Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891/Κακόφατα εύφημα
←Γεώργιος Γεννάδιος | Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1891 Συγγραφέας: Κακόφατα εὔφημα |
Δανάης μνημόσυνα→ |
Στο κείμενο διατηρείται η αρχική ορθογραφία του η οποία διαφέρει από το πολυτονικό σύστημα που ακολουθούνταν εκείνη την εποχή, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο συγγραφέας στο κείμενο του Σταθεῖτε, μὴ τρέχωμεν! στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889 |
ΠΑΡΧΕΙ μία τῶν φυσικῶν απολαύσεων τοῦ ανθρώπου αθωοτάτη καὶ ανυπέρθετος, ἥτις ὅμως δὲν προφέρεται, ὡς δυσάρεστος εις την ακοὴν καὶ δυσεγκαρτέρητος εις την συναναστροφήν, όχι μόνον αυτή, αλλα και ὁ τόπος ὅπου ἐκπληροῦται· περι αὐτοῦ δε τούτου, — δηλαδὴ τοῦ τόπου — κυρίως πρόκειται.
Και άλλοτε έκαμα λόγον περι αυτοῦ, όχι μεν εν μέσαις Ἀθήναις, αλλα μεταξὺ δημοσίου ουχ ἧττον κοσμίῡυ και αιδήμονος, χωρις να φανῶ απροσδιόνυσος· διο και θα τον επαναλάβω, πιστεύων ὅτι και εν τῷ ἄστει τῆς Παλλάδος ὁ λόγος περι οὗ ὁ λόγος δεν θα αποκηρυχθῇ ουδε ὡς ἀπρεπής, ουδ’ ὡς πάντη μάταιος.
Εἰνε κακόφατος, αληθῶς αλλα τί δεν δύναται νὰ εξηγηθῇ ευφήμως δια σεμνῶν περιφράσεων, ὅταν ὁ λαλῶν αιδεῖται και τους περι αὑτον μέν, αλλα και ἑαυτον προ πάντων. Εις τοῦτο συνίσταται ἡ κοσμιότης, ἧς άνευ μηδεις έχῃ τὴν αξίωσιν να συγκαταλέγεται εν τῇ χορείᾳ τῶν φιλοτίμων προσώπων τῆς καλῆς κοινωνίας.
Ναί, εἰνε κακοφατος ὁ τόπος εκεῖνος, και ὅμως θέλω περι αυτοῦ να είπω, ὡς ενδιαφέροντος δια την ὑγείαν τῶν οικιῶν, και την άνεσιν τῶν ενοικούντων, οἵτινες αγαποῦν αναμφιβόλως την καλην ανάπαυσιν, όχι μόνον επι τῶν μαλακῶν στρωμάτων, αλλα και…
Διακόπτομαι, διότι ουδε θελω να προσθέσω «μὲ τὸ συμπάθειο» καθως λέγει ὁ λαος ὁσάκις προφέρῃ τον αριθμὸν πέντε, ουδε προδιέθεσα εισέτι την διάνοιαν τοῦ αναγνώστου αρκούντως, ὥστε να μ’ εννοήσῃ χωρὶς να εκτεθῶ εις την αποστροφήν του.
Οἱ καθ’ ἡμᾶς αρχιτέκτονες πταίουν δι’ αυτους εγω και σήμερον εκτίθεμαι εις τοιούτους κινδύνους καὶ κόπους, και αν επιτέλους ναυαγήσω εν τῷ πνεύματι τῶν ὅσοι έχουν σχηματίσει μέχρι ὥρας ιδέαν περι τῆς κοσμιότητός μου όχι κακήν, το κρῖμά μου εις τον λαιμον τῶν αρχιτεκτόνων· αυτοι ας έχωσι την ἁμαρτίαν μου.
Ναί, μάλιστα· τῶν αρχιτεκτόνων.
Γινώσκετε το εν Αθήναις Ιλίου Μἐλαθρον, την εν τῇ λεωφόρῳ Πανεπιστημίου μεγάλην και πολυτελῆ ιδιωτικην οικίαν, η μᾶλλον μέγαρον κατακεκοσμημένον δι’ αγαλμάτων, και φέρον επι τῆς προσόψεως την επιγραφην ταύτην γράμμασι χρυσοῖς· Ὡσαύτως γινώσκετε ὅτι ἡ καλλίστη αὕτη οικοδομη ηγέρθη ὑπο τοῦ περιωνύμου αρχαιοδίφου κ. Σχλιεμάννου· επωνομάσθη δε ὑπ’ αυτοῦ Ιλίου Μέλαθρον (καίτοι φέρει ἁψίδας ῥωμαϊκας αντιφωνούσας προς τὴν τρωϊκότητά του) διότι αυτόθι ὁ εκ γενετῆς Γερμανος κτίτωρ κρατεῖ αποταμιευμένα ὅσα τῶν αρχαίων τρωϊκῶν εὑρημάτων του δεν εδώρησεν εις τα μουσεῖα τῆς γενετείρας αὑτοῦ χώρας, φυλάξας ταῦτα, δια την Ἑλλάδα ὡς δευτεραν πατρίδα του.
