευόμενα παντοίως. Κ’ ἐνῷ ὁ κύριός του ἀσχολεῖται νὰ ξερνᾷ ἐπάνω του τὴν φοῦρκάν του, τὸ ζῷον, ἐπανειλημμένως κατατρίβεται εἰς ἀποπείρας συνεχεῖς, παλαίει. ἀγωνίζεται, καὶ ἄχθεται, καὶ ἐξαντλεῖται ἀτυχῶς εἰς δοκιμάς. Ἐντούτοις, μίαν ἀπὸ τὰς πολλάς, ὁ ὀστεώδης ροσσινάντης, ἔβαλε τὰ δυνατά του, καὶ κατώρθωσε νὰ ἀποσπάσῃ τὸν δεξιὸν τροχόν, τὸν ἐξεκόλλησε σχεδόν, καὶ πλήρη βούρκου ἀποκάτω τὸν ἐτράβηξε νὰ τὸν ἀνεβάσῃ εἰς τὴν ὄχθην. Ἀλλά, προσκρούσας κατ’ αὐτῆς. γλοιώδης ἤδη, παρευθὺς ἐξανακύλισεν ἐκεῖνος, ἄλλως τε κρατούμενος κ’ ἐμποδιζόμενος ἀπὸ τὸν κολλημένον σύντροφόν του, ἔπεσε ὅπου καὶ πρὶν ἦτον, κατετράνταξε τὸ ἄλογον, κ’ ἐχώθη ἔτι μᾶλλον νῦν βαθύτερον. Ἀπελπισθὲν δὲ φαίνεται τὸ κτῆνος ὡρισμένως, ἐπανέλαβε τὴν ἀρχικήν του στάσιν, μὲ τοὺς ἀστραγάλους βρεχομένους, προσεπασσαλεύθη ἀκινήτως, ἀνεβοκατεβάζον μόνον παραδόξως τὸν αὐχένα, ὡς ἀρνούμενον νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸν ἀγῶνα.

Παρὰ τὸ κάρρον τὸ σταθμεῦον, δὲν ἐβράδυναν, ἐντὸς ὀλίγου νὰ συσταθμεύσουν ἐννοεῖται, κ’ οἱ ἀπαραίτητοι περίεργοι τῶν δρόμων. Διότι, εἰς τὰς πόλεις, τοὺς γεννᾷ ἐξάπαντος ἡ γῆ τοὺς περιέργους. Καὶ ἐνῷ τέως ἐπεκράτ’ εἰς τὴν ὁδὸν ἡ ἐρημία, ἐντελής, μόλις συντύχῃ τὸ παραμικρόν, βλέπεις ἐξαίφνης τὸν δουλάκον τοῦ γειτονικοῦ μπακάλικου νὰ ἀποσπᾶται ἐκ τῆς θύρας, νὰ προσέρχεται, ἕνα παιδί, πηγαῖνον ἢ ἐρχόμενον ἀπ’ τὸ σχολεῖόν του, νὰ σταματᾷ, ἄλλο νὰ ξεμπουκάρῃ τρέχον ἀπὸ τὴν γωνιάν, τοῦ καφφενὲ τῆς συνοικίας ὑπηρέται νὰ σᾶς προσκομίζουν νωχελῶς τὴν κυματίζουσαν ποδιάν των καὶ τὴν λαδωμένην των χωρίστραν καὶ τὰ καλοκτενισμένα κατσαρά των, ἕναν παπᾶν νὰ ἐμφανίζεται ὡς νὰ τὸν εἴχατε παραγγελιὰν ἐπίτηδες, καὶ ἄλλους ἅμα, οὕτω, πολυειδεῖς, πολυπληθεῖς, καὶ νὰ χαζεύουν γύρω, νὰ παραμένουν ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τοῦ τέλους, νὰ κυττάζουν, νὰ λαμβάνουν μέρος, νὰ ἐκφέρουν κρίσεις, ν’ ἀφίνουν τὴν δουλειάν των ἢ τὸν δρόμον των καὶ νὰ περνοῦν μὲ τὸ συμβὰν τὴν ὥραν των. Ἐν μέσῳ τοῦ χοροῦ λοιπὸν αὐτοῦ, ἀναποφεύκτου, ὁ καρραγωγεὺς κραυγάζει καὶ βοᾷ καὶ ἐρεθίζεται καὶ ἀγριοῦται. Καὶ βλέπων ὅτι μὲ τὸ τράβηγμα δὲν κάμνει ἀπολύτως τίποτε, ἀποφασίζει νὰ τὸ σπρώξῃ καὶ αὐτὸς ὀπίσωθεν.