Ὁ ὁμηρόφιλος λοιπον οὗτος ανήρ, όχι μόνον την πρόσοψιν τῆς οικίας του επεσήμανεν ὡς ανωτέρω, αλλα και εις τα εντος αυτῆς επεγραψεν επι πάσης θύρας στίχους εκ τῆς Ιλιάδος καὶ τῆς Οδυσσείας, προσφυεῖς κατα το μᾶλλον η ἧττον εις την χρῆσιν ἑκάστου δώματος. Αλλ’ εις μιαν τῶν θυρῶν επεγράφη μία και μονη λέξις, συνήθης κατα τους αρχαίους χρονους· ἡ λέξις
Τί δηλοῖ ευμάρεια; Ανοίξατε τα λεξικά, καὶ θὰ εὕρετε «ευχέρεια, ευκολία, άνεσις και (ὡς ὁ Ηρόδοτος αναφέρει που) κατ’ ευφημισμόν....»
Πάλιν δεν προχωρῶ. Κλείω το λεξικον τοῦ Σκαρλάτου Βυζαντίου και ανοίγω το τοῦ Alexandre, θέλων να ίδω πῶς οὗτος ερμηνεύει γαλλιστι την αυτην λέξιν. Εκεῖ εὑρίσκω « commodité, facilité, aisance. »
Αποφέρει τι λοιπον ἡ λέξις ευμάρεια τοιοῦτο, ὥστε να δυσανασχετήσῃ προς αυτην και ἡ λεπτοτάτη τῶν οσφρήσεων;
Όχι βεβαίως, αφοῦ ευμαρίδες ελέγοντο ὑπο τῶν αρχαίων και αἱ παντοῦφλαι (αυται αἱ εις τους δρόμους τῶν Αθηνῶν περιλαλούμεναι παντόφολαις, κατα το πολυθρόναις, αντι τοῦ ιταλικοῦ poltrone).
Και νῦν ἀποτείνομαι προς τους κυρίους αρχιτέκτονας, οἵτινες θα μ’ εννοήσωσιν αμέσως.
Ναί, κύριοι απο σᾶς περιμένει ὁ Ἑλληνικος κόσμος να μεταρρυθμίσετε το πραγμα καθως μετερρυθμίσθη το όνομά του, χάρις εις τον φιλάρχαιον Γερμανόν. Δια την άνεσιν, δια την ὑγείαν τῶν κατοίκων πάσης οικίας, μη τοῦ λοιποῦ ζητεῖτε να το τοποθετήσετε ὅπου τα ανήλια και τα απήνεμα αυτῆς, θεωροῦντες τοῦτο ὡς αντικείμενον τῆς εσχάτης φροντίδος, καθο τῆς εσχάτης χρήσεως. Ἐσχάτη μεν τῳόντι ἡ χρῆσις, αλλ’ επιτακτικη και ανυπέρθετος ὅσον και ἡ τῆς τροφῆς και πόσεως.
Ὁμολογουμένως, οι θνητοι δεν είμεθα ἄγγελοι τρεφόμενοι δι’ ουρανίου άρτου, η μάκαρες εισπνέοντες αμβροσίαν και ουδεν αποβάλλοντες. Αν θέσωμεν ὡς αρκτικον πόλον τῆς διατηρήσεως τῶν σωμάτων ἡμῶν το ἑστιατόριον, ανάγκη πᾶσα και πόλου ανταρκτικοῦ, τῆς εὐμαρείας ὁ δε ανταρκτικος οὗτος πόλος ουδόλως πρέπει να περιφρονῆται δια τον λόγον ὅτι εῖνε μυστηριωδέστερος τοῦ εναντίου του.
Η μη δεν είμεθα ἡμεῖς αυτοι οἱ εισιόντες, οἱ καθεζόμενοι, οἱ ανακουφιζόμενοι, οἱ απολαύοντες ανέσεως εν τῇ ευμαρείᾳ καθως εν τῷ ἑστιατορίῳ; Στέλλομεν εις αυτην άλλον τινα ανθ’ ἡμῶν; Ὑπάρχουν λειτουργίαι τας ὁποίας, και μυρίους αν έχῃ τις ὑπηρέτας, και ὅσον επίπονοι αν συμβῇ να ῇνε, επείγεται να εκπληρώσῃ μόνος αυτός.
Λοιπον απορῶ πῶς δεν εδόσετε μέχρι τοῦδε προσσχην εις τοῦτο! Εννοῶ προσοχην την δέουσαν· σπουδαίαν προσοχήν.