— Κράτα το μωρὲ σὺ λιγάκι ἀπὸ τὰ γκέμια νὰ μπῶ ἀποκάτου, τὸ σταυρό του μέσα, λέγει ἀποτεινόμενος πρὸς ἕνα ἐκ τῶν παρεστώτων. Βάστα καὶ σὺ δῶ μωρὲ μιὰ στιμή, λέγει πρὸς τὸν δουλάκον τοῦ μπακάλικου. Τράβα του μωρὲ στὰ παΐδια, ἄλλαχτου τὸ Χριστό, νὰ παρ’ ὁ διάολος τὸ γονιό του τὸν κερατᾶ!

Παραδίδει δὲ λέγων τὴν μάστιγα εἰς τοῦ μπακαλόπαιδος τὰς χεῖρας καὶ τοὺς χαλινοὺς στὸν ἄλλον, καὶ πηγαίνων ἀπὸ πίσω ἀπ’ τὸ κάρρον, κύπτων μικρόν, σχεδὸν ἐντὸς τοῦ τέλματος, πειρᾶται νὰ τὸ ὑπεγείρῃ διὰ τῶν βραχιόνων, ἄρχεται ὠθῶν. Ἐκεῖνοι δὲ, ὡς εὐχαρίστως περιμένοντες ν’ ἀναμιχθοῦν, ἀρχίζουν παρευθὺς ὁ μὲν νὰ ἀναπάλλῃ, εἰς τὸ στόμα τοῦ ἀλόγου τὰ ἡνία, νὰ τὰ σύρῃ. νὰ τὸ τυραννῇ νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ προχωροῦντα, καὶ ὁ δὲ νὰ καταφἑρῃ μεθ’ ὁρμῆς τὴν μάστιγα.

Ὁ ἄνθρωπος, δυσκόλως, προσπαθῶν νὰ μὴ χωθῇ κι’ ὁ ἴδιος εἰς τὸν βοῦρκον, τὰ σκέλη διεστῶτα, τὴν ὀσφὺν συγκεκαμμένην, τὰ μανίκια σηκωμένα, δοκιμάζει ν’ ἀνυψώσῃ πως τὸ κάρρον, νὰ τοῦ δώσῃ δύναμιν, ὥστε, προβαίνοντος κατά τι τοῦ ἀλόγου, νὰ βρεθῇ εἰς τὴν ἰδίαν ἐπιφάνειαν τοῦ ὄχθου, νὰ τὸ ξεκολλήση διαμιᾶς, καὶ νὰ τὸν ὑπερβῇ. Πλήν, ἐκτὸς ὅτι εἶνε κολλημένον ἀρκετὰ καλά, ἔχει καὶ βάρος οὐκ ὀλίγον, κ’ ἐντείνει τὴν πρὸς τὴν γῆν πίεσιν τὸ ἁδρόν του τὸ φορτίον. Ἄδικα λοιπὸν σφίγγεται, καὶ κατακόπτει τὰς παλάμας του τὰς τραχυδέρμους ὁ ὑπὸ τῶν σανίδων τὴν σκληρότητα, πορφυροῦς τὴν ὄψιν, μὲ τὸ αἷμα ἐρυθραῖνον τὸν λαιμόν του, ἀναβαῖνον κατὰ χύματα, κάθυγρος τὸ μέτωπον. Καὶ κατορθὀνει μὲν νὰ ἀνασύρῃ καὶ αὐτὸς τὸν ἕνα τῶν τροχῶν, ἀλλὰ ὁ ἄλλος ἐπιμένει, καὶ ὅταν κάνῃ νὰ ἐγείρῃ καὶ ἐκεῖνον, ἐπαναπίπτει ὁ ἀνεγερθεὶς ἐν παφλασμῷ.

— Μωρ’ εἶνε βουλιαγμένο γιὰ καλά!… παρατηρεῖ τις τῶν θεατῶν.

— Μωρὲ μιὰ σταλιὰ τόπος κ’ ἔχει τόση λάσπη!…, συμπεραίνει δεύτερος, περιβλέπων γύρωθεν τὸ τελµατίδιον.

— Ἀμ’ εἶνε κι ὁ ὄχτος ποῦ δὲν τ’ ἀφίνει, προσθέτει ἄλλος. Δὲ γλέπεις, νά, κεῖνος ὁ τροχὸς ξεκόλλησε καὶ χτυπάει καὶ ξαναπέφτει.

Κάτωθεν τοῦ κάρρου σχεδὸν ἐντελῶς, παρὰ τὸ ἔδαφος, ὁ καρραγωγεὺς κατέβαλλεν ἤδη ἰσχυρὰν προσπάθειαν. Ἐπιτυχὼν δὲ νὰ τὸ ἀνυψώσῃ περισσότερον πρίν, ἔκαμεν ἐπίκλησιν πρὸς τοὺς παρισταμένους·

— Βοηθᾶτε μωρέ παιδιὰ καὶ σεῖς λιγάκι ἀποφτοῦ νὰ βγῇ κ’ ὁ ἄλλος…

Δύο - τρεῖς ἐκ τῶν βλεπόντων, ἐργατικοὶ ἄνθρωποι, δὲν ἀπέστερξαν τὴν πρόσκλησιν, προσελθόντες δὲ καὶ τοποθετηθέντες καταλλήλως, ἤρχισαν καὶ αὐτοὶ νὰ σπρώχνουν, οἱ μὲν τὸν ἀτίθασσον τροχόν, οἱ δὲ τὸν σκελετὸν τοῦ ἁμαξίου. Παθαίνονται δὲ καὶ οἱ ἴδιοι μετ’ ὀλίγον, ἀνθισταμένου ἔτι τούτου, καὶ ἱδρόνουν παροµοίως, καὶ ἀσθμαίνουν, καὶ κλίνουν τὸν κορμὸν τοῦ σώματος ὡς θέλοντες νὰ τὸν κάμουν ὁριζόντιον, καὶ ὀλισθαίνουν τεντωνόμενοι ἐπὶ τῶν ἐμπροσθίων των δακτύλων τῶν ποδῶν, ἐκβάλλοντες ἐπιφωνήσεις ἐνθαρρυντικάς, προτρεπτικάς, πρὸς ἑαυτούς τε καὶ ἀλλήλους, προεξάρχοντος τοῦ ἐνδιαφερομένου.

— Χάϊντε!… Ἅϊντε μωρὲ παιδιά!… Ἅϊντε!… Ἄϊ μωρὲ ἄτιμο!… Τὴν Παναγία σου μέσα!… Ἕϊ!… Ἕϊ!…

Κ’ ἐν τῷ μεταξύ. ὁ συγκρατῶν τοὺς χαλινούς, τραβᾷ ἐμπρὸς ἀνηλεῶς τὸ ἄλογον, καὶ ὁ δουλάκος τοῦ μπακάλικου καταµαστίζει τὰ πλευρά του.

Οὕτως, ὠθούμενον ρωμαλέως καὶ σφοδρῶς, τὸ κάρρον συγκλονεῖται ὅλον, συγκινεῖται, κυμαίνεται πέραν καὶ ἐδῶθεν, τρίζει, κρίζει, σίζει, προσκρούει κατὰ τῶν πισινῶν τοῦ τετραπόδου, καὶ πηγαινοέρχεται. Τὸ ἄλογον πληττόμενον ἐξ ἄλλου, σκουντώµενον, δερόμενον, συρόμενον, ἐκβιαζόμενον, κινεῖται καὶ αὐτὸ παντοιοτρόπως, ἐπὶ τῆς θέσεώς του, ἀνανεῦον τὸν λαιμὸν διαρκῶς, ὡς παριστάνον τὸ ἀδύνατον τοῦ πράγματος. Κινοῦνται δὲ καὶ συντινάσσονται ἀπαύστως καὶ τὰ ἐπ’ αὐτοῦ, τὸ σαμαράκι καὶ ἡ λιμαριὰ κ’ ἡ πισινέλα κινδυνεύουν νὰ ἐκφύγουν, σείονται τὰ καφάσια, τὰ κοντάρια, τὰ ἐπανωκάπουλα, καὶ οἱ τροχοί, ἐπιθυμοῦντες νὰ στραφοῦν ἐπὶ τοῦ σιδηροῦ των τριγκιλίου καὶ ἀποτυγχάνοντες, οἰμώζουν. Τέλος, ἐν ὑπερτάτῃ ἐντάσει νεύρων καὶ μυῶν, ἀλκῇ ὀργίλῃ, ἐξέσπρωξαν αὐτὸ ἀπὸ τῆς λάσπης, τὸ ξεκόλλησαν, τὸ ἀπεβύθισαν, ὡς ἐναέριον τὸ ἀνέβασαν ἐπὶ τοῦ ὄχθου, τὸ συνεπῆραν ἐπὶ τὸν ἀνήφορον, ἔκφρων δ’ ἐκ τῶν μαστιγωμῶν καὶ τῶν κραυγῶν ὁ ροσσινάντης, ἐλευθερωθείς, τρέχει πλέον ἐν σπουδῇ, ἐξαπολύεται δρομαῖος, πηλαλᾷ. Κρατῶν δ’ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ χαλινοῦ, παραπλεύρως νῦν, τρέχων τόρα καὶ αὐτός. θυµώδης, τὸν ἀπάγει ὁ καρραγωγεύς, τὸν μαστιγόνει ἀδιακόπως, τοῦ κατεβάζει τὸ καμτσίκι στὰ πλευρά, στὰ λαγαρά, εἰς τὰ καπούλια, στὰ σφυρά, εἰς τὰς ἰγνῦς, βρυχώµενος «Τὴν Παναγιά σου! Τὸ Χριστό σου!» ἀδιαλείπτως καὶ σκληρῶς.