Συνήθως μᾶς στέλλετε εις τα σκοτεινότερα τῆς οικίας παραβυστα, εις τους ενδοτάτους κευθμῶνας της, εις τας δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις τῶν ὑπονόμων της, ὅπου βόσκουν αἱ κανθαρίδες, ὅπου αἱ αράχναι κρεμοῦν σινδόνας επι σινδόνων, προῖκα δια τας θυγατέρας και τας εγγόνας των, παραδείγματος χάριν, ὑπό τινα κλίμακα, ένθα μόλις δύναταί τις να σταθῇ όρθιος, ένθα μόλις κατορθοῖ περιστέλλων τα φορέματα του να μεταγυρίσῃ το σῶμα, ένθα ψηλαφητι ζητει ποῦ και πῶς να πατήση, ποῦ και πῶς να εξοικονομηθῇ.
Λάβετε οἶκτον· τιμῶ την ὑμετέραν επιστήμην, και μάλιστα την αγαπῶ πολύ, αλλα συγχωρεῖτέ με· εάν τις τῶν φίλων μου, σκοπόν έχων να εγείρῃ οικίαν ηρώτα την γνώμην μου περι τῆς διαιρέσεως τῶν δωματίων, θα τον συνεβούλευα ν’ απαιτήσῃ παρ’ ὑμῶν να χωρίσετε το δωμάτιον τῆς ευμαρείας πρῶτον, τοποθετοῦντες αυτο ὅπου φῶς και αήρ· ναί, τοῦτο πρῶτον πάντων, καὶ έπειτα αν περισσεύῃ τόπος, τότε και μόνον τότε να δώσετε ευρυχωρίαν και εις τα άλλα, ὧν πρέπει να πρωτεύῃ το εστιατόριον διότι και τοῦτο το μέρος τῆς κατοικίας τοῦ ανθρώπου αναγκη να ῇνε ευδιάπνευστον και φωτεινόν, αφοῦ εκεῖ τίθεται και ἡ ἑστία, εκεῖ και ἡ καθημερινὴ τῆς οικογενείας συναναστροφη εν ὥραις χειμῶνος και θέρους, εκεῖ και ἡ τοῦ Θεοῦ ευλογία, προσευχομένων τῶν γονέων προ τῆς αχνιζούσης λοπάδος το «Φάγονται πένητες.»
Μη χάριν τοῦ διαύλου και τῆς αιθούσης, ὅπου μικρον διατρίβουν οἱ ενοικοῦντες, στενοχωρεῖτε το ἑστιατόριον και στέλλετε εις το σκότος το ενδότερον την πτωχὴν ευμάρειαν. Αναποφεύκτως αὕτη, πλην τῆς ευρυχωρίας, εῖνε χρεία να έχῃ παράθυρον ανοιγόμενον προς το ὕπαιθρον, ὥστε να δέχεται φῶς ἄφθονον και αέρα ἐλεύθερον, κατα δεύτερον δε λόγον να ευμοιρῇ και μηχανῆς, δια το άοσμον, και συσκευῆς ὅσον οἷόν τε ευχρήστου εις αμφότερα τὰ φύλα· — οἱ Άγγλοι δε κατα τοῦτο εῖνε αξιομίμητοι. Εκείνων επισκέφθητε τας ευμαρείας.
Ὅπου αν επιτρὲπωσιν οἱ πόροι, χωρεῖ και αυτόθι ἡ πολυτέλεια· τάπης δηλαδη ἢ παχὺ κηρωτον ὕφασμα, επι τοῦ εδάφους, και μικρος νιπτήρ, και κάτοπτρον, και κτένες, και ψῆκτραι, και καθέδρα, και επι τοῦ παραθύρου θαλερα η διηυλακωμένη ὕελος, και τέλος εφημερίς τις προς… ανάγνωσιν, αναμφιβόλως — μη προς βάρος τῶν κυρίων δημοσιογράφων, ὧν εἷς κἀγω έτυχα, καὶ εικάζω ὅτε αφθόνως εχρησίμευσα προς τοῦτο καθ’ ὅλον σχεδον τον βίον, — εφημερίδα παλαιαν μᾶλλον, ἵνα ἡ μελάνη ὑπάρχῃ καλῶς απεστεγνωμένη και μη βάφῃ… τας χεῖρας προστριβομένη επάνω των.
Και τὼρα λοιπόν, άν, μεθ’ ὅσα προήχθην να είπω δημοσίᾳ εις ουδένα τῶν αναγνωστῶν και εις οὐδεμίαν τῶν αναγνωστριῶν μου επροξένησα ερύθημα, όχλον η δυσοσμίαν, τόσον ἀρκεῖ προς ἀνταμοιβήν μου. Χειροκροτήματα δεν περιμένω. Εις τους απο τοῦδε προτιθεμένους να κτίσωσιν οικίαν ὑπέδειξα μίαν μεταρρύθμισιν χρήσιμον, καίτοι πάροχον δυσκολιῶν εις τους αρχιτέκτοναε ὁσάκις τοῖς δίδεται χῶρος στενος και περιωρισμένος, απέδειξα δ’ εκ περισσοῦ και ὅτι ὅλοι δύνανται να λεχθῶσιν ευφήμως δια περιφράσεων.
- Ἀθῆναι. Ἰούνιος τοῦ 1890.
Ι. Ισιδωριδησ Σκυλισσης