Ἐκ τοῦ πεζοδροµίου τοῦ πλαγινοῦ δρόμου, πρὸς ὃν μετὰ πατάγου φέρεται, ἀνέρχεται κυρία τις μεσόκοπος, φοροῦσα μαῦρα, σεβασµίου ἐξωτερικοῦ, εἶδός τι Ροζοῦς, μὲ τὰς κορδέλας τοῦ καπέλλου της περιπλαισιούσας τὸ ἰσχνόν της πρόσωπον, κρατοῦσα μπόγον τυλιγμένον μὲ χαρτὶ εἰς χεῖρας. Νοικοχυρά τις ἀγαθὴ ὡς φαίνεται, ἥτις θὰ πῆγε νὰ ψωνίσῃ στὰ ἐμπορικά, καὶ ἐπιστρέφει εἰς τὸν οἶκον μὲ τὸ δέμα ποῦ κρατεῖ. Καὶ εἶδεν ἡ καλὴ γυνὴ τὸ πρᾶγμα, προσέβλεψε τὸ ἄλογον καὶ τὸν καρραγωγέα, καὶ τοῦ ἀθλίου τετραπόδου τὴν φυγήν, καὶ τὰς πληγὰς ποῦ καταφέρει πάντοτ’ ἐπ᾽ αὐτὸ ὁ κύριός του, κ’ ἐν ἀγανακτήσει, ἀπευθυνομένη πρὸς αὐτόν, ἔρρηξε διαμιᾶς φωνὴν ὀξεῖαν:

— Βρέ, βρέ, βρέ, τὶ τὸ χτυπᾷς ἔτσι, μὴν τὸ χτυπᾶς, βρὲ, ὤ τὸ καύμένο, τὶ βάρβαροι ἄνθρωποι, τὶ βάρβαροι!… Βρέ, βρέ, μὴν τὸ χτυπᾶς ἔτσι, τὶ βάρβαροι ἄνθρωποι, τὶ βάρβαροι!…

Ἀπομένει δ’ ἐστραμμένη πρὸς τὸ φεῦγον κάρρον βάλλουσα τὰς κραυγὰς αὐτῆς, καὶ ἀποβλέπει πρὸς αὐτό, καὶ ξεφωνίζει σχετλιαστικῶς, κινοῦσ’ ἀσυνειδήτως στὸν ἀέρα καὶ τὸν µπόγον της.

Ἀλλ’ ὁ καρραγωγεύς, ἐξαφανιζόμενος ἤδη ἐκεῖ κάτω ἐντὸς νέφους κονιορτοῦ, ἐπαναστρέφων βιαίαν τὴν κεφαλὴν ὑπὲρ τὴν ψωραλέαν χαίτην τοῦ ἀλόγου του, ἀγρίως:

— Τὸ σταυρό σου καὶ σένα μέσα, βραχνοφωνεῖ, γρῃὰ καρακάξα!… Ποῦ νὰ σὲ βροῦμε σένα τὴν πολιτισμένη νὰν τὸ ξεκολλήσης δίχως νὰν τὸ βαρέσῃς!…

Ἀθῆναι, Αὔγουστος τοῦ 1891.

Μιχαηλ Μητσακησ